ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
του Σταμάτη Μαμούτου

Τί είναι τελικά η φανταστική λογοτεχνία; Ένα λογοτεχνικό είδος που αναπτύχθηκε τον τελευταίο αιώνα ή μήπως πρόκειται για την αρχαιότερη λογοτεχνική έκφραση; Υπάρχουν χαρακτηριστικά που μπορούν να την καταστήσουν αντιληπτή ως ενιαία λογοτεχνική πρόταση ή αποτελεί ένα σύμπλεγμα διαφορετικών λογοτεχνικών ρευμάτων; Είναι αυτό που ορισμένοι αποκαλούν υποτιμητικά «παραλογοτεχνία» ή, τελικά, εντός των πλαισίων της μπορεί να αναζητήσει κανείς τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών; Ποια η σχέση της με τον Ρομαντισμό; Διατηρεί σημεία επαφής με τον Μοντερνισμό και τα κινήματα της Πρωτοπορίας;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα έχουν απασχολήσει πολλούς φίλους της φανταστικής λογοτεχνίας. Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ (Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας) θεωρώντας ως κύριο μέλημά της τη συζήτηση και την ουσιαστική ανάλυση του φαινομένου της φανταστικής λογοτεχνίας, από την πρώτη κιόλας στιγμή της ίδρυσής της κατέθεσε τις σχετικές θέσεις της μέσα από την Ιδρυτική της Διακήρυξη. Το δοκίμιο του Σταμάτη Μαμούτου που ακολουθεί είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη και εκφράζει τις θέσεις αυτές. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύεται το πρώτο μέρος του δοκιμίου, το οποίο, αφού παρουσιάζει τα κριτήρια που σύμφωνα με τη λέσχη καθιστούν ένα λογοτεχνικό έργο μέρος του Όλου της φανταστικής λογοτεχνίας, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα αν υπήρχαν έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού στην αρχαιότητα. Στα αποσπάσματα που θα δημοσιευθούν στα επόμενα τεύχη θα δοθεί έμφαση στη μεσαιωνική, στη ρομαντική και στη νεότερη φανταστική λογοτεχνία, αντίστοιχα.


I

Αν αποφάσιζα κάποια στιγμή να ανασύρω από τη μνήμη μου τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θυμάμαι τον εαυτό μου να εμπλέκεται σε συζητήσεις που αφορούσαν τη φανταστική λογοτεχνία είναι σίγουρο ότι στο τέλος θα έχανα το λογαριασμό. Το ίδιο θα συνέβαινε κι αν επιχειρούσα να μνημονεύσω πόσες φορές έχω παρακολουθήσει με προσοχή ομιλητές, αλλά και έχω διαβάσει συγγραφείς ή κριτικούς, να εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο, η πρώτη κιόλας προσπάθεια εκτίμησης του κατά πόσο έχω καλυφθεί από τα όσα έχω ακούσει και διαβάσει, ήταν αρκετή για να με οδηγήσει αυτομάτως σε μια εύκολη διαπίστωση. Η διαπίστωση αυτή συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι το μοναδικό ίχνος, που έχουν αφήσει στη μνήμη μου όλες οι σχετικές συζητήσεις και αναγνώσεις, είναι η θύμηση μιας ασύμμετρης και άναρχης συμπλοκής απόψεων, η οποία δεν κατέληξε σε κάποιο ικανοποιητικό συμπέρασμα.

Δεν ισχυρίζομαι, βέβαια, ότι τα όσα άκουσα και διάβασα ήταν ολοσχερώς άστοχα. Το αντίθετο μάλιστα, τα περισσότερα εμπεριείχαν ισχυρές δόσεις αλήθειας. Αυτό, όμως, ήταν και το μειονέκτημά τους. Το ότι περιορίζονταν δηλαδή, σε πεδία μικρής εμβέλειας, αδυνατώντας –πεισματικά ενίοτε- να αντιληφθούν, τόσο την ευρύτητα του θέματος με το οποίο καταπιάνονταν (της φανταστικής λογοτεχνίας δηλαδή), όσο και την οργανική συνοχή των επιμέρους τμημάτων του που απομόνωναν.

Οι περισσότερες από τις προσπάθειες κατανόησης της φανταστικής λογοτεχνίας που επιχειρήθηκαν μέχρι σήμερα, εξαντλήθηκαν σε μια απλή περιγραφή της ζωής και του έργου κάποιων λογοτεχνών. Οι πιο επιτυχημένες από αυτές, απλώς δοκίμασαν να εισέλθουν σε ένα πιο βαθύ επίπεδο κατανόησης της δημιουργικής δυναμικής ορισμένων εξ αυτών (των λογοτεχνών). Δεν αντιμετώπισαν, δηλαδή, την φανταστική λογοτεχνία ως μια λογοτεχνική ενότητα με συγκεκριμένη ιστορική διάσταση, αλλά προτίμησαν να εξάγουν συμπεράσματα για αυτήν μέσα από την εξέταση μεμονωμένων λογοτεχνών, και μάλιστα, συνήθως, μόνο της νεώτερης εποχής. Υπό αυτές τις συνθήκες, νομίζω ότι καθίσταται εμφανές πως τα συμπεράσματα τέτοιων προσεγγίσεων δεν ήταν αρκετά για να βοηθήσουν τον εκάστοτε αναγνώστη να αντιληφθεί σε ικανοποιητικό βαθμό το τι είναι τελικά η φανταστική λογοτεχνία. Μπορεί να παρείχαν κάποιες χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με ορισμένους λογοτέχνες, αλλά ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να προσφέρουν μια ικανοποιητική πρόταση για το σύνολο της φανταστικής λογοτεχνίας, εφόσον αγνόησαν εξαρχής την πιο βασική έννοια της οποιασδήποτε λογοτεχνικής θεώρησης, δηλαδή την ιστορικότητα. Ακόμη και όταν κάποιες παράλληλες μελέτες που αφορούσαν το έργο μεμονωμένων λογοτεχνών συγκεντρώνονταν (και εκδίδονταν) σε κάποιο ενιαίο τόμο, μπορεί να προσέφεραν μια γενική πληροφόρηση πάνω στο έργο και τη ζωή των δημιουργών που παρουσίαζαν, αδυνατούσαν όμως να ορίσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνταν οι παρουσιαζόμενοι λογοτέχνες. Κι όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, όταν το γενικό πλαίσιο αναφοράς είναι αόριστο και ασαφές, μπορεί εύκολα να κλονιστεί το πεδίο πάνω στο οποίο πραγματοποιείται η συζήτηση. Συνεπώς, μια βαθύτερη και πιο ουσιαστική προσέγγιση του θέματος καθίσταται αναγκαία. Θα μπορούσε βέβαια, στο σημείο αυτό να μου απαντήσει κάποιος καλόπιστος αναγνώστης, ότι το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας μπορεί να ήταν και να είναι αόριστο, ωστόσο όλοι είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε σε γενικές γραμμές τα πλαίσιά του, έστω και σιωπηρά. Ωστόσο, μια τέτοια θέση δεν θα μπορούσε επουδενί να με εφησυχάσει. Γιατί η φανταστική λογοτεχνία αποτελεί ένα πεδίο με έντονη και πολυσχιδή εκφραστικότητα, η οποία δύναται να κλονίσει με απίστευτη ευκολία την οποιαδήποτε σιωπηρή βεβαιότητα.

Υπήρξαν πάντως και ορισμένες προσπάθειες να εξετασθεί η φανταστική λογοτεχνία σε ιστορικό βάθος. Κάποιες ήταν σχετικά αξιόλογες, ενώ άλλες εκνευριστικά απογοητευτικές. Αμφότερες, πάντως, εξάντλησαν τη δυναμική τους σε μια λεπτομερειακή εγκυκλοπαιδική παράθεση λογοτεχνικών ονομάτων και ελαφρώς σχολιασμένων τίτλων, χωρίς να δοκιμάσουν να αντιληφθούν, αν ήταν όντως δυνατό να χωρέσουν όλοι αυτοί οι συγγραφείς και οι τίτλοι στο ίδιο πεδίο, και κυρίως, δίχως να προσδιορίσουν τα κριτήρια που τους έκαναν να εντάξουν τα έργα αυτά στην έρευνά τους.

Η κατάσταση που περιγράφουμε φέρνει σαφέστατα τον κάθε έμπειρο αναγνώστη σε θέση να αντιληφθεί ότι το βασικό μειονέκτημα των προαναφερθέντων προσεγγίσεων είναι η «ερασιτεχνική» τους δυναμική. Καθιστά δηλαδή σαφές, πως η φανταστική λογοτεχνία στην Ελλάδα (αλλά και γενικότερα) διαθέτει περιγραφές, όμως όχι και θεωρία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ανιχνεύεται και ο στόχος του συγκεκριμένου δοκιμίου. Στη δημιουργία, δηλαδή, μιας θεωρίας που να οριοθετεί τη φανταστική λογοτεχνία, να αναδεικνύει τον οργανικό της χαρακτήρα και να ιχνηλατεί την ιστορική ενότητά της μέσα στον χρόνο.

Έχοντας κατά νου όλα αυτά και θέλοντας να παρουσιάσω μια πραγματικότητα υπαρκτή, μα και συνάμα δυσνόητη όπως φαίνεται τελικά, αποφάσισα να καταπιαστώ με τη συγγραφή του συγκεκριμένου δοκιμίου. Στοχασμοί που αρθρώθηκαν πάνω στις σχέσεις διαφόρων φανταστικών λογοτεχνικών εκφράσεων, όπως για παράδειγμα εκείνων του Ρομαντισμού και αυτών της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας, αποτέλεσαν κάποιες από τις αφετηρίες της συλλογιστικής του κειμένου. Προτού, όμως, φτάσει η στιγμή για μια αναλυτική προσέγγιση των επιμέρους λογοτεχνικών εκφράσεων, είχε τεθεί το πλέον βασικό ερώτημα. Τι ακριβώς εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην φανταστική λογοτεχνία; Η πιο απλή απάντηση θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η φανταστική λογοτεχνία είναι το πεδίο εκείνο, εντός των πλαισίων του οποίου υπάρχουν όλες οι λογοτεχνικές δημιουργίες που έχουν ως βασικό δημιουργικό συστατικό τους την φαντασία. Αυτή είναι και η εκτίμηση που έχει γίνει αποδεκτή από το μεγαλύτερο, ίσως, μέρος των ανθρώπων που ασχολούνται με τη λογοτεχνία του φανταστικού στις ημέρες μας. Ωστόσο, στο κείμενο αυτό θα αναπτυχθεί μια διαφορετική προσέγγιση. Γιατί, ενώ από τη μία οι περισσότεροι αναγνώστες είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ότι το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας αναδεικνύεται μέσα από μια ιστορική συνέχεια, από την άλλη γινόμαστε συχνά μάρτυρες λανθασμένων, για να μην πω εξωφρενικών, προσεγγίσεων, που τοποθετούν στα πλαίσια του πεδίου αυτού, τον Όμηρο με τους σουρεαλιστές ή ακόμη και τον Τόλκιν με τους σουρεαλιστές και τους μοντερνιστές γενικότερα. Η ύπαρξη της φαντασίας ως βασικού στοιχείου της λογοτεχνίας των μεν και των δε είναι δεδομένη, όμως, οι δημιουργίες τους είναι τόσο διαφορετικές, που κάνουν να φαντάζει άστοχη και ανούσια μια προσέγγιση η οποία τους τοποθετεί όλους ανεξαιρέτως στον ίδιο χώρο. Εξάλλου, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να απλώσει ακόμη περισσότερο τα όρια του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβάνοντας εντός του συγγραφείς ρεαλιστές και νατουραλιστές, εφόσον ακόμη και αυτοί, μολονότι δημιουργούν βασιζόμενοι στα πρότυπα της πραγματικότητας, είναι πασιφανές ότι στη διαδικασία δόμησης των έργων τους ενεργοποιούν την προσωπική τους φαντασία, μιας και οι λογοτέχνες δεν είναι ούτε ιστορικοί ούτε δημοσιογράφοι για να παρουσιάζουν ακατέργαστη την πραγματικότητα. Καταλήγουμε έτσι λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η φαντασία ως λογοτεχνικό χαρακτηριστικό δεν αρκεί από μόνη της για να αναδείξει τη διαχρονική ύπαρξη ενός συνόλου, όπως αυτού που αποκαλούμε φανταστική λογοτεχνία. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον κριτήρια, πάνω στα οποία θα καταστεί δυνατή η άρθρωση της υπόστασης του πεδίου της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Τα κριτήρια που προκρίνει το κείμενο αυτό είναι τρία και πάνω στη βάση ανάλυσης που δημιουργούν, γίνεται δυνατή η πλέον ουσιαστική και συγκεκριμένη, κατά την εκτίμησή μου, προσέγγιση της φανταστικής λογοτεχνίας. Μέσα από την ανάλυση που προκύπτει υπό από αυτά τα δεδομένα, το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας οριοθετείται σε περιοχές που εμπεριέχουν δημιουργίες, οι οποίες εντάσσονται αρμονικά σε ένα ομοιογενές ιστορικό σύνολο. Την ιστορική συνέχεια και την οργανική ενότητα των έργων του φανταστικού λογοτεχνικού συνόλου θα μπορούσαμε να την σχηματοποιήσουμε με την εικόνα μιας αλυσίδας στην οποία ξεχωρίζουν τέσσερις ισχυροί κρίκοι. Τέσσερις, δηλαδή, κύκλοι της φανταστικής λογοτεχνίας, οι οποίοι ενώνονται μεταξύ τους, σε ορισμένες περιπτώσεις με ενδιάμεσους συνδέσμους και άλλοτε απευθείας. Προτού όμως, αναφερθούμε με λεπτομέρειες στην ιστορική διαδοχή της πολιτιστικής αυτής πορείας, θα ήταν σωστό να επαναλάβουμε ότι η θεματική διαίρεση των λογοτεχνικών εκφράσεων αποτελεί μια απίστευτα δύσκολη και πολλές φορές αμφιβόλου αρτιότητας προσπάθεια. Επίσης, είναι σαφέστατα αντιληπτό το γεγονός ότι οι πάσης φύσεως ιδεότυποι, στα επίπεδα των ακραίων ορίων τους, εκεί δηλαδή που διαχωρίζουν τα διάφορα πεδία, μπορεί να παρουσιάζουν κάποιο βαθμό ρευστότητας. Τούτο καθιστά αναγκαία την υπενθύμιση ότι κάθε ιδεότυπος είναι χρήσιμος προκειμένου να οριοθετήσει πεδία με χαρακτηριστικά, σε γενικές γραμμές, κοινά αποδεκτά, η αναγνώριση των οποίων (πεδίων) θα συμβάλει στην ανάπτυξη ορισμένων επιμέρους προβληματισμών. Ο λειτουργικός ιδεότυπος δηλαδή, είναι εκείνος που καταφέρνει να δημιουργήσει μια κοινά αποδεκτή βάση για την ανάπτυξη προβληματισμών και το συγκεκριμένο δοκίμιο στοχεύει ακριβώς σε αυτό, θεωρώντας ως πιθανό κάποιες λεπτομέρειες της πραγματικότητας να διαφεύγουν από τις οριοθετήσεις του. Από την άλλη, όμως, δεν είναι ορθό, οι ενδοιασμοί που δημιουργούνται να απομακρύνουν το αντικείμενο της μελέτης από τη ματιά του παρατηρητή, όταν μάλιστα υπάρχουν ενδείξεις που ενδυναμώνουν την πεποίθηση ότι η επιχειρούμενη προσπάθεια κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε τελική ανάλυση η ίδια η ύλη της μελέτης μας, άσχετα από τις δικές μας προθέσεις, τοποθετημένη στη βάση ανάλυσης των τριών κριτηρίων που έχουν δημιουργηθεί, επιβάλει την παρουσία των διαδοχικών μονάδων που σημειώνουν την παρουσία τους στο πέρασμα του χρόνου και τις οποίες το κείμενο αυτό καταγράφει. Με βάση αυτά τα δεδομένα, θα ξεκινήσουμε την προσπάθεια ανάδειξης του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας και ανάλυσης των επιμέρους τμημάτων του. Πρώτα όμως θα αναφερθούμε στα κριτήρια.

Τα βασικά κριτήρια πάνω στα οποία συντίθεται ο πυρήνας της οργανικής ενότητας των κύκλων αυτών, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, είναι τρία. Το πρώτο είναι η μυθολογία με τις μεταφυσικές της εικόνες. Η αναφορά στην έννοια της μυθολογίας ως βασικού κριτηρίου σε τούτο το δοκίμιο σηματοδοτεί την συμπερίληψη σε ένα ενιαίο πεδίο λογοτεχνικών δημιουργιών που αντλούν τη θεματολογία τους από την πρώιμη αρχαία ιστορία, από τις θρησκευτικές αφηγήσεις, από την ονειρική, δραματική και ηρωική πρόσληψη του αντικειμενικού κόσμου, από τη φαντασίωση μιας μυθολογικής μετα-ιστορίας και από τους λαϊκούς θρύλους. Το δεύτερο κριτήριο είναι η χρήση της ενεργητικής φαντασίας από τους δημιουργούς και το τρίτο η -λιγότερο ή περισσότερο- καθαρή μορφική παρουσίαση των προβαλλόμενων λογοτεχνικών δημιουργιών. Η μυθολογία με τις μεταφυσικές της εικόνες, που παρουσιάζεται ως πρώτο κριτήριο, δημιουργεί το υπόστρωμα στο οποίο γονιμοποιείται το λογοτεχνικό περιβάλλον των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας. Δηλαδή, η μυθολογία τροφοδοτεί από την ανεξάντλητη πηγή της με εικόνες και ιδέες τη θεματολογία των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας. Η ενεργητική φαντασία που αναφέρεται ως δεύτερο κριτήριο, έχει να κάνει με την ιδιαίτερη συμμετοχή του δημιουργού, ο οποίος δεν περιορίζεται στην απλή αναπαραγωγή και μεταβίβαση των μυθολογικών λογοτεχνικών σχημάτων που προϋπάρχουν μέσω μιας μίμησης, αλλά που διεισδύοντας στο πεδίο της μυθολογίας, δίνει ζωή και κάθε φορά νέα πνοή στους διάφορους χαρακτήρες και τα επιμέρους σχήματα της μυθολογίας, για να τα μετατρέψει σε πρωταγωνιστές των λογοτεχνικών έργων που δημιουργούνται συνεχώς. Τέλος το τρίτο κριτήριο, που είναι η καθαρή μορφική παρουσίαση, χαρακτηρίζει το οριστικό δημιούργημα που προωθείται προς τους δέκτες, την εικόνα δηλαδή του λογοτεχνικού κειμένου που παρουσιάζεται προς ανάγνωση, η οποία άλλοτε είναι διαυγής άλλοτε σκοτεινή, πάντοτε όμως σε ένα μεγάλο βαθμό συγκεκριμένη, γεγονός που τη διαφοροποιεί από αυτή του σουρεαλισμού και των λοιπών εκφράσεων του αισθητικού μοντερνισμού και της πρωτοπορίας1. Κινούμενοι στον άξονα που δημιουργούν αυτά τα τρία κριτήρια θα ξεκινήσουμε την προσπάθεια ανάδειξης της διαχρονικής υπόστασης και της οργανικής ενότητας της φανταστικής λογοτεχνίας, δίνοντας έμφαση στους τέσσερις λογοτεχνικούς κύκλους, οι οποίοι αντιστοιχούν σε τέσσερις ιδιαίτερες περιόδους στην ιστορία της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Αναφερόμενοι στους λογοτεχνικούς κύκλους θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν τους αντιλαμβανόμαστε ως ένα άμορφο σύνολο εντός του οποίου στριμώχνονται διάφορες λογοτεχνικές δημιουργίες. Για να αναγνωριστεί η ύπαρξη ενός τέτοιου κύκλου θα πρέπει τα έργα που εντάσσονται στα πλαίσιά του να διαπνέονται από ένα κοινό πνεύμα και να ανήκουν σε μια ενιαία ιστορική ενότητα. Μόνο αν συντρέχουν οι δυο αυτές προϋποθέσεις γίνεται αποδεκτή ως λογοτεχνική ενότητα η ύπαρξη ενός κύκλου. Αλλιώς, οι δημιουργίες της φανταστικής λογοτεχνίας που παρουσιάζονται μεν την ίδια εποχή, αλλά χωρίς να έχουν κοινή πνευματική ουσία (όπως για παράδειγμα θα δούμε παρακάτω ότι συνέβη με τα μεσαιωνικά ιπποτικά μυθιστορήματα και τη βορειοευρωπαϊκή Έδδα, που τα πρώτα εξέφρασαν την επική ατμόσφαιρα του μεσαίωνα ενώ η δεύτερη αποτέλεσε την αποτύπωση της αρχαίας θεολογικής κοσμογονίας των γερμανικών εθνών) και αυτές που έχουν κοινό πνεύμα αλλά έρχονται στο προσκήνιο σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα (όπως συνέβη με τα «Διονυσιακά» του Νόννου που αποτέλεσαν έκφραση με καθαρά χαρακτηριστικά αρχαιοελληνικού ηρωικού έπους αλλά δημιουργήθηκαν τον 5ο μ.Χ αιώνα, δηλαδή πολλούς αιώνες αργότερα από τα υπόλοιπα συγγενικά τους έργα, όταν ο πρώτος κύκλος είχε κλείσει) δεν είναι ορθό να υποστηρίξουμε ότι αποτελούν μέρη ενός ενιαίου φανταστικού λογοτεχνικού κύκλου. Ούτε βέβαια σκοπεύουμε και να τις διαγράψουμε ή να τις υποτιμήσουμε, το ακριβώς αντίθετο ισχύει μάλιστα. Απλά στην ιστορική διαδρομή που επιχειρούμε να περιγράψουμε θα αντιληφθούμε ότι τέτοιες δημιουργίες αποτέλεσαν κυρίως ενδιάμεσους συνδέσμους των λογοτεχνικών κύκλων. Άσχετα του γεγονότος ότι ο ρόλος τους μπορεί να μην είναι τόσο πρωταγωνιστικός μέσα στην περιγραφή της ιστορικής διαδρομής της φανταστικής λογοτεχνίας που θα επιχειρηθεί σε αυτό το δοκίμιο, ως μεμονωμένες λογοτεχνικές δημιουργίες τα περισσότερα από αυτά τα έργα παρουσιάζουν εκπληκτική ποιότητα η οποία δεν θα παραβλεφθεί σε καμία περίπτωση.


II

Αν εξετάσει κανείς τα λογοτεχνικά έργα μέσα από το πρίσμα των τριών κριτηρίων που προαναφέραμε, θα αντιληφθεί ότι οι αφετηρίες της φανταστικής λογοτεχνίας ανιχνεύονται στην αρχαιότητα, και μάλιστα στην πλέον πρώιμη εποχή κατά την οποία δημιουργήθηκε λογοτεχνικός πολιτισμός. Τα λογοτεχνικά έργα της πρώιμης αρχαιότητας γεννήθηκαν σε μια εποχή προφορικού πολιτισμού και αποτέλεσαν κορυφαίες δημιουργίες, με αποτέλεσμα να επιβιώσουν δια μέσου των αιώνων και να καταστούν λογοτεχνικά πρότυπα, κατά την εποχή που ο ανθρώπινος πολιτισμός άρχισε να αποκτά γραπτό χαρακτήρα. Σε αυτή την ομιχλώδη εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, λοιπόν, δυνάμεθα να ανιχνεύσουμε την εμφάνιση της φανταστικής λογοτεχνίας και το άνοιγμα του πρώτου της κύκλου. Ενός κύκλου, που έκλεισε μετά από πολλούς αιώνες. Ο συγκεκριμένος κύκλος θα μπορούσε να ονομαστεί ως ο κύκλος της «αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Επαναφέροντας στο νου μας τα τρία κριτήρια και επιστρέφοντας στην εξέταση των λογοτεχνικών κειμένων, συμπεραίνουμε άμεσα ότι τα πρώτα έργα που μπορούμε να εντάξουμε στο πεδίο της λογοτεχνίας του φανταστικού είναι αυτά της αρχαίας επικής και θρησκευτικής ποίησης. Η «Αργοναυτική εκστρατεία» του Ορφέα και τα έργα του Ομήρου αποτέλεσαν ανεπανάληπτα ηρωικά έπη. Εκείνα του Ησιόδου που ακολούθησαν είχαν χαρακτήρα θεολογικής αφήγησης και διδακτικού έπους. Στην ανατολή δημιουργήθηκαν, επίσης, παρόμοια έργα, όπως το «Έπος του Γκιλγκαμέζ» των αρχαίων Σουμερίων, ο «Ναυαγισμένος ναύτης» των αρχαίων Αιγυπτίων, το ινδικό ποίημα «Μαχαβαράτα» αλλά και οι, επίσης ινδικές, «Βέδες». Το ινδικό ηρωικό έπος «Μαχαβαράτα» γράφτηκε μεταξύ του 1400 π.Χ και του 1000 π.Χ και συνέχισε να εμπλουτίζεται για πολλούς αιώνες. Οι «Βέδες» αποτελούν αρχαία ινδικά θρησκευτικά κείμενα που γράφτηκαν από το 2000 π.Χ ως και τον 8ο αιώνα π.Χ και αναφέρονται στις κοσμογονικές μυθολογικές θεότητες των Ινδιών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνολικά οι δημιουργίες αυτές κατέγραψαν τα ήθη, τις δομές, τα πρότυπα, κοντολογίς την πρώιμη αρχαία ιστορία των εθνών που τα δημιούργησαν, μέσω ενός αξεπέραστου λογοτεχνικού πνεύματος, το οποίο γέννησε τη φανταστική λογοτεχνία εκπληρώνοντας τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει.

Προκειμένου να γίνει ξεκάθαρη η δυναμική της φανταστικής λογοτεχνικής δημιουργικότητας μέσα σε αυτό τον πρώτο κύκλο θα παραθέσουμε δύο αποσπάσματα από την «Αργοναυτική εκστρατεία» του Ορφέα. Μας λέει, λοιπόν, ο Ορφέας ότι « εκ δε του Άδου ανεπήδησαν δια μέσου της φλογός μορφαί φοβεραί, εκπληκτικαί, σκληραί, προς τας οποίας δεν μπορούσε να προσβλέψει κανείς. Διότι η μεν μία είχε σιδερένιο σώμα, αυτή δε οι άνθρωποι ονομάζουν Πανδώρα, μαζί δε με αυτήν ήρχετο και μια εξαστράπτουσα μορφή, η οποία είχε τρία κεφάλια, τέρας ολέθριον κατά την όψιν, ακαταμάχητον, η Εκάτη, η θυγατήρ του Ταρτάρου. Προς το αριστερόν δε μέρος αυτής επεκάθητο επί του ώμου ίππος με μεγάλη χαίτην, προς δε τα δεξιά ήτο μια μικρά σκύλα με όψιν λυσσασμένη, εις το μέσον ήτο ένας όφις με άγριαν μορφήν, εις τα δυο δε χέρια της εκρατούσε ξίφη με λαβάς»2, καθώς επίσης και ότι όταν «η σελήνη, που καταυγάζει εις την σκοτεινιά, έφερε την νύκτα, που είχε ως χιτώνα της τα άστρα, τότε ήλθον κάποιοι πολεμικοί άνδρες, οι οποίοι εζούσαν εις τα προς βορράν όρη και ωμοίαζαν από την φύσιν των προς τα θηρία, παρόμοιοι προς τους στιβαρούς Τιτάνας και προς τους Γίγαντας, διότι εις τον καθέναν των εξ χέρια ξεπηδούσαν από τους ώμους»2. Δε νομίζω να υπάρχει κανείς λάτρης της φανταστικής λογοτεχνίας που διαβάζοντας αυτά τα αποσπάσματα, αλλά και το σύνολο των έργων της χρονικής περιόδου που αναφέρουμε, να μη δύναται να εισπνεύσει το μεθυστικό άρωμα της ίδιας λογοτεχνικής μαγείας με αυτήν που οδήγησε τον Τόλκιν, τον Χάουαρντ και τους υπόλοιπους λογοτέχνες της σύγχρονης εποχής στη δημιουργία των έργων που τους έκαναν να κατακτήσουν τις καρδιές μας. Η νεότερη και η σύγχρονη φανταστική λογοτεχνία αποτελεί ένα μέρος της συνολικής λογοτεχνικής έκφρασης του φανταστικού, τη διαχρονική πορεία της οποίας θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε στο κείμενο αυτό.

Είναι ευρέως γνωστό ότι η αυγή του πολιτισμού ανέτειλε στους περισσότερους λαούς μέσω μιας μυθολογικής αντίληψης για τη ζωή. Όπως ήταν φυσικό, η αντίληψη αυτή επηρέασε και τις τέχνες. Η γέννηση της φανταστικής λογοτεχνίας αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της πραγματικότητας αυτής. Αν θελήσουμε, δε, να κάνουμε μια αναφορά σε ένα πιο κλειστό πεδίο, δε θα ήταν καθόλου λάθος αν υποστηρίζαμε ότι η λογοτεχνία του ευρωπαϊκού πολιτισμού γεννήθηκε αποκλειστικά μέσα από τον πρώτο φανταστικό λογοτεχνικό κύκλο.

Όσον αφορά το κλείσιμο του πρώτου φανταστικού κύκλου, κάποιοι ίσως να υποστηρίζουν ότι άρχισε στην πατρίδα μας κατά την αρχαϊκή εποχή (7ος –6ος αιώνας π.Χ) και ολοκληρώθηκε με την είσοδο στην κλασσική (5ος -4ος αιώνας π.Χ). Μέσα στο χρονικό διάστημα, δηλαδή, που η ελληνική διανόηση πέρασε στην εποχή του ορθού Λόγου και άφησε πίσω της την περίοδο κατά την οποία η φιλοσοφία, η ηθική, η θρησκεία και η επιστήμη ήταν σφιχτοδεμένες σε μια συμπαγή ψυχοπνευματική μυστηριακή ολότητα, η οποία ευνοούσε την ανάπτυξη μυθολογικών εκφράσεων και συνεπώς την έκρηξη της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, η προσωπική μου εκτίμηση είναι διαφορετική. Κι αυτό γιατί, θεωρώ ότι το τέλος του πρώτου κύκλου δεν θα πρέπει να χρεωθεί στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον στην αρχαϊκή, στην κλασική, στην αλεξανδρινή αλλά και στην ύστερη εποχή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, υπήρξαν λογοτεχνικές παρουσίες που διαπνέονταν από την αύρα των μυθικών έργων και εκπλήρωσαν τα τρία κριτήριά μας. Μετά από τον Ορφέα, τον Όμηρο και τον Ησίοδο, είχαμε την εμφάνιση των ομηρικών ύμνων, οι οποίοι αποτέλεσαν θεολογικές αφηγήσεις που εντάσσονται αδιαμφισβήτητα στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Παρουσιάστηκαν επίσης οι διθύραμβοι για τους οποίους διασώθηκαν λίγα στοιχεία, ωστόσο τα όσα μπορούμε να συμπεράνουμε βασιζόμενοι στα στοιχεία αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η τοποθέτηση τους στην ολότητα της φανταστικής λογοτεχνίας δεν είναι λανθασμένη. Ξεκάθαρα χαρακτηριστικά της φανταστικής λογοτεχνίας φέρουν οι τραγωδίες και τα σατυρικά δράματα, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονηθεί η παρουσία λυρικών ποιητών όπως ο Πίνδαρος στα έργα του οποίου το φανταστικό στοιχείο είναι έντονο. Όλα αυτά αποτελούν κείμενα που εκπληρώνουν τα τρία κριτήριά μας και συνεπώς εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Πάντως, πέρα από τα έργα των λογοτεχνικών αυτών ειδών για τα οποία μπορεί να προβληθεί κάποια ένσταση όσον αφορά το κατά πόσο αποτελούν τμήματα του όλου της φανταστικής λογοτεχνίας, συνέχισαν να έρχονται στο προσκήνιο κι άλλες δημιουργίες που βασίζονταν στις επιρροές των ηρωικών επών και των θρησκευτικών αφηγήσεων της πρώιμης αρχαιότητας. Οι πρώτες δημιουργίες της φανταστικής λογοτεχνίας ενέπνευσαν συγγραφείς όχι μόνο κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο, αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο Πρόδικος από τη Φώκαια δημιούργησε το έπος «Μινυάς» τον 6ο αιώνα π.Χ, ο Αντίμαχος ο Κολοφώνιος έγραψε το ηρωικό έπος με τον τίτλο «Θηβαίδα» τον 5ο αιώνα μ.Χ, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ως ο επιφανέστερος ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου διασκεύασε την «Αργοναυτική εκστρατεία» τον 3ο αιώνα π.Χ και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος δραστηριοποιήθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ.

Ωστόσο, πέρα από το αμιγώς λογοτεχνικό επίπεδο, η παρουσία των ζωντανών στοιχείων του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας είναι δεδομένη και στο σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής πνευματικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Καλό θα ήταν να μην λησμονούμε ότι στην ιστορική διαδρομή του αρχαιοελληνικού κόσμου από τα αρχαϊκά χρόνια ως την πτώση στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δύσκολα θα συναντήσουμε διανοούμενο ή ποιητή που να μην λάμβανε υπόψη του τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Ορφέα, ακόμη και αν εξέφραζε διαφοροποιημένες δημιουργικές αντιλήψεις από τις δικές τους. Και τούτο γιατί οι επικοί ποιητές αποτέλεσαν τον κανόνα, πάνω στον οποίο αρθρώθηκαν οι κρίσεις των λογοτεχνικών έργων. Επιπλέον, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η μυθολογία και οι ήρωες των επών ενέπνευσαν -εκτός από τους λογοτέχνες- τους γλύπτες και τους ζωγράφους. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι ακόμη και στο πεδίο της φιλοσοφίας η άμεση αντίληψη και το φαντασιακό στοιχείο δεν εξοβελίστηκαν ολοσχερώς από τη διαμεσολάβηση της λογικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο Πλάτωνας, που πρόβαλε ένα μοντέλου μυστικιστικού ορθολογισμού και στη διδασκαλία του χρησιμοποίησε ως μέρος της προϊστορίας μας τον μύθο της Ατλαντίδος, και ο Αριστοτέλης, ο οποίος παρότι υπήρξε ένας από τους σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία της ορθολογιστικής σκέψης υποστήριξε ότι το ύψιστο ανθρώπινο αξίωμα είναι ο καθαρός πνευματικός -και όχι ο πρακτικός- βίος, μέσω του οποίου μόνο μπορεί να προσεγγιστεί ο Θεός, ενώ οι προτάσεις του βασίστηκαν στην εσωτερική πρόσληψη των αισθητήριών του οργάνων και όχι στην παρατήρηση και στο πείραμα. Μολονότι υπήρξαν και φιλόσοφοι με ξεκάθαρα ορθολογιστική και μηχανιστική σκέψη, όπως ο Ζήνωνας ο Ελεάτης, ο Μέλισσος ο Σάμιος, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος, είναι δεδομένο ότι η αρχαιοελληνική φιλοσοφία δόμησε μια οντολογική πνευματική κοινότητα, που σε καμία περίπτωση δεν διέρρηξε ολοσχερώς και καθολικά τις σχέσεις της με τον μύθο και τη θρησκεία.

Τέλος, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι και τα κοινωνικά πρότυπα του αρχαίου ελληνικού βίου δεν ήταν προσανατολισμένα στις ατραπούς κάποιου πεζού πραγματισμού. Οι πολεμικοί θρύλοι και τα ηρωικά πρότυπα των προγόνων μας, όπως ήταν ο Αχιλλέας, ο βασιλιάς Λεωνίδας, ο μέγας Αλέξανδρος και άλλοι, για να εκφράσουν την τραγική και ηρωική τους φύση, έδρασαν, ουκ ολίγες φορές, ανορθολογικά. Αλλά και οι εκφραστές της έννοιας του «καλού καγαθού», του ενάρετου πολίτη δηλαδή, το οποίο ήταν ένα πιο ήπιο κοινωνικό πρότυπο, δεν χαρακτηρίζονταν από τα γνωρίσματα του υπολογιστή ορθολογιστή ανθρώπου. Την πλέον ενδεδειγμένη περίπτωση αυτής της κατηγορίας ανθρώπων αποτέλεσε ο Σωκράτης, ο οποίος σε όλη του τη ζωή, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της δίκης που τον οδήγησε στο θάνατο, αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τις συμφέρουσες επιταγές της λογικής, προτιμώντας να ακολουθήσει έναν δρόμο συναισθηματικής δικαίωσης και ηθικής ακεραιότητας.

Επιστρέφοντας τώρα στα λογοτεχνικά δρώμενα, εκείνο το γεγονός που θα ενδυναμώσει την πεποίθησή μας ότι ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας δεν έκλεισε κατά την κλασική εποχή είναι η μεταλαμπάδευση του δημιουργικού ελληνικού πνεύματος στους Ρωμαίους, που στο επίπεδο της φανταστικής λογοτεχνίας εκφράστηκε με έργα όπως οι «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου και η «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Τα έργα αυτά, εκτός του ότι ακολούθησαν σε μια πορεία σταθερής ιστορικής συνέχειας τα αντίστοιχα ελληνικά που προαναφέραμε, αποτέλεσαν και τους κληρονόμους τους στο επίπεδο του γενικότερου ύφους και της θεματολογίας. Η «Αινειάδα» αποτέλεσε τη συνέχεια της ομηρικής Ιλιάδος, ενώ και τα υπόλοιπα έργα δεν διαφοροποιήθηκαν από τον κανόνα.

Εφόσον, λοιπόν, η ομαλή ιστορική διαδοχή εξασφάλισε την συνύπαρξη αυτών των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας που διαπνέονταν από κοινό πνεύμα σε μια ενιαία ιστορική ενότητα, σήμερα έχοντας τη δυνατότητα μιας γενικής εποπτείας είμαστε σε θέση να εντάξουμε τα έργα της πρώιμης αρχαιότητας, της αρχαϊκής, της κλασικής, της αλεξανδρινής και της ρωμαϊκής εποχής, στον ίδιο κύκλο. Δηλαδή, στον κύκλο της «αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας».

Σύμφωνα με τα όσα έχουμε συμπεράνει μέχρι στιγμής, καθίσταται εμφανές ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός εξέφρασε μια δημιουργική αναζήτηση της αλήθειας και της ουσίας των πραγμάτων μέσω ενός εκπληκτικού πολιτιστικού μηχανισμού, ο οποίος ήταν σε θέση να εκμεταλλεύεται για την επίτευξη του σκοπού αυτού -της αναζήτησης της αλήθειας δηλαδή- και τη δύναμη της ανθρώπινης λογικής αλλά και τις κατευθυντήριες γραμμές που χάραξε ο μύθος ως εκφραστής του ανθρώπινου ψυχισμού (άρα ως εκφραστής της ανθρώπινης ουσίας). Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο μύθος, ως ζωντανός και ακμαίος παράγοντας, διαμόρφωσε τις πολιτισμικές εξελίξεις (ακόμη και ένας από τους πλέον ορθολογιστές συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, ο Λουκιανός, δικαιολογούσε κατά κάποιον τρόπο το συγκεκριμένο γεγονός όταν αφορούσε ολόκληρες κοινωνίες και όχι μεμονωμένα άτομα3) και τροφοδότησε το λογοτεχνικό πεδίο με έργα φανταστικής λογοτεχνίας, κρίνεται όντως εσφαλμένο να μιλάμε για το τέλος του πρώτου φανταστικού κύκλου στην αρχαϊκή ή στην κλασική εποχή.

Είναι ορθό βέβαια να μιλήσουμε για μια αρχική διαφοροποίηση, αυτού που μετέπειτα ονομάστηκε κλασικό, από το μυθικό στοιχείο στην τέχνη. Το κλασικό στοιχείο χαρακτηρίστηκε από την έμφαση στην απλότητα, στην αναλογία και στη λογικότητα, στην ήπια δηλαδή δημιουργικότητα. Αντίθετα, η πρωτογενής επική-μυθική τέχνη αποτέλεσε έκφραση εκρηκτικής βουλησιαρχίας, πληθωρικότητας, έντασης και θυελλωδώς φλογισμένης φαντασίας, χωρίς βέβαια να υπολείπεται σε μορφική καθαρότητα και λογική συνοχή. Σίγουρα η τελευταία περίπτωση αποτέλεσε ιδανικό πεδίο για τη φανταστική λογοτεχνία και την εκπλήρωση των τριών κριτηρίων που έχουμε θέσει. Ωστόσο, θα επιμείνουμε ότι και στο λογοτεχνικό επίπεδο της πρώτης μπορούμε να ανιχνεύσουμε σημεία που τα κριτήρια ισχύουν και εντάσσουν τα έργα της στην ολότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Οι τραγωδίες, που ήταν προσανατολισμένες θεματικά εξολοκλήρου στην μυθολογία, αποτελούν τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα που ενδυναμώνουν την άποψή μας. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εποχή έχει χαρακτηριστεί ως κλασική, δε σημαίνει ότι όλες οι καλλιτεχνικές δημιουργίες που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκειά της τίθενται εκτός του πεδίου που καλύπτει η φανταστική λογοτεχνία. Όπως επίσης δεν σημαίνει και ότι ο αρχαίος ορθολογισμός είναι ταυτόσημος με τον μεταγενέστερο εργαλειακό και υλιστικό ορθολογισμό του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας.

Είναι αναμφισβήτητο ότι ένα κλασικό έργο δεν οφείλει απαραίτητα να είναι προϊόν μιας ήπιας και ορθολογικής σύλληψης. Η έννοια του κλασικού συνδέεται με τον κανόνα πάνω στον οποίο αρθρώνονται οι κρίσεις των έργων και όχι με μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική άποψη, γι’ αυτό και είναι μεταβαλλόμενη. Υπάρχουν κλασικά έργα της αρχαιότητας, του μεσαίωνα, της νεώτερης εποχής, ακόμη και του Μοντερνισμού! Όσο μεταβάλλονται οι απόψεις περί του καλλιτεχνικού κανόνα στις διάφορες εποχές, τόσο μεταβάλλονται και οι απόψεις περί της έννοιας του κλασικού. Στην αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, υπήρχαν καλλιτεχνικοί κανόνες αλλά δεν υπήρξε η έννοια του κλασικού. Στην αρχαία Ρώμη γεννήθηκε η λέξη «κλασικό», για να προσδιορίσει κοινωνικό και οικονομικό γνώρισμα των ανωτέρων τάξεων, έχοντας σημασία άσχετη με αυτήν που απέκτησε αργότερα. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης αρχικά και κυρίως αργότερα, η έννοια του κλασικού χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει τη διαχρονική αξία ενός καλλιτεχνικού έργου, όπως γινόταν αντιληπτό από τους στοχαστές της εποχής. Με την πάροδο του χρόνου η έννοια απέκτησε επιπλέον κανονιστικές διαστάσεις, οι οποίες χωρίς να διασαφηνίσουν λεπτομερώς το πλαίσιο αναφοράς τους, από τη μία θεώρησαν ως κλασικό οτιδήποτε είχε να κάνει με τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό και από την άλλη προέβαλλαν ως ιδεώδη τα πρότυπα της εποχής που ακολούθησε τον 7ο αιώνα π.Χ, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε καλλιτεχνικά (και λογοτεχνικά) χαρακτηριστικά όπως η απλότητα, η αναλογία και η ήπια δημιουργικότητα. Έκτοτε, λόγω της δυναμικής και μακροχρόνιας παρουσίας στο προσκήνιο των καλλιτεχνικών δρώμενων εκείνων που υποστήριζαν αυτή την άποψη, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως «κλασικιστές», η έννοια του κλασικού, για πολλά χρόνια έγινε αντιληπτή από το ευρύτερο κοινό όπως την πρόβαλλαν αυτοί. Η ιστορική συγκυρία, δηλαδή, ήταν αυτή που ταύτισε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα την έννοια του κλασικού με τις αντιλήψεις του ρεύματος των κλασικιστών. Με το πέρασμα του χρόνου και την υποχώρηση του κλασικισμού, οι απόψεις αυτές αναθεωρήθηκαν από τους θεωρητικούς της τέχνης και της λογοτεχνίας. Κλασικό νοήθηκε πλέον οτιδήποτε εξέφραζε με ποιοτικό τρόπο κάποιον καλλιτεχνικό κανόνα.

Εμείς από την πλευρά μας, ως αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας, δεν θα είχαμε κάποιο ιδιαίτερο λόγο να καταπιαστούμε με τις διαφορές αυτές των θεωρητικών της τέχνης και της λογοτεχνίας, εάν οι κλασικιστές δεν προσδιόριζαν την έννοια του κλασικού επάνω στην λογικότητα και στην αναλογία, αγνοώντας το ρόλο της φανταστικής δημιουργικότητας. Ο απόηχος αυτής της αντίληψης κάνει ακόμη και σήμερα πολλούς ανθρώπους που καταπιάνονται με τις τέχνες και τα γράμματα να θεωρούν ότι στην κλασική αρχαιότητα δεν υπήρχαν έργα φανταστικής λογοτεχνίας ή ότι τα έργα που χαρακτηρίζονται ως κλασικά δεν μπορεί να είναι έργα φανταστικής λογοτεχνίας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει. Για να το αντιληφθούμε, δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε τα πλέον χαρακτηριστικά από τα κλασικά έργα, δηλαδή τις τραγωδίες, έχοντας ως βάση ανάλυσης τα τρία κριτήριά μας.

Ο ποιητής που θεωρείται ως ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της έννοιας του κλασικού, όπως αυτή νοήθηκε από τους κλασικιστές, είναι ο Ευριπίδης. Συνεπώς, αν γίνει κατανοητό ότι τα έργα του εν λόγω ποιητή –αλλά κι εκείνα των υπόλοιπων τραγωδών- εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας, οι όποιες αδικαιολόγητες αντιρρήσεις θα μπορέσουν να καμφθούν.

Ένα χαρακτηριστικό ευριπίδειο έργο μέσω του οποίου μπορούν να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα, αν οι τραγωδίες αποτελούν έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού, είναι οι «Φοίνισσαι». Δε νομίζω να υπάρχει κανείς που όταν διαβάζει το συγκεκριμένο κείμενο να μην εισπνέει το άρωμα του μεγαλύτερου συγγραφέα των ηρωικών επών, δηλαδή του Ομήρου. Οι περιγραφές των στρατευμάτων, των όπλων και των μαχών, δημιουργούν μια καταπληκτική επική ατμόσφαιρα, μα πάνω απ’ όλα η αναφορά στην καταγωγή των Θηβαίων από τους σπαρτούς που προήλθαν από τα δόντια του νεκρού δράκοντα του θεού Άρη, τα οποία σπάρθηκαν στη γη, αποτελεί ενεργοποίηση της μυθολογίας και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως έκφραση ενός καλλιτέχνη που λειτουργεί με γνώμονα τον εργαλειακό ορθό Λόγο και είναι ολοσχερώς απομακρυσμένος από την λογοτεχνική έκφραση της φανταστικής δημιουργικότητας. Οι «Φοίνισσαι» αποτελούν ένα έργο που εκφράζει με απόλυτη διαύγεια τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Το υπόβαθρο της υπόθεσης βασίζεται στους ελληνικούς μύθους, ο τρόπος που γράφτηκε το κείμενο είναι σαφής χωρίς υπαινιγμούς κι ελλείψεις και η ερμηνεία των μύθων που προβάλλεται από τον Ευριπίδη μέσω της υπόθεσης του έργου είναι προσωπική.

Ο Ευριπίδης αποτελεί, επίσης, τον συγγραφέα του σατυρικού δράματος που φέρει τον τίτλο «Κύκλωψ». Πρόκειται για ένα έργο το οποίο εντάσσεται χωρίς αμφιβολία στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας, πράγμα που κάνουν και άλλες τραγωδίες του, όπως για παράδειγμα η «Άλκηστις» και η «Ηρακλείδαι».

Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα έργα του Αισχύλου. Ο Αισχύλος έγραψε με ύφος που δεν απείχε πολύ από τα ομηρικά πρότυπα. Ήταν ο πλέον επικός τραγωδός και παρουσίασε ήρωες με αχαλίνωτα πάθη και θυελλώδη ορμητικότητα, οι οποίοι δεν έδρασαν ως μεμονωμένα άτομα, αλλά ως στοιχεία μιας ενότητας η οποία περιελάμβανε την ανθρώπινη κοινωνία, την κοινωνία των θεών και τη φύση στο σύνολό της. Συνεπώς, δικαίως μπορεί να θεωρηθεί ως ο τραγικός ποιητής που τα έργα του εντάσσονται χωρίς καμιά αμφιβολία στο πλαίσιο της φανταστικής λογοτεχνίας. Προκειμένου να καταστεί απολύτως σαφές αυτό που υποστηρίζουμε, καλό θα ήταν να θυμηθούμε κάποια αποσπάσματα από τις δημιουργίες του. Στο πρώτο από τα σωζόμενα έργα του, τους «Πέρσες», το οποίο διαδραματίζεται στα Σούσα (την περσική πρωτεύουσα), ο χορός των Περσών γερόντων μιλώντας για τον αυτοκράτορα Ξέρξη λέει στους στίχους 95 έως 100 (απόδοση Τάσος Ρούσσος εκδ. Κάκτος), «με το βλέμμα σκοτεινό κοιτάζοντας, καθώς δράκοντας φονιάς τριγύρω, πολυκάραβος, πολύχερος και το άρμα το ασσυριακό κινώντας, σπρώχνει τοξοφόρον Άρη καταπάνω σε άντρες ξακουστούς κονταρομάχους», ενώ στους στίχους 113 έως 118 περιγράφει με εξαίρετο ύφος, το οποίο έχει επηρεάσει ανεξίτηλα τους μεταγενέστερους φανταστικούς λογοτέχνες, μια σκηνή την οποία αξίζει να θυμηθούμε, «κι έχουν μάθει στην πλατύδρομη τη θάλασσα, όταν την ασπρίζει η οργή του ανέμου, ν’ αντικρίζουνε τα δάση των κυμάτων». Τέλος, το πλέον χαρακτηριστικό σημείο του έργου είναι η εμφάνιση του φαντάσματος του βασιλιά Δαρείου. Καθίσταται έτσι ξεκάθαρο ότι οι «Πέρσες» αποτελούν αναμφισβήτητα ένα έργο το οποίο εντάσσεται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για τα υπόλοιπα έργα του σπουδαιότερου τραγικού. Στους «Επτά επί Θήβας» οι επικές σκηνές και οι καταπληκτικές περιγραφές που αποτελούν το βασικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό της φανταστικής λογοτεχνίας, συνεχίζουν να είναι παρούσες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στους στίχους 58 έως 63 όπου ο κατάσκοπος ενημερώνει τον βασιλιά Ετεοκλή λέγοντάς του, «διότι είναι κοντά πια πάνοπλος των Αργείων ο στρατός, σηκώνει κουρνιαχτό και τις πεδιάδες ο άσπρος αφρός που στάζει απ’ τα πλεμόνια των αλόγων τις μολύνει» (απόδοση Θ. Μαυροπούλου, εκδ. Ζήτρος), ενώ και τα μυθολογικά στοιχεία αποτελούν τη βάση του έργου, φτάνοντας στην πιο έντονη δυναμική τους όταν στο δεύτερο επεισόδιο και στους στίχους 413 έως 415 ο βασιλιάς των Θηβών Ετεοκλής αναφέρεται στην καταγωγή του πολεμιστή Μελάνιππου από το γένος των σπαρτών. Θα ήταν παράληψη ωστόσο να μην αναφερθούμε και στις «Ικέτιδες», που αποτελούν ένα έργο το οποίο βασίζεται στο μύθο της Αργείας Ιώς, που κυνηγημένη από τη ζήλια της Ήρας έφτασε στην Αίγυπτο και σε ένωσή της με το Δία γέννησε τον Έπαφο, ο οποίος έγινε ο γενάρχης του οικογενειακού κλάδου των πενήντα Δαναϊδων που ικετεύουν το βασιλιά του Άργους Πελασγό για προστασία από τους ισάριθμους γιους του Αιγύπτου. Πάντως, το πιο πολυσυζητημένο έργο του Αισχύλου είναι ο «Προμηθεύς Δεσμώτης», όπου μέσα σε μια επική ατμόσφαιρα παρουσιάζει τον ορυμαγδό της σύγκρουσης ορμητικών βουλήσεων και συμπαντικών δυνάμεων. Τέλος, η σωζόμενη τριλογία του που φέρει τον τίτλο «Ορέστεια», πέραν του ότι πρόκειται για ένα έργο με βαθιές φιλοσοφικές και πολιτικές προεκτάσεις το οποίο –σημειωτέον- καταλήγει σε μια εξασθένιση της πρωτογενούς αισχύλειας ορμητικότητας, δεν παύει να αποτελεί κι έναν σταθμό για τη φανταστική λογοτεχνία εφόσον μέσα από τους στίχους του ζωντανεύει ένα δικαστήριο ζωής ή θανάτου στο οποίο διαξιφίζονται άνθρωποι και θεοί.

Αφήνοντας τον Αισχύλο θα περάσουμε στο Σοφοκλή, για να συναντήσουμε και στα δικά του έργα τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεωρήσουμε ότι ένα λογοτεχνικό δημιούργημα εντάσσεται στο πλαίσιο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ξεκάθαρο χαρακτηριστικό φανταστικής λογοτεχνίας παρουσιάζεται στον «Οιδίποδα τύραννο» και μάλιστα με έναν τρόπο που θυμίζει πολύ τις εικόνες των νεωτέρων έργων φαντασίας και τρόμου, όταν στο τέταρτο στάσιμο του έργου ο Εξάγγελος, αφού έχει περιγράψει τον απαγχονισμό της Ιοκάστης, αναφέρεται στην αυτοτιμωρία του Οιδίποδα λέγοντας «..τέτοιες κατάρες εκστομίζοντας χτυπούσε με τις περόνες πολλές φορές κι όχι μια τα μάτια του. Αλλά συγχρόνως οι αιμόφυρτες κόρες του έβρεχαν τα γένια του και δεν έσταζαν μόνο υγρές σταγόνες αίματος, αλλά συγχρόνως χυνόταν μαύρη βροχή και χαλάζι βαμμένο στο αίμα» (απόδοση Ι. Μπάρμπας εκδ. Ζήτρος). Περνώντας στην επόμενη τραγωδία του που φέρει τον τίτλο «Τραχίνιαι» τον συναντάμε να καταπιάνεται με το πώς η Δηιάνειρα έδωσε στον άντρα της Ηρακλή τον δηλητηριασμένο μανδύα του κενταύρου Νέσσου. Πρόκειται για την τραγωδία με τα πλέον ισχυρά χαρακτηριστικά της φανταστικής λογοτεχνίας και διαθέτει αναφορές σε γεγονότα όπως εκείνο της μάχης του Ηρακλή με τον Αχελώο ποταμό για την καρδιά της Δηιάνειρας. Αλλά και στα υπόλοιπα έργα του, με χαρακτηριστικότερο αυτών το "Φιλοκτήτη", τα γνωρίσματα της φανταστικής λογοτεχνίας είναι έκδηλα.

Καθίσταται, λοιπόν, διαυγές ότι εντός των κλασικών έργων υπάρχουν ενεργητικές φανταστικές συμμετοχές των δημιουργών, ενώ το μυθολογικό υπόστρωμα και η καθαρή μορφική παρουσίαση είναι στοιχεία αναμφισβήτητα. Αντίθετα, αμφισβητήσιμη είναι η παρουσία του μηχανιστικού ορθολογισμού που ευαγγελίστηκαν οι κλασικιστές. Σε τελική ανάλυση, το γεγονός ότι αρχαία λογοτεχνικά έργα που έχουν χαρακτηρισθεί ως κλασικά αποτελούν δημιουργήματα που εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας, προκύπτει και από την εξής απλή διαπίστωση. Όπως είναι γνωστό τα έπη του Ομήρου, αλλά κι εκείνα του Ησιόδου και του Ορφέα, θεωρούνται κλασικά. Το ίδιο ισχύει και για την «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν είναι δυνατόν να υπάρξει κάποιος που, ακόμη κι αν αγνοήσει τα κριτήρια που προκρίνει αυτό το δοκίμιο, να θεωρήσει ότι τα εν λόγω έργα χαρακτηρίζονται κυρίως για την ορθολογικότητα και την αναλογία τους και όχι για την πληθωρική φαντασία των δημιουργών τους. Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική, εκτός κι αν πρόκειται για κάποιον που θα επιχειρήσει να προασπίσει κάποια ιδεοληψία στο όνομα της οποίας θα είναι, πιθανόν, στρατευμένος. Ειδάλλως, είναι βέβαιο πως από οποιαδήποτε σκοπιά κι αν διαβάσει κανείς τα παραπάνω έργα, θα αντιληφθεί άμεσα ότι τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι η πληθωρική φαντασία και ο δημιουργικός αυθορμητισμός. Είναι γεγονός ότι οι ήρωες των επικών ποιητών και των τραγωδιών αποτελούν τύπους ξένους προς εσωτερικές αντιφάσεις και πολύπλοκες υποκειμενικότητες, τύπους χωρίς ουσιαστικές διαφορές, τύπους με διαφορές χαρακτήρων και όχι μοναδικούς ανθρώπους με αντιφάσεις και συγκρουόμενους εσωτερικούς κόσμους, τύπους «αγαλματένιους», ακέραιους και όχι άπειρους κι ενδογενώς διασπασμένους. Όμως αυτή τους η ενότητα δεν τους απομακρύνει από τους κήπους της λογοτεχνίας του φανταστικού. Αυτό το κλασικό στοιχείο δεν έρχεται σε ρήξη με τα χαρακτηριστικά των ηρώων της φανταστικής λογοτεχνίας, το αντίθετο μάλιστα, αυτό το αγνό και αρχαίο κλασικό γεννήθηκε από τους κόλπους της φανταστικής λογοτεχνίας και εξακολουθεί να διακρίνει λογοτεχνικούς ήρωες της νεότερης και σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τον Κόναν του Χάουαρντ, τον Άραγκορν του Τόλκιν και τον Χόκμουν του Μούρκοκ. Συμπεραίνουμε έτσι ότι το αρχαίο κλασικό λογοτεχνικό πνεύμα όχι μόνο δεν αποτέλεσε κάτι ξένο και διαφορετικό από τη φανταστική λογοτεχνία αλλά αντιθέτως συνδέθηκε μαζί της άρρηκτα. Ο μεταγενέστερος κλασικισμός και οι νεώτερες απόψεις περί του κλασικού διαφοροποιήθηκαν από αυτήν.

Πριν ολοκληρωθεί η αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα, κρίνεται σκόπιμη η διασαφήνιση ότι πολλά έργα της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας αποτελούν κείμενα που αναφέρονται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα κι έχουν αξία ιστορικών αφηγήσεων, άσχετα του γεγονότος ότι διαπνέονται από έντονη φαντασιακή λογοτεχνική αύρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ομηρική Ιλιάδα. Το έπος αυτό παρουσιάζει το ιστορικό γεγονός του τρωικού πολέμου μέσα από τη φωνή ενός ποιητή που, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, χρησιμοποίησε τα φτερά της φαντασίας του, για να κάνει ένα αξεπέραστο ταξίδι στους πιο μαγικούς ουρανούς της λογοτεχνικής έμπνευσης. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η δημιουργικότητα της φανταστικής λογοτεχνίας δεν έρχεται απαραίτητα σε ολική σύγκρουση με την πραγματικότητα. Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ορισμένα έργα της φανταστικής λογοτεχνίας έχουν αξία θρησκευτικών κειμένων. Αποτελεί ακλόνητη πεποίθηση πολλών στοχαστών -και μεταξύ αυτών και του γράφοντος- ότι ο Μύθος δεν αποτελεί έκφραση αναλήθειας, αλλά περιγραφή μιας πραγματικότητας που βρίσκεται πέρα από τα μέτρα της απλής ανθρώπινης καθημερινότητας.

Το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται απ’ όλα τα παραπάνω είναι η ύπαρξη έργων της φανταστικής λογοτεχνίας, τόσο στα πλαίσια του πολιτισμού των αρχαίων προγόνων μας όσο και σε πολιτισμούς άλλων λαών. Η μυθολογία, η ενεργητική φανταστική συμμετοχή των δημιουργών και η καθαρότητα της μορφικής έκφρασης των έργων, αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά συστατικά των λογοτεχνικών αυτών δημιουργιών. Συστατικά τα οποία επιδεικνύουν διαχρονική ισχύ, όπως θα δούμε στη συνέχεια του κειμένου. Συνεπώς, από το παρόν δοκίμιο, προβάλλονται ως κριτήρια για την ένταξη των έργων στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας.

Εκείνο που μένει να απαντηθεί, πλέον, είναι το πότε έκλεισε ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας. Ξεκινώντας να προσεγγίζουμε την απάντηση θα πρέπει να σταθούμε αρχικά στη ρωμαϊκή εποχή. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, σε γενικές γραμμές, διατηρήθηκαν οι δομές της ελληνικής αντίληψης και κατ’ επέκταση συντηρήθηκαν τα κεκτημένα του κύκλου της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας, με έργα όπως η «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Η αναδιαμόρφωση που προκάλεσε η Ρώμη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και μεταξύ των άλλων επηρέασε την λογοτεχνία του φανταστικού, είχε τη ρίζα της όχι σε κάποια ισχυρή πολιτιστική της αδυναμία, αλλά στην κατακτητική πολιτική της υπόσταση και στην πολυεθνική κοινωνική της υφή. Η καταστάσεις αυτές, οδήγησαν με το πέρασμα του χρόνου σε διοικητική ανεπάρκεια, στον κλονισμό του κοινοτικού βίου και στην προβολή ενός κοσμοπολίτικού προτύπου ζωής. Το αίσθημα του ανήκειν σε μια συλλογική εθνική οντότητα μαράθηκε, πράγμα που είχε ως συνέπεια να ατονήσει η επαφή των ανθρώπων με τους μύθους και τις παραδόσεις τους. Οι προϋποθέσεις για τον μαρασμό της φανταστικής λογοτεχνίας και το κλείσιμο του πρώτου της κύκλου άρχισαν να γίνονται ευνοϊκές. Η γονιμοποίηση των προϋποθέσεων αυτών συντελέστηκε στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο μεσογειακό γίγνεσθαι κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια.

Ο νεοεμφανιζόμενος χριστιανισμός αποτέλεσε μια θρησκευτική πρόταση, η οποία μολονότι διατηρούσε αρκετά δάνεια από την αρχαιοελληνική σκέψη, δεν έπαυε να αποτελεί ένα παρακλάδι της εβραϊκής θρησκείας. Ως τέτοιο, διατηρούσε μια ιστορική και οργανική επαφή με την εβραϊκή θρησκευτική παράδοση και την Παλαιά Διαθήκη. Οι πρώτοι χριστιανοί, αντιμετωπίστηκαν άλλοτε με διαλλακτικότητα και άλλοτε με αυστηρότητα από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που απλωνόταν σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση εκείνη την εποχή. Οι ίδιοι, εκφράζοντας το Ευαγγέλιο μέσα από την Αποστολική δράση, πρόβαλλαν μια διεθνιστική αντίληψη και, αντίθετα από την πλειοψηφία των Εβραίων που παρέμειναν πιστοί στο μωσαϊκό νόμο και στην ιερατική τους παράδοση, δέχτηκαν με χαρά τους εθνικούς ανάμεσα στους κόλπους της χριστιανικής εκκλησίας. Η αποδοχή Ευρωπαίων χριστιανών είχε μια συνέπεια. Οι νέοι πιστοί θα έπρεπε να αποκηρύξουν την παλιά τους θρησκεία. Με αυτήν, όμως, ήταν συνδεδεμένο και το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας παράδοσης. Έτσι, η εξέλιξη αυτή επέφερε μια αλλαγή στα πολιτισμικά δεδομένα της γηραιάς ηπείρου. Όταν οι ιστορικές συγκυρίες έκαναν τον χριστιανισμό να εξαπλωθεί σε πολύ μεγάλα τμήματα του ευρωπαϊκού πληθυσμού, η αρχαία παράδοση δέχτηκε το πιο ισχυρό πλήγμα. Όπως γίνεται κατανοητό, κάθε πλήγμα που δεχόταν η αρχαία παράδοση, αποτελούσε και πλήγμα για την αρχαία φανταστική λογοτεχνία.

Οι χριστιανοί όταν ενισχύθηκαν, είτε λόγω του ότι δεν είχαν απελευθερωθεί ολοκληρωτικά από την επιρροή της εβραϊκής θρησκείας, είτε γιατί στην πορεία τους προς την εξάπλωση του δόγματός τους συνάντησαν την αντίσταση των εναπομεινάντων εθνικών που τους πείσμωσε περισσότερο, τήρησαν μια πολύ σκληρή γραμμή κατά της αρχαίας ευρωπαϊκής παράδοσης. Η τελική επιβολή του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας από το ρωμαϊκό κράτος, έδωσε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που είχαν ιουδαϊκές καταβολές στον τρόπο σκέψης και δράσης τους, όπως για παράδειγμα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α΄, να εφαρμόσουν έναν ανηλεή διωγμό κατά της αρχαίας ελληνικής και ευρωπαϊκής κληρονομιάς. Μοιραία, κάτω από αυτές τις συνθήκες, το πνεύμα του αρχαίου κόσμου μετατράπηκε σε συντρίμμια και μέσα στα συντρίμμια αυτά μπορούμε να ανιχνεύσουμε το τέλος του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας.

Αυτό βέβαια, δε σημαίνει ότι έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού έπαψαν να δημιουργούνται οριστικά. Τρανά παραδείγματα, ο Νόννος και η επική του εξιστόρηση που έφερε τον τίτλο «Διονυσιακά» (στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και τα τρία άλλα έργα του Νόννου που ήταν η «Γιγαντομαχία», η «Παράφραση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου» και τα «Βασσαρικά»), η οποία αποτέλεσε και μια από τις τελευταίες ίσως εκφράσεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, η «Αποκάλυψη» του Ευαγγελιστή Ιωάννη, που γράφτηκε περίπου τριακόσια χρόνια νωρίτερα, αποτελώντας εκτός από σπουδαίο θεολογικό κείμενο, ένα εκπληκτικό έργο φανταστικής λογοτεχνίας, η «Γιγαντομαχία» και η «Αρπαγή της Περσεφόνης» του Λατίνου ποιητή από την Αλεξάνδρεια Κλαυδίου Κλαυδιανού που γράφτηκαν στο μεταίχμιο του 4ου με τον 5ο αιώνα μ.Χ, αλλά και τα φανταστικά διηγήματα του Λουκιανού, ο οποίος παρότι υπήρξε ρεαλιστής, άκαμπτος ορθολογιστής και στοχαστής που αντιμετώπισε με ειρωνική διάθεση την αρχαιοελληνική θρησκεία, την παράδοση και τη μυθολογία, προκειμένου να εκφράσει τις ιδεολογικές του θέσεις χρησιμοποίησε μεταξύ των άλλων και τις δυνατότητες της επικής λογοτεχνίας, με αποτέλεσμα να αφήσει ως κληρονομιά δυο εξόχως ενδιαφέροντα κωμικά έργα επικού χαρακτήρα, τα «Αληθή διηγήματα Α και Β» και ορισμένα ακόμη κείμενα φανταστικής λογοτεχνίας, όπως τα «Κατάπλους ή Τύραννος» και «Χάρων ή Επισκοπούντες». Τα εν λόγω διηγήματα μπορεί να παρωδούν τον ευφάνταστο χαρακτήρα προγενέστερων συγγραφέων και κυρίως ιστορικών, καθώς επίσης και να στηλιτεύουν αρχαίες ελληνικές συνήθειες και παραδόσεις, αλλά αν τα εξετάσουμε ως αυτόνομα κείμενα θα διαπιστώσουμε ότι αποτελούν κωμικά έπη ηρωικής φαντασίας, που εντάσσονται αδιαμφισβήτητα στην ολότητα της φανταστικής λογοτεχνίας και αποτελούν, αν μας επιτραπεί η αντιστοίχιση, αρχαίους προγόνους, σύγχρονων παρόμοιων έργων, όπως είναι λόγου χάρη τα «Χρονικά του Ίλμορ» του Ν. Λ. Στόουν.

Ωστόσο, εκτός από τις επιμέρους εξαιρέσεις, οι νέες εξελίξεις οδήγησαν στον μαρασμό του αρχαίου πνεύματος, κομμάτι του οποίου αποτέλεσε και ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας. Δεν είμαστε πάντως σε θέση να υποδείξουμε με ακρίβεια ποια ήταν η στιγμή που έκλεισε ο πρώτος φανταστικός λογοτεχνικός κύκλος. Κι αυτό γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχει συγκεκριμένη στιγμή. Το κλείσιμο του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας βασίστηκε σε πολιτισμικές ζυμώσεις και ιστορικές αλλαγές που κράτησαν πολλά χρόνια. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι από το 50 μ.Χ κι έπειτα, το πνεύμα της αρχαιότητας άρχισε να υποχωρεί μαζί με όλα τα παρεπόμενά του. Τον τέταρτο αιώνα μ.Χ η αλλαγή των πολιτισμικών σταθερών είχε ολοκληρωθεί. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα δυνάμεθα να εντοπίσουμε το τέλος του πρώτου φανταστικού κύκλου. Τα διάφορα φανταστικά λογοτεχνικά έργα που δημιουργήθηκαν, όπως ήταν για παράδειγμα η «Αποκάλυψη», τα «Αληθή διηγήματα» και τα «Διονυσιακά», κράτησαν τη φλόγα της φανταστικής λογοτεχνίας αναμμένη και η λειτουργικότητά τους έγκειται στο ότι αποτέλεσαν συνδέσμους του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας με τον επόμενο, ο οποίος χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί αιώνες για να συγκροτηθεί και να ανέλθει στο ιστορικό προσκήνιο των πολιτιστικών δρώμενων.

1) Στη λογοτεχνία του φανταστικού η εικόνα της τελικής δημιουργίας που παρουσιάζεται στο κοινό μπορεί να είναι είτε διαυγής και απόλυτα συγκεκριμένη (όπως για παράδειγμα στην πλειοψηφία των λογοτεχνικών έργων από τον Όμηρο και τον φον Έσενμπαχ μέχρι τον Χόφμαν και τον Χάουαρντ) είτε σκοτεινή και δυσνόητη στην πρώτη ανάγνωση (πράγμα που συμβαίνει αποκλειστικά σε κάποιες δημιουργίες της εποχής του ρομαντισμού, όπως λόγου χάρη στα ποιήματα του Χέλντερλιν, του Μπλέικ και άλλων). Στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και δεν υπάρχει αμφιβολία για την ισχύ του τρίτου κριτηρίου. Στην δεύτερη, όμως, παρόλο που ουσιαστικά ισχύει ότι ακριβώς ισχύει και για την πρώτη, υπάρχει μια ασάφεια που ίσως δώσει την ευκαιρία σε κάποιους να αμφισβητήσουν το κατά πόσο ισχύει το τρίτο κριτήριο. Απαντώντας στις όποιες πιθανές αμφισβητήσεις, δηλώνουμε ότι ακόμη και στις περιπτώσεις όπου κάποια κείμενα του πεδίου, που σε τούτο το δοκίμιο ορίζουμε ως φανταστική λογοτεχνία, είναι δυσνόητα και σκοτεινά, αυτό συμβαίνει γιατί οι δημιουργοί τους μέσω των λογοτεχνικών κειμένων αυτών μας αποκαλύπτουν τις μυστικιστικές συλλήψεις της εσωτερικής κοσμογονίας που συντελείται στον πυρήνα του Εγώ τους, οι οποίες όμως αντλημένες καθώς είναι από τα απύθμενα βάθη της ψυχής, δεν μπορούν εύκολα να εκφραστούν μέσα από τις λέξεις και τις φράσεις της συμβατικής γλώσσας. Η μορφική παρουσίαση του έργου δηλαδή, έχει όση καθαρότητα μπορεί να της δώσει η γλώσσα και η επεξεργασία της συνείδησης. Απλά, τα εργαλεία αυτά, αδυνατούν να προσφέρουν κάτι πιο καθαρό και αρκούνται στην προσφορά των υποβλητικών και σκοτεινών αυτών σχημάτων. Η συγκεκριμένη κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από την εσκεμμένη αοριστία των φράσεων και των μορφών που επιτυγχάνει μέσα από διάφορα λογοτεχνικά τεχνάσματα ο Μοντερνισμός. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό που θέλουμε να πούμε, θα ήταν ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε εκείνο που πολύ εύστοχα είχε παρατηρήσει ο Διονύσιος Σολωμός την εποχή που είχε επηρεαστεί από την φανταστική λογοτεχνία μέσω του γερμανικού ρομαντισμού και το οποίο υποστήριζε ότι άλλο πράγμα είναι η σκοτεινότητα της ποίησης και άλλο η αοριστία των φράσεων. Στην περίπτωση της φανταστικής λογοτεχνίας ισχύει η σκοτεινότητα της ποίησης. Η εν λόγω ποίηση καταλήγει ως τέτοια (ως σκοτεινή δηλαδή) στο βλέμμα του αναγνώστη ακολουθώντας τη διάθεση του δημιουργού για συγκεκριμένη μορφική παρουσίαση, η οποία (διάθεση) όμως, δεν είναι αρκετή για να παρουσιάσει ένα πιο ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Η υποβολή, το δυσνόητο του κειμένου και η γενικότερη «ομίχλη» που σκεπάζει αυτά τα έργα, δημιουργείται αυθόρμητα μέσα από μια «εσωτερική» παραγωγική βούληση. Αντίθετα, στα ρεύματα της πρωτοπορίας και στον μοντερνισμό προϋπάρχει η συνειδητή (η λογικά αποφασισμένη, η ηθελημένη και στοχευόμενη δηλαδή) επιλογή των δημιουργών για ένα αποτέλεσμα μορφικά απροσδιόριστο. Αυτός είναι και ένας από τους πολλούς λόγους που μας κάνουν να αφήνουμε τον μοντερνισμό και την πρωτοπορία εκτός του πεδίου που καλύπτει η λογοτεχνία του φανταστικού.

Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες φιλολογικές αναλύσεις που επιχειρώντας να ορίσουν το πεδίο της νεωτερικής ποίησης, συνδέουν τα ρομαντικά με τα μοντερνιστικά ποιήματα. Ωστόσο οι εκφραστές της αντίληψης αυτής δίνουν μονομερή έμφαση στις τεχνικές κατασκευής των έργων και όχι στην ουσία τους, εμμένοντας σε μια περισσότερο φιλολογική -και όχι ποιητική- αντίληψη των πραγμάτων, με αποτέλεσμα να προβάλλουν τεχνικά χαρακτηριστικά όπως ο ελεύθερος στίχος, η μη ύπαρξη στροφών σταθερής μορφής, ο πεζόμοφος χαρακτήρας του ποιήματος, το ζωντάνεμα της ποιητικής γλώσσας, το δυσνόητο ύφος και ο μη καθαρός νοηματικός ειρμός, προκειμένου να «τοποθετήσουν» το ρομαντισμό και το μοντερνισμό στο ίδιο πεδίο. Παραβλέπουν, όμως, ότι για να καταλήξουν σε αυτό το αποτέλεσμα, τα ρομαντικά και τα μοντερνιστικά ποιήματα ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και διανύουν διαφορετικές πορείες. Αλλά και ως τελικά αποτελέσματα είναι εξόφθαλμο ότι διαφέρουν πάρα πολύ. Ως απόδειξη αυτού θα παραθέσουμε ένα σύντομο παράδειγμα βασισμένο στη σύγκριση δυο χαρακτηριστικών ρομαντικών ποιητικών αποσπασμάτων κι δυο μοντερνιστικών.


«Βραδινή Φαντασία», του Φρ. Χέλντερλιν

Μπρος στην καλύβα του ήσυχος κάθεται, στον ίσκιο,
ο ζευγάς, -το τζάκι του, στην εγκρατή, καπνίζει.
Ηχεί φιλόξενα το βραδινό σήμαντρο, μέσα
στο ειρηνικό χωριό, στον οδοιπόρο.
Τώρα, γυρνούνε πια και τα καράβια στα λιμάνια,
σε πόλεις μακρινές, ο πολυάσχολος της αγοράς βόμβος
θροΐζει φαιδρός, στην έρημη σκιανάδα λάμπει
το συντροφικό δείπνο των φίλων.

Που πάω, λοιπόν, εγώ; Από μισθό και δουλειά ζούνε
οι θνητοί εναλλάσσοντας κούραση και ξεκούραση, όλα
χαρούμενα είναι, γιατί, λοιπόν, κοιμάται
το κεντρί μες στο δικό μου στήθος μόνο;

Στον βραδινό ουρανό μι’ άνοιξη ανθίζει, ανθούνε
αμέτρητα τα ρόδα κι ο χρυσός κόσμος μοιάζει
ήσυχος, ω πορφυρά νέφη, πάρετέ με
εκεί! και θά ’θελα, εκεί πάνω,

σ’ αέρα και φως, ο έρως κι ο πόνος μου να διαλυθούνε!-
Μα, σαν διωγμένη από τρελή ικεσία, φεύγει
η μαγεία, σκοτεινιάζει και μονάχος,
κάτω από τον ουρανό ’μαι, καθώς πάντα-

Έλα, γλυκό μισοϋπνι, τώρα! Πολλά ’ναι κείνα
που επιθυμεί η καρδιά, στο τέλος, όμως, ω Νεότης
φλέγεσαι, ανήσυχη, ονειροπολούσα!
Το γήρας ειρηνικό και χαρούμενο είναι τότε.
(μετάφραση Άρης Δικταίος, εκδόσεις Αιγόκερως).

Απόσπασμα από το «Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης», του Γουίλιαμ Μπλέικ.

Η αρχαία παράδοση πως ο κόσμος θα ριχτεί στο πυρ το εξώτερο
σε έξι χιλιάδες χρόνια είναι αληθινή, σύμφωνα με όσα άκουσα στην Κόλαση.
Γιατί το χερουβείμ με την πύρινη ρομφαία του θα λάβει σε λίγο εντολή
να πάψει να φρουρεί το Δέντρο της Ζωής και μόλις το πράξει, η πλάση
ολόκληρη θα αναλωθεί στην φωτιά και θα φανεί άπειρη και ιερή, ενώ τώρα
φαίνεται πεπερασμένη και διεφθαρμένη.
Αυτό θα συμβεί αν καλλιεργηθούν οι απολαύσεις των αισθήσεων…
(μετάφραση Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις Νεφέλη).

Απόσπασμα από ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου.

«Πέρα από το στέαρ της κυπελλοφόρου αμάξης, ο ουρανός της
έγινε σαν μάτι μυρμηκιώντος κόμπου
και χωρίς κόπο και χωρίς καπίστρι,
επανέρχεται μαζί μας ο ζυμωτής
των μεμακρυσμένων φόνων…»

Απόσπασμα από το ποίημα « Karawane» του Hugo Ball, που θα σας παρουσιάσω αμετάφραστο, γιατί είναι απλά φωνητικό, χωρίς νόημα και συνεπώς, δεν έχει νόημα η μετάφραση.

«..Hollaka hollala
anlogo bung
blago bung
blago bung
bosso fataka
ϋ ϋϋ ϋ
schampa wulla wussa όlobo…»

Όπως βλέπουμε και τα τέσσερα ποιήματα παρουσιάζουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά που προαναφέραμε. Ωστόσο γίνεται ξεκάθαρο ακόμη και στα μάτια κάποιου που δεν έχει ασχοληθεί με τη λογοτεχνία ότι τα δυο πρώτα εκφράζουν μια πνοή εντελώς άσχετη από αυτή των δυο επόμενων. Ο μυστικισμός, η σκοτεινότητα και η ονειρική σύλληψη που χαρακτηρίζουν τα δυο ρομαντικά ποιήματα που προηγούνται, συνιστούν κάτι το εντελώς διαφορετικό από την επιτηδευμένη μορφική χαλαρότητα που επιδεικνύει το τρίτο ποίημα το οποίο εκφράζει τον σουρεαλισμό και την, πρόσθετη σε αυτήν, νοηματική ανυπαρξία του τέταρτου που αποτελεί δείγμα του ντανταϊσμού.

Επίσης, καθίσταται εμφανές ότι τα δυο ρομαντικά ποιήματα ανταποκρίνονται στα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Η μυθολογία όπως την ορίσαμε ως κριτήριο είναι παρούσα, τόσο στο πρώτο ποίημα με τον χαρακτήρα της δραματικής και ονειρικής σύλληψης της πραγματικότητας (με κορύφωση την τέταρτη στροφή), όσο και στο δεύτερο με τη μορφή του θρησκευτικού μυστικισμού. Υπάρχει επίσης ενεργητική συμμετοχή των δημιουργών. Στο πρώτο ποίημα είναι δεδομένη και αυτονόητη αφού σε όλες τις ονειρικές συλλήψεις της πραγματικότητας υπάρχει συνακόλουθη ενεργητική συμμετοχή, ενώ στο δεύτερο εκφράζεται μέσα από την προσωπική έκφραση του θρησκευτικού μυστικισμού του ποιητή. Για την καθαρότητα της μορφικής παρουσίασης, τέλος, ισχύουν τα όσα έχουμε αναφέρει στις προηγούμενες παραγράφους της παραπομπής.

Ενώ για τα δυο ρομαντικά ποιήματα ισχύουν όλα τα παραπάνω, για τα μοντερνιστικά δεν ισχύει τίποτε από αυτά. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, δεν ισχύει το πρώτο και το τρίτο κριτήριο. Ενεργητική συμμετοχή των ποιητών υπάρχει αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μας αφορά σε σχέση με το τι είναι η φανταστική λογοτεχνία και δεν αρκεί για να εντάξει τα συγκεκριμένα έργα στην ολότητά της.

Τίθεται τώρα το ερώτημα, τι γίνεται αν κάποιο έργο μοντερνιστή λογοτέχνη εκπληρώνει και τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Νομίζω πως η απάντηση είναι σαφώς θετική. Εννοείται πως ένα τέτοιο έργο αποτελεί μέρος του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο για το σύνολο των έργων του μοντερνισμού.

Σίγουρα το παράδειγμα είναι σύντομο αλλά πιστεύουμε ότι συνάμα είναι και αρκετό για να κάνει κατανοητό αυτό που υποστηρίζουμε.

2) «Τα ορφικά» Εκδόσεις εγκυκλοπαίδειας Ηλίου, μεταφρ. Σπύρου Μαγγίνα.

3) Λουκιανός, Φιλοψευδής ή απιστών εκδ. Πατάκη.


Σταμάτης Μαμούτος
Απόφοιτος Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Πειραιά,
Απόφοιτος Ελευθέρου Πανεπιστημίου της Στοάς του βιβλίου
(σειρά μαθημάτων για τη λογοτεχνία: Από τον
ρομαντισμό στον μεταμοντερνισμό-οι περιπέτειες
του λογοτεχνικού θεσμού)
Φοιτητής Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης.
Πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008



ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
του Σταμάτη Μαμούτου

Τί είναι τελικά η φανταστική λογοτεχνία; Ένα λογοτεχνικό είδος που αναπτύχθηκε τον τελευταίο αιώνα ή μήπως πρόκειται για την αρχαιότερη λογοτεχνική έκφραση; Υπάρχουν χαρακτηριστικά που μπορούν να την καταστήσουν αντιληπτή ως ενιαία λογοτεχνική πρόταση ή αποτελεί ένα σύμπλεγμα διαφορετικών λογοτεχνικών ρευμάτων; Είναι αυτό που ορισμένοι αποκαλούν υποτιμητικά «παραλογοτεχνία» ή, τελικά, εντός των πλαισίων της μπορεί να αναζητήσει κανείς τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών; Ποια η σχέση της με τον Ρομαντισμό; Διατηρεί σημεία επαφής με τον Μοντερνισμό και τα κινήματα της Πρωτοπορίας;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα έχουν απασχολήσει πολλούς φίλους της φανταστικής λογοτεχνίας. Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ (Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας) θεωρώντας ως κύριο μέλημά της τη συζήτηση και την ουσιαστική ανάλυση του φαινομένου της φανταστικής λογοτεχνίας, από την πρώτη κιόλας στιγμή της ίδρυσής της κατέθεσε τις σχετικές θέσεις της μέσα από την Ιδρυτική της Διακήρυξη. Το δοκίμιο του Σταμάτη Μαμούτου που ακολουθεί είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη και εκφράζει τις θέσεις αυτές. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύεται το πρώτο μέρος του δοκιμίου, το οποίο, αφού παρουσιάζει τα κριτήρια που σύμφωνα με τη λέσχη καθιστούν ένα λογοτεχνικό έργο μέρος του Όλου της φανταστικής λογοτεχνίας, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα αν υπήρχαν έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού στην αρχαιότητα. Στα αποσπάσματα που θα δημοσιευθούν στα επόμενα τεύχη θα δοθεί έμφαση στη μεσαιωνική, στη ρομαντική και στη νεότερη φανταστική λογοτεχνία, αντίστοιχα.


I

Αν αποφάσιζα κάποια στιγμή να ανασύρω από τη μνήμη μου τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θυμάμαι τον εαυτό μου να εμπλέκεται σε συζητήσεις που αφορούσαν τη φανταστική λογοτεχνία είναι σίγουρο ότι στο τέλος θα έχανα το λογαριασμό. Το ίδιο θα συνέβαινε κι αν επιχειρούσα να μνημονεύσω πόσες φορές έχω παρακολουθήσει με προσοχή ομιλητές, αλλά και έχω διαβάσει συγγραφείς ή κριτικούς, να εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο, η πρώτη κιόλας προσπάθεια εκτίμησης του κατά πόσο έχω καλυφθεί από τα όσα έχω ακούσει και διαβάσει, ήταν αρκετή για να με οδηγήσει αυτομάτως σε μια εύκολη διαπίστωση. Η διαπίστωση αυτή συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι το μοναδικό ίχνος, που έχουν αφήσει στη μνήμη μου όλες οι σχετικές συζητήσεις και αναγνώσεις, είναι η θύμηση μιας ασύμμετρης και άναρχης συμπλοκής απόψεων, η οποία δεν κατέληξε σε κάποιο ικανοποιητικό συμπέρασμα.

Δεν ισχυρίζομαι, βέβαια, ότι τα όσα άκουσα και διάβασα ήταν ολοσχερώς άστοχα. Το αντίθετο μάλιστα, τα περισσότερα εμπεριείχαν ισχυρές δόσεις αλήθειας. Αυτό, όμως, ήταν και το μειονέκτημά τους. Το ότι περιορίζονταν δηλαδή, σε πεδία μικρής εμβέλειας, αδυνατώντας –πεισματικά ενίοτε- να αντιληφθούν, τόσο την ευρύτητα του θέματος με το οποίο καταπιάνονταν (της φανταστικής λογοτεχνίας δηλαδή), όσο και την οργανική συνοχή των επιμέρους τμημάτων του που απομόνωναν.

Οι περισσότερες από τις προσπάθειες κατανόησης της φανταστικής λογοτεχνίας που επιχειρήθηκαν μέχρι σήμερα, εξαντλήθηκαν σε μια απλή περιγραφή της ζωής και του έργου κάποιων λογοτεχνών. Οι πιο επιτυχημένες από αυτές, απλώς δοκίμασαν να εισέλθουν σε ένα πιο βαθύ επίπεδο κατανόησης της δημιουργικής δυναμικής ορισμένων εξ αυτών (των λογοτεχνών). Δεν αντιμετώπισαν, δηλαδή, την φανταστική λογοτεχνία ως μια λογοτεχνική ενότητα με συγκεκριμένη ιστορική διάσταση, αλλά προτίμησαν να εξάγουν συμπεράσματα για αυτήν μέσα από την εξέταση μεμονωμένων λογοτεχνών, και μάλιστα, συνήθως, μόνο της νεώτερης εποχής. Υπό αυτές τις συνθήκες, νομίζω ότι καθίσταται εμφανές πως τα συμπεράσματα τέτοιων προσεγγίσεων δεν ήταν αρκετά για να βοηθήσουν τον εκάστοτε αναγνώστη να αντιληφθεί σε ικανοποιητικό βαθμό το τι είναι τελικά η φανταστική λογοτεχνία. Μπορεί να παρείχαν κάποιες χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με ορισμένους λογοτέχνες, αλλά ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να προσφέρουν μια ικανοποιητική πρόταση για το σύνολο της φανταστικής λογοτεχνίας, εφόσον αγνόησαν εξαρχής την πιο βασική έννοια της οποιασδήποτε λογοτεχνικής θεώρησης, δηλαδή την ιστορικότητα. Ακόμη και όταν κάποιες παράλληλες μελέτες που αφορούσαν το έργο μεμονωμένων λογοτεχνών συγκεντρώνονταν (και εκδίδονταν) σε κάποιο ενιαίο τόμο, μπορεί να προσέφεραν μια γενική πληροφόρηση πάνω στο έργο και τη ζωή των δημιουργών που παρουσίαζαν, αδυνατούσαν όμως να ορίσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνταν οι παρουσιαζόμενοι λογοτέχνες. Κι όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, όταν το γενικό πλαίσιο αναφοράς είναι αόριστο και ασαφές, μπορεί εύκολα να κλονιστεί το πεδίο πάνω στο οποίο πραγματοποιείται η συζήτηση. Συνεπώς, μια βαθύτερη και πιο ουσιαστική προσέγγιση του θέματος καθίσταται αναγκαία. Θα μπορούσε βέβαια, στο σημείο αυτό να μου απαντήσει κάποιος καλόπιστος αναγνώστης, ότι το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας μπορεί να ήταν και να είναι αόριστο, ωστόσο όλοι είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε σε γενικές γραμμές τα πλαίσιά του, έστω και σιωπηρά. Ωστόσο, μια τέτοια θέση δεν θα μπορούσε επουδενί να με εφησυχάσει. Γιατί η φανταστική λογοτεχνία αποτελεί ένα πεδίο με έντονη και πολυσχιδή εκφραστικότητα, η οποία δύναται να κλονίσει με απίστευτη ευκολία την οποιαδήποτε σιωπηρή βεβαιότητα.

Υπήρξαν πάντως και ορισμένες προσπάθειες να εξετασθεί η φανταστική λογοτεχνία σε ιστορικό βάθος. Κάποιες ήταν σχετικά αξιόλογες, ενώ άλλες εκνευριστικά απογοητευτικές. Αμφότερες, πάντως, εξάντλησαν τη δυναμική τους σε μια λεπτομερειακή εγκυκλοπαιδική παράθεση λογοτεχνικών ονομάτων και ελαφρώς σχολιασμένων τίτλων, χωρίς να δοκιμάσουν να αντιληφθούν, αν ήταν όντως δυνατό να χωρέσουν όλοι αυτοί οι συγγραφείς και οι τίτλοι στο ίδιο πεδίο, και κυρίως, δίχως να προσδιορίσουν τα κριτήρια που τους έκαναν να εντάξουν τα έργα αυτά στην έρευνά τους.

Η κατάσταση που περιγράφουμε φέρνει σαφέστατα τον κάθε έμπειρο αναγνώστη σε θέση να αντιληφθεί ότι το βασικό μειονέκτημα των προαναφερθέντων προσεγγίσεων είναι η «ερασιτεχνική» τους δυναμική. Καθιστά δηλαδή σαφές, πως η φανταστική λογοτεχνία στην Ελλάδα (αλλά και γενικότερα) διαθέτει περιγραφές, όμως όχι και θεωρία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ανιχνεύεται και ο στόχος του συγκεκριμένου δοκιμίου. Στη δημιουργία, δηλαδή, μιας θεωρίας που να οριοθετεί τη φανταστική λογοτεχνία, να αναδεικνύει τον οργανικό της χαρακτήρα και να ιχνηλατεί την ιστορική ενότητά της μέσα στον χρόνο.

Έχοντας κατά νου όλα αυτά και θέλοντας να παρουσιάσω μια πραγματικότητα υπαρκτή, μα και συνάμα δυσνόητη όπως φαίνεται τελικά, αποφάσισα να καταπιαστώ με τη συγγραφή του συγκεκριμένου δοκιμίου. Στοχασμοί που αρθρώθηκαν πάνω στις σχέσεις διαφόρων φανταστικών λογοτεχνικών εκφράσεων, όπως για παράδειγμα εκείνων του Ρομαντισμού και αυτών της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας, αποτέλεσαν κάποιες από τις αφετηρίες της συλλογιστικής του κειμένου. Προτού, όμως, φτάσει η στιγμή για μια αναλυτική προσέγγιση των επιμέρους λογοτεχνικών εκφράσεων, είχε τεθεί το πλέον βασικό ερώτημα. Τι ακριβώς εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην φανταστική λογοτεχνία; Η πιο απλή απάντηση θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η φανταστική λογοτεχνία είναι το πεδίο εκείνο, εντός των πλαισίων του οποίου υπάρχουν όλες οι λογοτεχνικές δημιουργίες που έχουν ως βασικό δημιουργικό συστατικό τους την φαντασία. Αυτή είναι και η εκτίμηση που έχει γίνει αποδεκτή από το μεγαλύτερο, ίσως, μέρος των ανθρώπων που ασχολούνται με τη λογοτεχνία του φανταστικού στις ημέρες μας. Ωστόσο, στο κείμενο αυτό θα αναπτυχθεί μια διαφορετική προσέγγιση. Γιατί, ενώ από τη μία οι περισσότεροι αναγνώστες είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ότι το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας αναδεικνύεται μέσα από μια ιστορική συνέχεια, από την άλλη γινόμαστε συχνά μάρτυρες λανθασμένων, για να μην πω εξωφρενικών, προσεγγίσεων, που τοποθετούν στα πλαίσια του πεδίου αυτού, τον Όμηρο με τους σουρεαλιστές ή ακόμη και τον Τόλκιν με τους σουρεαλιστές και τους μοντερνιστές γενικότερα. Η ύπαρξη της φαντασίας ως βασικού στοιχείου της λογοτεχνίας των μεν και των δε είναι δεδομένη, όμως, οι δημιουργίες τους είναι τόσο διαφορετικές, που κάνουν να φαντάζει άστοχη και ανούσια μια προσέγγιση η οποία τους τοποθετεί όλους ανεξαιρέτως στον ίδιο χώρο. Εξάλλου, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να απλώσει ακόμη περισσότερο τα όρια του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβάνοντας εντός του συγγραφείς ρεαλιστές και νατουραλιστές, εφόσον ακόμη και αυτοί, μολονότι δημιουργούν βασιζόμενοι στα πρότυπα της πραγματικότητας, είναι πασιφανές ότι στη διαδικασία δόμησης των έργων τους ενεργοποιούν την προσωπική τους φαντασία, μιας και οι λογοτέχνες δεν είναι ούτε ιστορικοί ούτε δημοσιογράφοι για να παρουσιάζουν ακατέργαστη την πραγματικότητα. Καταλήγουμε έτσι λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η φαντασία ως λογοτεχνικό χαρακτηριστικό δεν αρκεί από μόνη της για να αναδείξει τη διαχρονική ύπαρξη ενός συνόλου, όπως αυτού που αποκαλούμε φανταστική λογοτεχνία. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον κριτήρια, πάνω στα οποία θα καταστεί δυνατή η άρθρωση της υπόστασης του πεδίου της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Τα κριτήρια που προκρίνει το κείμενο αυτό είναι τρία και πάνω στη βάση ανάλυσης που δημιουργούν, γίνεται δυνατή η πλέον ουσιαστική και συγκεκριμένη, κατά την εκτίμησή μου, προσέγγιση της φανταστικής λογοτεχνίας. Μέσα από την ανάλυση που προκύπτει υπό από αυτά τα δεδομένα, το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας οριοθετείται σε περιοχές που εμπεριέχουν δημιουργίες, οι οποίες εντάσσονται αρμονικά σε ένα ομοιογενές ιστορικό σύνολο. Την ιστορική συνέχεια και την οργανική ενότητα των έργων του φανταστικού λογοτεχνικού συνόλου θα μπορούσαμε να την σχηματοποιήσουμε με την εικόνα μιας αλυσίδας στην οποία ξεχωρίζουν τέσσερις ισχυροί κρίκοι. Τέσσερις, δηλαδή, κύκλοι της φανταστικής λογοτεχνίας, οι οποίοι ενώνονται μεταξύ τους, σε ορισμένες περιπτώσεις με ενδιάμεσους συνδέσμους και άλλοτε απευθείας. Προτού όμως, αναφερθούμε με λεπτομέρειες στην ιστορική διαδοχή της πολιτιστικής αυτής πορείας, θα ήταν σωστό να επαναλάβουμε ότι η θεματική διαίρεση των λογοτεχνικών εκφράσεων αποτελεί μια απίστευτα δύσκολη και πολλές φορές αμφιβόλου αρτιότητας προσπάθεια. Επίσης, είναι σαφέστατα αντιληπτό το γεγονός ότι οι πάσης φύσεως ιδεότυποι, στα επίπεδα των ακραίων ορίων τους, εκεί δηλαδή που διαχωρίζουν τα διάφορα πεδία, μπορεί να παρουσιάζουν κάποιο βαθμό ρευστότητας. Τούτο καθιστά αναγκαία την υπενθύμιση ότι κάθε ιδεότυπος είναι χρήσιμος προκειμένου να οριοθετήσει πεδία με χαρακτηριστικά, σε γενικές γραμμές, κοινά αποδεκτά, η αναγνώριση των οποίων (πεδίων) θα συμβάλει στην ανάπτυξη ορισμένων επιμέρους προβληματισμών. Ο λειτουργικός ιδεότυπος δηλαδή, είναι εκείνος που καταφέρνει να δημιουργήσει μια κοινά αποδεκτή βάση για την ανάπτυξη προβληματισμών και το συγκεκριμένο δοκίμιο στοχεύει ακριβώς σε αυτό, θεωρώντας ως πιθανό κάποιες λεπτομέρειες της πραγματικότητας να διαφεύγουν από τις οριοθετήσεις του. Από την άλλη, όμως, δεν είναι ορθό, οι ενδοιασμοί που δημιουργούνται να απομακρύνουν το αντικείμενο της μελέτης από τη ματιά του παρατηρητή, όταν μάλιστα υπάρχουν ενδείξεις που ενδυναμώνουν την πεποίθηση ότι η επιχειρούμενη προσπάθεια κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε τελική ανάλυση η ίδια η ύλη της μελέτης μας, άσχετα από τις δικές μας προθέσεις, τοποθετημένη στη βάση ανάλυσης των τριών κριτηρίων που έχουν δημιουργηθεί, επιβάλει την παρουσία των διαδοχικών μονάδων που σημειώνουν την παρουσία τους στο πέρασμα του χρόνου και τις οποίες το κείμενο αυτό καταγράφει. Με βάση αυτά τα δεδομένα, θα ξεκινήσουμε την προσπάθεια ανάδειξης του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας και ανάλυσης των επιμέρους τμημάτων του. Πρώτα όμως θα αναφερθούμε στα κριτήρια.

Τα βασικά κριτήρια πάνω στα οποία συντίθεται ο πυρήνας της οργανικής ενότητας των κύκλων αυτών, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, είναι τρία. Το πρώτο είναι η μυθολογία με τις μεταφυσικές της εικόνες. Η αναφορά στην έννοια της μυθολογίας ως βασικού κριτηρίου σε τούτο το δοκίμιο σηματοδοτεί την συμπερίληψη σε ένα ενιαίο πεδίο λογοτεχνικών δημιουργιών που αντλούν τη θεματολογία τους από την πρώιμη αρχαία ιστορία, από τις θρησκευτικές αφηγήσεις, από την ονειρική, δραματική και ηρωική πρόσληψη του αντικειμενικού κόσμου, από τη φαντασίωση μιας μυθολογικής μετα-ιστορίας και από τους λαϊκούς θρύλους. Το δεύτερο κριτήριο είναι η χρήση της ενεργητικής φαντασίας από τους δημιουργούς και το τρίτο η -λιγότερο ή περισσότερο- καθαρή μορφική παρουσίαση των προβαλλόμενων λογοτεχνικών δημιουργιών. Η μυθολογία με τις μεταφυσικές της εικόνες, που παρουσιάζεται ως πρώτο κριτήριο, δημιουργεί το υπόστρωμα στο οποίο γονιμοποιείται το λογοτεχνικό περιβάλλον των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας. Δηλαδή, η μυθολογία τροφοδοτεί από την ανεξάντλητη πηγή της με εικόνες και ιδέες τη θεματολογία των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας. Η ενεργητική φαντασία που αναφέρεται ως δεύτερο κριτήριο, έχει να κάνει με την ιδιαίτερη συμμετοχή του δημιουργού, ο οποίος δεν περιορίζεται στην απλή αναπαραγωγή και μεταβίβαση των μυθολογικών λογοτεχνικών σχημάτων που προϋπάρχουν μέσω μιας μίμησης, αλλά που διεισδύοντας στο πεδίο της μυθολογίας, δίνει ζωή και κάθε φορά νέα πνοή στους διάφορους χαρακτήρες και τα επιμέρους σχήματα της μυθολογίας, για να τα μετατρέψει σε πρωταγωνιστές των λογοτεχνικών έργων που δημιουργούνται συνεχώς. Τέλος το τρίτο κριτήριο, που είναι η καθαρή μορφική παρουσίαση, χαρακτηρίζει το οριστικό δημιούργημα που προωθείται προς τους δέκτες, την εικόνα δηλαδή του λογοτεχνικού κειμένου που παρουσιάζεται προς ανάγνωση, η οποία άλλοτε είναι διαυγής άλλοτε σκοτεινή, πάντοτε όμως σε ένα μεγάλο βαθμό συγκεκριμένη, γεγονός που τη διαφοροποιεί από αυτή του σουρεαλισμού και των λοιπών εκφράσεων του αισθητικού μοντερνισμού και της πρωτοπορίας1. Κινούμενοι στον άξονα που δημιουργούν αυτά τα τρία κριτήρια θα ξεκινήσουμε την προσπάθεια ανάδειξης της διαχρονικής υπόστασης και της οργανικής ενότητας της φανταστικής λογοτεχνίας, δίνοντας έμφαση στους τέσσερις λογοτεχνικούς κύκλους, οι οποίοι αντιστοιχούν σε τέσσερις ιδιαίτερες περιόδους στην ιστορία της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Αναφερόμενοι στους λογοτεχνικούς κύκλους θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν τους αντιλαμβανόμαστε ως ένα άμορφο σύνολο εντός του οποίου στριμώχνονται διάφορες λογοτεχνικές δημιουργίες. Για να αναγνωριστεί η ύπαρξη ενός τέτοιου κύκλου θα πρέπει τα έργα που εντάσσονται στα πλαίσιά του να διαπνέονται από ένα κοινό πνεύμα και να ανήκουν σε μια ενιαία ιστορική ενότητα. Μόνο αν συντρέχουν οι δυο αυτές προϋποθέσεις γίνεται αποδεκτή ως λογοτεχνική ενότητα η ύπαρξη ενός κύκλου. Αλλιώς, οι δημιουργίες της φανταστικής λογοτεχνίας που παρουσιάζονται μεν την ίδια εποχή, αλλά χωρίς να έχουν κοινή πνευματική ουσία (όπως για παράδειγμα θα δούμε παρακάτω ότι συνέβη με τα μεσαιωνικά ιπποτικά μυθιστορήματα και τη βορειοευρωπαϊκή Έδδα, που τα πρώτα εξέφρασαν την επική ατμόσφαιρα του μεσαίωνα ενώ η δεύτερη αποτέλεσε την αποτύπωση της αρχαίας θεολογικής κοσμογονίας των γερμανικών εθνών) και αυτές που έχουν κοινό πνεύμα αλλά έρχονται στο προσκήνιο σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα (όπως συνέβη με τα «Διονυσιακά» του Νόννου που αποτέλεσαν έκφραση με καθαρά χαρακτηριστικά αρχαιοελληνικού ηρωικού έπους αλλά δημιουργήθηκαν τον 5ο μ.Χ αιώνα, δηλαδή πολλούς αιώνες αργότερα από τα υπόλοιπα συγγενικά τους έργα, όταν ο πρώτος κύκλος είχε κλείσει) δεν είναι ορθό να υποστηρίξουμε ότι αποτελούν μέρη ενός ενιαίου φανταστικού λογοτεχνικού κύκλου. Ούτε βέβαια σκοπεύουμε και να τις διαγράψουμε ή να τις υποτιμήσουμε, το ακριβώς αντίθετο ισχύει μάλιστα. Απλά στην ιστορική διαδρομή που επιχειρούμε να περιγράψουμε θα αντιληφθούμε ότι τέτοιες δημιουργίες αποτέλεσαν κυρίως ενδιάμεσους συνδέσμους των λογοτεχνικών κύκλων. Άσχετα του γεγονότος ότι ο ρόλος τους μπορεί να μην είναι τόσο πρωταγωνιστικός μέσα στην περιγραφή της ιστορικής διαδρομής της φανταστικής λογοτεχνίας που θα επιχειρηθεί σε αυτό το δοκίμιο, ως μεμονωμένες λογοτεχνικές δημιουργίες τα περισσότερα από αυτά τα έργα παρουσιάζουν εκπληκτική ποιότητα η οποία δεν θα παραβλεφθεί σε καμία περίπτωση.


II

Αν εξετάσει κανείς τα λογοτεχνικά έργα μέσα από το πρίσμα των τριών κριτηρίων που προαναφέραμε, θα αντιληφθεί ότι οι αφετηρίες της φανταστικής λογοτεχνίας ανιχνεύονται στην αρχαιότητα, και μάλιστα στην πλέον πρώιμη εποχή κατά την οποία δημιουργήθηκε λογοτεχνικός πολιτισμός. Τα λογοτεχνικά έργα της πρώιμης αρχαιότητας γεννήθηκαν σε μια εποχή προφορικού πολιτισμού και αποτέλεσαν κορυφαίες δημιουργίες, με αποτέλεσμα να επιβιώσουν δια μέσου των αιώνων και να καταστούν λογοτεχνικά πρότυπα, κατά την εποχή που ο ανθρώπινος πολιτισμός άρχισε να αποκτά γραπτό χαρακτήρα. Σε αυτή την ομιχλώδη εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, λοιπόν, δυνάμεθα να ανιχνεύσουμε την εμφάνιση της φανταστικής λογοτεχνίας και το άνοιγμα του πρώτου της κύκλου. Ενός κύκλου, που έκλεισε μετά από πολλούς αιώνες. Ο συγκεκριμένος κύκλος θα μπορούσε να ονομαστεί ως ο κύκλος της «αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Επαναφέροντας στο νου μας τα τρία κριτήρια και επιστρέφοντας στην εξέταση των λογοτεχνικών κειμένων, συμπεραίνουμε άμεσα ότι τα πρώτα έργα που μπορούμε να εντάξουμε στο πεδίο της λογοτεχνίας του φανταστικού είναι αυτά της αρχαίας επικής και θρησκευτικής ποίησης. Η «Αργοναυτική εκστρατεία» του Ορφέα και τα έργα του Ομήρου αποτέλεσαν ανεπανάληπτα ηρωικά έπη. Εκείνα του Ησιόδου που ακολούθησαν είχαν χαρακτήρα θεολογικής αφήγησης και διδακτικού έπους. Στην ανατολή δημιουργήθηκαν, επίσης, παρόμοια έργα, όπως το «Έπος του Γκιλγκαμέζ» των αρχαίων Σουμερίων, ο «Ναυαγισμένος ναύτης» των αρχαίων Αιγυπτίων, το ινδικό ποίημα «Μαχαβαράτα» αλλά και οι, επίσης ινδικές, «Βέδες». Το ινδικό ηρωικό έπος «Μαχαβαράτα» γράφτηκε μεταξύ του 1400 π.Χ και του 1000 π.Χ και συνέχισε να εμπλουτίζεται για πολλούς αιώνες. Οι «Βέδες» αποτελούν αρχαία ινδικά θρησκευτικά κείμενα που γράφτηκαν από το 2000 π.Χ ως και τον 8ο αιώνα π.Χ και αναφέρονται στις κοσμογονικές μυθολογικές θεότητες των Ινδιών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνολικά οι δημιουργίες αυτές κατέγραψαν τα ήθη, τις δομές, τα πρότυπα, κοντολογίς την πρώιμη αρχαία ιστορία των εθνών που τα δημιούργησαν, μέσω ενός αξεπέραστου λογοτεχνικού πνεύματος, το οποίο γέννησε τη φανταστική λογοτεχνία εκπληρώνοντας τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει.

Προκειμένου να γίνει ξεκάθαρη η δυναμική της φανταστικής λογοτεχνικής δημιουργικότητας μέσα σε αυτό τον πρώτο κύκλο θα παραθέσουμε δύο αποσπάσματα από την «Αργοναυτική εκστρατεία» του Ορφέα. Μας λέει, λοιπόν, ο Ορφέας ότι « εκ δε του Άδου ανεπήδησαν δια μέσου της φλογός μορφαί φοβεραί, εκπληκτικαί, σκληραί, προς τας οποίας δεν μπορούσε να προσβλέψει κανείς. Διότι η μεν μία είχε σιδερένιο σώμα, αυτή δε οι άνθρωποι ονομάζουν Πανδώρα, μαζί δε με αυτήν ήρχετο και μια εξαστράπτουσα μορφή, η οποία είχε τρία κεφάλια, τέρας ολέθριον κατά την όψιν, ακαταμάχητον, η Εκάτη, η θυγατήρ του Ταρτάρου. Προς το αριστερόν δε μέρος αυτής επεκάθητο επί του ώμου ίππος με μεγάλη χαίτην, προς δε τα δεξιά ήτο μια μικρά σκύλα με όψιν λυσσασμένη, εις το μέσον ήτο ένας όφις με άγριαν μορφήν, εις τα δυο δε χέρια της εκρατούσε ξίφη με λαβάς»2, καθώς επίσης και ότι όταν «η σελήνη, που καταυγάζει εις την σκοτεινιά, έφερε την νύκτα, που είχε ως χιτώνα της τα άστρα, τότε ήλθον κάποιοι πολεμικοί άνδρες, οι οποίοι εζούσαν εις τα προς βορράν όρη και ωμοίαζαν από την φύσιν των προς τα θηρία, παρόμοιοι προς τους στιβαρούς Τιτάνας και προς τους Γίγαντας, διότι εις τον καθέναν των εξ χέρια ξεπηδούσαν από τους ώμους»2. Δε νομίζω να υπάρχει κανείς λάτρης της φανταστικής λογοτεχνίας που διαβάζοντας αυτά τα αποσπάσματα, αλλά και το σύνολο των έργων της χρονικής περιόδου που αναφέρουμε, να μη δύναται να εισπνεύσει το μεθυστικό άρωμα της ίδιας λογοτεχνικής μαγείας με αυτήν που οδήγησε τον Τόλκιν, τον Χάουαρντ και τους υπόλοιπους λογοτέχνες της σύγχρονης εποχής στη δημιουργία των έργων που τους έκαναν να κατακτήσουν τις καρδιές μας. Η νεότερη και η σύγχρονη φανταστική λογοτεχνία αποτελεί ένα μέρος της συνολικής λογοτεχνικής έκφρασης του φανταστικού, τη διαχρονική πορεία της οποίας θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε στο κείμενο αυτό.

Είναι ευρέως γνωστό ότι η αυγή του πολιτισμού ανέτειλε στους περισσότερους λαούς μέσω μιας μυθολογικής αντίληψης για τη ζωή. Όπως ήταν φυσικό, η αντίληψη αυτή επηρέασε και τις τέχνες. Η γέννηση της φανταστικής λογοτεχνίας αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της πραγματικότητας αυτής. Αν θελήσουμε, δε, να κάνουμε μια αναφορά σε ένα πιο κλειστό πεδίο, δε θα ήταν καθόλου λάθος αν υποστηρίζαμε ότι η λογοτεχνία του ευρωπαϊκού πολιτισμού γεννήθηκε αποκλειστικά μέσα από τον πρώτο φανταστικό λογοτεχνικό κύκλο.

Όσον αφορά το κλείσιμο του πρώτου φανταστικού κύκλου, κάποιοι ίσως να υποστηρίζουν ότι άρχισε στην πατρίδα μας κατά την αρχαϊκή εποχή (7ος –6ος αιώνας π.Χ) και ολοκληρώθηκε με την είσοδο στην κλασσική (5ος -4ος αιώνας π.Χ). Μέσα στο χρονικό διάστημα, δηλαδή, που η ελληνική διανόηση πέρασε στην εποχή του ορθού Λόγου και άφησε πίσω της την περίοδο κατά την οποία η φιλοσοφία, η ηθική, η θρησκεία και η επιστήμη ήταν σφιχτοδεμένες σε μια συμπαγή ψυχοπνευματική μυστηριακή ολότητα, η οποία ευνοούσε την ανάπτυξη μυθολογικών εκφράσεων και συνεπώς την έκρηξη της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, η προσωπική μου εκτίμηση είναι διαφορετική. Κι αυτό γιατί, θεωρώ ότι το τέλος του πρώτου κύκλου δεν θα πρέπει να χρεωθεί στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον στην αρχαϊκή, στην κλασική, στην αλεξανδρινή αλλά και στην ύστερη εποχή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, υπήρξαν λογοτεχνικές παρουσίες που διαπνέονταν από την αύρα των μυθικών έργων και εκπλήρωσαν τα τρία κριτήριά μας. Μετά από τον Ορφέα, τον Όμηρο και τον Ησίοδο, είχαμε την εμφάνιση των ομηρικών ύμνων, οι οποίοι αποτέλεσαν θεολογικές αφηγήσεις που εντάσσονται αδιαμφισβήτητα στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Παρουσιάστηκαν επίσης οι διθύραμβοι για τους οποίους διασώθηκαν λίγα στοιχεία, ωστόσο τα όσα μπορούμε να συμπεράνουμε βασιζόμενοι στα στοιχεία αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η τοποθέτηση τους στην ολότητα της φανταστικής λογοτεχνίας δεν είναι λανθασμένη. Ξεκάθαρα χαρακτηριστικά της φανταστικής λογοτεχνίας φέρουν οι τραγωδίες και τα σατυρικά δράματα, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονηθεί η παρουσία λυρικών ποιητών όπως ο Πίνδαρος στα έργα του οποίου το φανταστικό στοιχείο είναι έντονο. Όλα αυτά αποτελούν κείμενα που εκπληρώνουν τα τρία κριτήριά μας και συνεπώς εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Πάντως, πέρα από τα έργα των λογοτεχνικών αυτών ειδών για τα οποία μπορεί να προβληθεί κάποια ένσταση όσον αφορά το κατά πόσο αποτελούν τμήματα του όλου της φανταστικής λογοτεχνίας, συνέχισαν να έρχονται στο προσκήνιο κι άλλες δημιουργίες που βασίζονταν στις επιρροές των ηρωικών επών και των θρησκευτικών αφηγήσεων της πρώιμης αρχαιότητας. Οι πρώτες δημιουργίες της φανταστικής λογοτεχνίας ενέπνευσαν συγγραφείς όχι μόνο κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο, αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο Πρόδικος από τη Φώκαια δημιούργησε το έπος «Μινυάς» τον 6ο αιώνα π.Χ, ο Αντίμαχος ο Κολοφώνιος έγραψε το ηρωικό έπος με τον τίτλο «Θηβαίδα» τον 5ο αιώνα μ.Χ, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ως ο επιφανέστερος ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου διασκεύασε την «Αργοναυτική εκστρατεία» τον 3ο αιώνα π.Χ και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος δραστηριοποιήθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ.

Ωστόσο, πέρα από το αμιγώς λογοτεχνικό επίπεδο, η παρουσία των ζωντανών στοιχείων του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας είναι δεδομένη και στο σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής πνευματικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Καλό θα ήταν να μην λησμονούμε ότι στην ιστορική διαδρομή του αρχαιοελληνικού κόσμου από τα αρχαϊκά χρόνια ως την πτώση στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δύσκολα θα συναντήσουμε διανοούμενο ή ποιητή που να μην λάμβανε υπόψη του τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Ορφέα, ακόμη και αν εξέφραζε διαφοροποιημένες δημιουργικές αντιλήψεις από τις δικές τους. Και τούτο γιατί οι επικοί ποιητές αποτέλεσαν τον κανόνα, πάνω στον οποίο αρθρώθηκαν οι κρίσεις των λογοτεχνικών έργων. Επιπλέον, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η μυθολογία και οι ήρωες των επών ενέπνευσαν -εκτός από τους λογοτέχνες- τους γλύπτες και τους ζωγράφους. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι ακόμη και στο πεδίο της φιλοσοφίας η άμεση αντίληψη και το φαντασιακό στοιχείο δεν εξοβελίστηκαν ολοσχερώς από τη διαμεσολάβηση της λογικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο Πλάτωνας, που πρόβαλε ένα μοντέλου μυστικιστικού ορθολογισμού και στη διδασκαλία του χρησιμοποίησε ως μέρος της προϊστορίας μας τον μύθο της Ατλαντίδος, και ο Αριστοτέλης, ο οποίος παρότι υπήρξε ένας από τους σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία της ορθολογιστικής σκέψης υποστήριξε ότι το ύψιστο ανθρώπινο αξίωμα είναι ο καθαρός πνευματικός -και όχι ο πρακτικός- βίος, μέσω του οποίου μόνο μπορεί να προσεγγιστεί ο Θεός, ενώ οι προτάσεις του βασίστηκαν στην εσωτερική πρόσληψη των αισθητήριών του οργάνων και όχι στην παρατήρηση και στο πείραμα. Μολονότι υπήρξαν και φιλόσοφοι με ξεκάθαρα ορθολογιστική και μηχανιστική σκέψη, όπως ο Ζήνωνας ο Ελεάτης, ο Μέλισσος ο Σάμιος, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος, είναι δεδομένο ότι η αρχαιοελληνική φιλοσοφία δόμησε μια οντολογική πνευματική κοινότητα, που σε καμία περίπτωση δεν διέρρηξε ολοσχερώς και καθολικά τις σχέσεις της με τον μύθο και τη θρησκεία.

Τέλος, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι και τα κοινωνικά πρότυπα του αρχαίου ελληνικού βίου δεν ήταν προσανατολισμένα στις ατραπούς κάποιου πεζού πραγματισμού. Οι πολεμικοί θρύλοι και τα ηρωικά πρότυπα των προγόνων μας, όπως ήταν ο Αχιλλέας, ο βασιλιάς Λεωνίδας, ο μέγας Αλέξανδρος και άλλοι, για να εκφράσουν την τραγική και ηρωική τους φύση, έδρασαν, ουκ ολίγες φορές, ανορθολογικά. Αλλά και οι εκφραστές της έννοιας του «καλού καγαθού», του ενάρετου πολίτη δηλαδή, το οποίο ήταν ένα πιο ήπιο κοινωνικό πρότυπο, δεν χαρακτηρίζονταν από τα γνωρίσματα του υπολογιστή ορθολογιστή ανθρώπου. Την πλέον ενδεδειγμένη περίπτωση αυτής της κατηγορίας ανθρώπων αποτέλεσε ο Σωκράτης, ο οποίος σε όλη του τη ζωή, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της δίκης που τον οδήγησε στο θάνατο, αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τις συμφέρουσες επιταγές της λογικής, προτιμώντας να ακολουθήσει έναν δρόμο συναισθηματικής δικαίωσης και ηθικής ακεραιότητας.

Επιστρέφοντας τώρα στα λογοτεχνικά δρώμενα, εκείνο το γεγονός που θα ενδυναμώσει την πεποίθησή μας ότι ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας δεν έκλεισε κατά την κλασική εποχή είναι η μεταλαμπάδευση του δημιουργικού ελληνικού πνεύματος στους Ρωμαίους, που στο επίπεδο της φανταστικής λογοτεχνίας εκφράστηκε με έργα όπως οι «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου και η «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Τα έργα αυτά, εκτός του ότι ακολούθησαν σε μια πορεία σταθερής ιστορικής συνέχειας τα αντίστοιχα ελληνικά που προαναφέραμε, αποτέλεσαν και τους κληρονόμους τους στο επίπεδο του γενικότερου ύφους και της θεματολογίας. Η «Αινειάδα» αποτέλεσε τη συνέχεια της ομηρικής Ιλιάδος, ενώ και τα υπόλοιπα έργα δεν διαφοροποιήθηκαν από τον κανόνα.

Εφόσον, λοιπόν, η ομαλή ιστορική διαδοχή εξασφάλισε την συνύπαρξη αυτών των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας που διαπνέονταν από κοινό πνεύμα σε μια ενιαία ιστορική ενότητα, σήμερα έχοντας τη δυνατότητα μιας γενικής εποπτείας είμαστε σε θέση να εντάξουμε τα έργα της πρώιμης αρχαιότητας, της αρχαϊκής, της κλασικής, της αλεξανδρινής και της ρωμαϊκής εποχής, στον ίδιο κύκλο. Δηλαδή, στον κύκλο της «αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας».

Σύμφωνα με τα όσα έχουμε συμπεράνει μέχρι στιγμής, καθίσταται εμφανές ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός εξέφρασε μια δημιουργική αναζήτηση της αλήθειας και της ουσίας των πραγμάτων μέσω ενός εκπληκτικού πολιτιστικού μηχανισμού, ο οποίος ήταν σε θέση να εκμεταλλεύεται για την επίτευξη του σκοπού αυτού -της αναζήτησης της αλήθειας δηλαδή- και τη δύναμη της ανθρώπινης λογικής αλλά και τις κατευθυντήριες γραμμές που χάραξε ο μύθος ως εκφραστής του ανθρώπινου ψυχισμού (άρα ως εκφραστής της ανθρώπινης ουσίας). Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο μύθος, ως ζωντανός και ακμαίος παράγοντας, διαμόρφωσε τις πολιτισμικές εξελίξεις (ακόμη και ένας από τους πλέον ορθολογιστές συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, ο Λουκιανός, δικαιολογούσε κατά κάποιον τρόπο το συγκεκριμένο γεγονός όταν αφορούσε ολόκληρες κοινωνίες και όχι μεμονωμένα άτομα3) και τροφοδότησε το λογοτεχνικό πεδίο με έργα φανταστικής λογοτεχνίας, κρίνεται όντως εσφαλμένο να μιλάμε για το τέλος του πρώτου φανταστικού κύκλου στην αρχαϊκή ή στην κλασική εποχή.

Είναι ορθό βέβαια να μιλήσουμε για μια αρχική διαφοροποίηση, αυτού που μετέπειτα ονομάστηκε κλασικό, από το μυθικό στοιχείο στην τέχνη. Το κλασικό στοιχείο χαρακτηρίστηκε από την έμφαση στην απλότητα, στην αναλογία και στη λογικότητα, στην ήπια δηλαδή δημιουργικότητα. Αντίθετα, η πρωτογενής επική-μυθική τέχνη αποτέλεσε έκφραση εκρηκτικής βουλησιαρχίας, πληθωρικότητας, έντασης και θυελλωδώς φλογισμένης φαντασίας, χωρίς βέβαια να υπολείπεται σε μορφική καθαρότητα και λογική συνοχή. Σίγουρα η τελευταία περίπτωση αποτέλεσε ιδανικό πεδίο για τη φανταστική λογοτεχνία και την εκπλήρωση των τριών κριτηρίων που έχουμε θέσει. Ωστόσο, θα επιμείνουμε ότι και στο λογοτεχνικό επίπεδο της πρώτης μπορούμε να ανιχνεύσουμε σημεία που τα κριτήρια ισχύουν και εντάσσουν τα έργα της στην ολότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Οι τραγωδίες, που ήταν προσανατολισμένες θεματικά εξολοκλήρου στην μυθολογία, αποτελούν τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα που ενδυναμώνουν την άποψή μας. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εποχή έχει χαρακτηριστεί ως κλασική, δε σημαίνει ότι όλες οι καλλιτεχνικές δημιουργίες που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκειά της τίθενται εκτός του πεδίου που καλύπτει η φανταστική λογοτεχνία. Όπως επίσης δεν σημαίνει και ότι ο αρχαίος ορθολογισμός είναι ταυτόσημος με τον μεταγενέστερο εργαλειακό και υλιστικό ορθολογισμό του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας.

Είναι αναμφισβήτητο ότι ένα κλασικό έργο δεν οφείλει απαραίτητα να είναι προϊόν μιας ήπιας και ορθολογικής σύλληψης. Η έννοια του κλασικού συνδέεται με τον κανόνα πάνω στον οποίο αρθρώνονται οι κρίσεις των έργων και όχι με μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική άποψη, γι’ αυτό και είναι μεταβαλλόμενη. Υπάρχουν κλασικά έργα της αρχαιότητας, του μεσαίωνα, της νεώτερης εποχής, ακόμη και του Μοντερνισμού! Όσο μεταβάλλονται οι απόψεις περί του καλλιτεχνικού κανόνα στις διάφορες εποχές, τόσο μεταβάλλονται και οι απόψεις περί της έννοιας του κλασικού. Στην αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, υπήρχαν καλλιτεχνικοί κανόνες αλλά δεν υπήρξε η έννοια του κλασικού. Στην αρχαία Ρώμη γεννήθηκε η λέξη «κλασικό», για να προσδιορίσει κοινωνικό και οικονομικό γνώρισμα των ανωτέρων τάξεων, έχοντας σημασία άσχετη με αυτήν που απέκτησε αργότερα. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης αρχικά και κυρίως αργότερα, η έννοια του κλασικού χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει τη διαχρονική αξία ενός καλλιτεχνικού έργου, όπως γινόταν αντιληπτό από τους στοχαστές της εποχής. Με την πάροδο του χρόνου η έννοια απέκτησε επιπλέον κανονιστικές διαστάσεις, οι οποίες χωρίς να διασαφηνίσουν λεπτομερώς το πλαίσιο αναφοράς τους, από τη μία θεώρησαν ως κλασικό οτιδήποτε είχε να κάνει με τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό και από την άλλη προέβαλλαν ως ιδεώδη τα πρότυπα της εποχής που ακολούθησε τον 7ο αιώνα π.Χ, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε καλλιτεχνικά (και λογοτεχνικά) χαρακτηριστικά όπως η απλότητα, η αναλογία και η ήπια δημιουργικότητα. Έκτοτε, λόγω της δυναμικής και μακροχρόνιας παρουσίας στο προσκήνιο των καλλιτεχνικών δρώμενων εκείνων που υποστήριζαν αυτή την άποψη, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως «κλασικιστές», η έννοια του κλασικού, για πολλά χρόνια έγινε αντιληπτή από το ευρύτερο κοινό όπως την πρόβαλλαν αυτοί. Η ιστορική συγκυρία, δηλαδή, ήταν αυτή που ταύτισε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα την έννοια του κλασικού με τις αντιλήψεις του ρεύματος των κλασικιστών. Με το πέρασμα του χρόνου και την υποχώρηση του κλασικισμού, οι απόψεις αυτές αναθεωρήθηκαν από τους θεωρητικούς της τέχνης και της λογοτεχνίας. Κλασικό νοήθηκε πλέον οτιδήποτε εξέφραζε με ποιοτικό τρόπο κάποιον καλλιτεχνικό κανόνα.

Εμείς από την πλευρά μας, ως αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας, δεν θα είχαμε κάποιο ιδιαίτερο λόγο να καταπιαστούμε με τις διαφορές αυτές των θεωρητικών της τέχνης και της λογοτεχνίας, εάν οι κλασικιστές δεν προσδιόριζαν την έννοια του κλασικού επάνω στην λογικότητα και στην αναλογία, αγνοώντας το ρόλο της φανταστικής δημιουργικότητας. Ο απόηχος αυτής της αντίληψης κάνει ακόμη και σήμερα πολλούς ανθρώπους που καταπιάνονται με τις τέχνες και τα γράμματα να θεωρούν ότι στην κλασική αρχαιότητα δεν υπήρχαν έργα φανταστικής λογοτεχνίας ή ότι τα έργα που χαρακτηρίζονται ως κλασικά δεν μπορεί να είναι έργα φανταστικής λογοτεχνίας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει. Για να το αντιληφθούμε, δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε τα πλέον χαρακτηριστικά από τα κλασικά έργα, δηλαδή τις τραγωδίες, έχοντας ως βάση ανάλυσης τα τρία κριτήριά μας.

Ο ποιητής που θεωρείται ως ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της έννοιας του κλασικού, όπως αυτή νοήθηκε από τους κλασικιστές, είναι ο Ευριπίδης. Συνεπώς, αν γίνει κατανοητό ότι τα έργα του εν λόγω ποιητή –αλλά κι εκείνα των υπόλοιπων τραγωδών- εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας, οι όποιες αδικαιολόγητες αντιρρήσεις θα μπορέσουν να καμφθούν.

Ένα χαρακτηριστικό ευριπίδειο έργο μέσω του οποίου μπορούν να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα, αν οι τραγωδίες αποτελούν έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού, είναι οι «Φοίνισσαι». Δε νομίζω να υπάρχει κανείς που όταν διαβάζει το συγκεκριμένο κείμενο να μην εισπνέει το άρωμα του μεγαλύτερου συγγραφέα των ηρωικών επών, δηλαδή του Ομήρου. Οι περιγραφές των στρατευμάτων, των όπλων και των μαχών, δημιουργούν μια καταπληκτική επική ατμόσφαιρα, μα πάνω απ’ όλα η αναφορά στην καταγωγή των Θηβαίων από τους σπαρτούς που προήλθαν από τα δόντια του νεκρού δράκοντα του θεού Άρη, τα οποία σπάρθηκαν στη γη, αποτελεί ενεργοποίηση της μυθολογίας και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως έκφραση ενός καλλιτέχνη που λειτουργεί με γνώμονα τον εργαλειακό ορθό Λόγο και είναι ολοσχερώς απομακρυσμένος από την λογοτεχνική έκφραση της φανταστικής δημιουργικότητας. Οι «Φοίνισσαι» αποτελούν ένα έργο που εκφράζει με απόλυτη διαύγεια τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Το υπόβαθρο της υπόθεσης βασίζεται στους ελληνικούς μύθους, ο τρόπος που γράφτηκε το κείμενο είναι σαφής χωρίς υπαινιγμούς κι ελλείψεις και η ερμηνεία των μύθων που προβάλλεται από τον Ευριπίδη μέσω της υπόθεσης του έργου είναι προσωπική.

Ο Ευριπίδης αποτελεί, επίσης, τον συγγραφέα του σατυρικού δράματος που φέρει τον τίτλο «Κύκλωψ». Πρόκειται για ένα έργο το οποίο εντάσσεται χωρίς αμφιβολία στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας, πράγμα που κάνουν και άλλες τραγωδίες του, όπως για παράδειγμα η «Άλκηστις» και η «Ηρακλείδαι».

Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα έργα του Αισχύλου. Ο Αισχύλος έγραψε με ύφος που δεν απείχε πολύ από τα ομηρικά πρότυπα. Ήταν ο πλέον επικός τραγωδός και παρουσίασε ήρωες με αχαλίνωτα πάθη και θυελλώδη ορμητικότητα, οι οποίοι δεν έδρασαν ως μεμονωμένα άτομα, αλλά ως στοιχεία μιας ενότητας η οποία περιελάμβανε την ανθρώπινη κοινωνία, την κοινωνία των θεών και τη φύση στο σύνολό της. Συνεπώς, δικαίως μπορεί να θεωρηθεί ως ο τραγικός ποιητής που τα έργα του εντάσσονται χωρίς καμιά αμφιβολία στο πλαίσιο της φανταστικής λογοτεχνίας. Προκειμένου να καταστεί απολύτως σαφές αυτό που υποστηρίζουμε, καλό θα ήταν να θυμηθούμε κάποια αποσπάσματα από τις δημιουργίες του. Στο πρώτο από τα σωζόμενα έργα του, τους «Πέρσες», το οποίο διαδραματίζεται στα Σούσα (την περσική πρωτεύουσα), ο χορός των Περσών γερόντων μιλώντας για τον αυτοκράτορα Ξέρξη λέει στους στίχους 95 έως 100 (απόδοση Τάσος Ρούσσος εκδ. Κάκτος), «με το βλέμμα σκοτεινό κοιτάζοντας, καθώς δράκοντας φονιάς τριγύρω, πολυκάραβος, πολύχερος και το άρμα το ασσυριακό κινώντας, σπρώχνει τοξοφόρον Άρη καταπάνω σε άντρες ξακουστούς κονταρομάχους», ενώ στους στίχους 113 έως 118 περιγράφει με εξαίρετο ύφος, το οποίο έχει επηρεάσει ανεξίτηλα τους μεταγενέστερους φανταστικούς λογοτέχνες, μια σκηνή την οποία αξίζει να θυμηθούμε, «κι έχουν μάθει στην πλατύδρομη τη θάλασσα, όταν την ασπρίζει η οργή του ανέμου, ν’ αντικρίζουνε τα δάση των κυμάτων». Τέλος, το πλέον χαρακτηριστικό σημείο του έργου είναι η εμφάνιση του φαντάσματος του βασιλιά Δαρείου. Καθίσταται έτσι ξεκάθαρο ότι οι «Πέρσες» αποτελούν αναμφισβήτητα ένα έργο το οποίο εντάσσεται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για τα υπόλοιπα έργα του σπουδαιότερου τραγικού. Στους «Επτά επί Θήβας» οι επικές σκηνές και οι καταπληκτικές περιγραφές που αποτελούν το βασικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό της φανταστικής λογοτεχνίας, συνεχίζουν να είναι παρούσες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στους στίχους 58 έως 63 όπου ο κατάσκοπος ενημερώνει τον βασιλιά Ετεοκλή λέγοντάς του, «διότι είναι κοντά πια πάνοπλος των Αργείων ο στρατός, σηκώνει κουρνιαχτό και τις πεδιάδες ο άσπρος αφρός που στάζει απ’ τα πλεμόνια των αλόγων τις μολύνει» (απόδοση Θ. Μαυροπούλου, εκδ. Ζήτρος), ενώ και τα μυθολογικά στοιχεία αποτελούν τη βάση του έργου, φτάνοντας στην πιο έντονη δυναμική τους όταν στο δεύτερο επεισόδιο και στους στίχους 413 έως 415 ο βασιλιάς των Θηβών Ετεοκλής αναφέρεται στην καταγωγή του πολεμιστή Μελάνιππου από το γένος των σπαρτών. Θα ήταν παράληψη ωστόσο να μην αναφερθούμε και στις «Ικέτιδες», που αποτελούν ένα έργο το οποίο βασίζεται στο μύθο της Αργείας Ιώς, που κυνηγημένη από τη ζήλια της Ήρας έφτασε στην Αίγυπτο και σε ένωσή της με το Δία γέννησε τον Έπαφο, ο οποίος έγινε ο γενάρχης του οικογενειακού κλάδου των πενήντα Δαναϊδων που ικετεύουν το βασιλιά του Άργους Πελασγό για προστασία από τους ισάριθμους γιους του Αιγύπτου. Πάντως, το πιο πολυσυζητημένο έργο του Αισχύλου είναι ο «Προμηθεύς Δεσμώτης», όπου μέσα σε μια επική ατμόσφαιρα παρουσιάζει τον ορυμαγδό της σύγκρουσης ορμητικών βουλήσεων και συμπαντικών δυνάμεων. Τέλος, η σωζόμενη τριλογία του που φέρει τον τίτλο «Ορέστεια», πέραν του ότι πρόκειται για ένα έργο με βαθιές φιλοσοφικές και πολιτικές προεκτάσεις το οποίο –σημειωτέον- καταλήγει σε μια εξασθένιση της πρωτογενούς αισχύλειας ορμητικότητας, δεν παύει να αποτελεί κι έναν σταθμό για τη φανταστική λογοτεχνία εφόσον μέσα από τους στίχους του ζωντανεύει ένα δικαστήριο ζωής ή θανάτου στο οποίο διαξιφίζονται άνθρωποι και θεοί.

Αφήνοντας τον Αισχύλο θα περάσουμε στο Σοφοκλή, για να συναντήσουμε και στα δικά του έργα τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεωρήσουμε ότι ένα λογοτεχνικό δημιούργημα εντάσσεται στο πλαίσιο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ξεκάθαρο χαρακτηριστικό φανταστικής λογοτεχνίας παρουσιάζεται στον «Οιδίποδα τύραννο» και μάλιστα με έναν τρόπο που θυμίζει πολύ τις εικόνες των νεωτέρων έργων φαντασίας και τρόμου, όταν στο τέταρτο στάσιμο του έργου ο Εξάγγελος, αφού έχει περιγράψει τον απαγχονισμό της Ιοκάστης, αναφέρεται στην αυτοτιμωρία του Οιδίποδα λέγοντας «..τέτοιες κατάρες εκστομίζοντας χτυπούσε με τις περόνες πολλές φορές κι όχι μια τα μάτια του. Αλλά συγχρόνως οι αιμόφυρτες κόρες του έβρεχαν τα γένια του και δεν έσταζαν μόνο υγρές σταγόνες αίματος, αλλά συγχρόνως χυνόταν μαύρη βροχή και χαλάζι βαμμένο στο αίμα» (απόδοση Ι. Μπάρμπας εκδ. Ζήτρος). Περνώντας στην επόμενη τραγωδία του που φέρει τον τίτλο «Τραχίνιαι» τον συναντάμε να καταπιάνεται με το πώς η Δηιάνειρα έδωσε στον άντρα της Ηρακλή τον δηλητηριασμένο μανδύα του κενταύρου Νέσσου. Πρόκειται για την τραγωδία με τα πλέον ισχυρά χαρακτηριστικά της φανταστικής λογοτεχνίας και διαθέτει αναφορές σε γεγονότα όπως εκείνο της μάχης του Ηρακλή με τον Αχελώο ποταμό για την καρδιά της Δηιάνειρας. Αλλά και στα υπόλοιπα έργα του, με χαρακτηριστικότερο αυτών το "Φιλοκτήτη", τα γνωρίσματα της φανταστικής λογοτεχνίας είναι έκδηλα.

Καθίσταται, λοιπόν, διαυγές ότι εντός των κλασικών έργων υπάρχουν ενεργητικές φανταστικές συμμετοχές των δημιουργών, ενώ το μυθολογικό υπόστρωμα και η καθαρή μορφική παρουσίαση είναι στοιχεία αναμφισβήτητα. Αντίθετα, αμφισβητήσιμη είναι η παρουσία του μηχανιστικού ορθολογισμού που ευαγγελίστηκαν οι κλασικιστές. Σε τελική ανάλυση, το γεγονός ότι αρχαία λογοτεχνικά έργα που έχουν χαρακτηρισθεί ως κλασικά αποτελούν δημιουργήματα που εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας, προκύπτει και από την εξής απλή διαπίστωση. Όπως είναι γνωστό τα έπη του Ομήρου, αλλά κι εκείνα του Ησιόδου και του Ορφέα, θεωρούνται κλασικά. Το ίδιο ισχύει και για την «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν είναι δυνατόν να υπάρξει κάποιος που, ακόμη κι αν αγνοήσει τα κριτήρια που προκρίνει αυτό το δοκίμιο, να θεωρήσει ότι τα εν λόγω έργα χαρακτηρίζονται κυρίως για την ορθολογικότητα και την αναλογία τους και όχι για την πληθωρική φαντασία των δημιουργών τους. Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική, εκτός κι αν πρόκειται για κάποιον που θα επιχειρήσει να προασπίσει κάποια ιδεοληψία στο όνομα της οποίας θα είναι, πιθανόν, στρατευμένος. Ειδάλλως, είναι βέβαιο πως από οποιαδήποτε σκοπιά κι αν διαβάσει κανείς τα παραπάνω έργα, θα αντιληφθεί άμεσα ότι τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι η πληθωρική φαντασία και ο δημιουργικός αυθορμητισμός. Είναι γεγονός ότι οι ήρωες των επικών ποιητών και των τραγωδιών αποτελούν τύπους ξένους προς εσωτερικές αντιφάσεις και πολύπλοκες υποκειμενικότητες, τύπους χωρίς ουσιαστικές διαφορές, τύπους με διαφορές χαρακτήρων και όχι μοναδικούς ανθρώπους με αντιφάσεις και συγκρουόμενους εσωτερικούς κόσμους, τύπους «αγαλματένιους», ακέραιους και όχι άπειρους κι ενδογενώς διασπασμένους. Όμως αυτή τους η ενότητα δεν τους απομακρύνει από τους κήπους της λογοτεχνίας του φανταστικού. Αυτό το κλασικό στοιχείο δεν έρχεται σε ρήξη με τα χαρακτηριστικά των ηρώων της φανταστικής λογοτεχνίας, το αντίθετο μάλιστα, αυτό το αγνό και αρχαίο κλασικό γεννήθηκε από τους κόλπους της φανταστικής λογοτεχνίας και εξακολουθεί να διακρίνει λογοτεχνικούς ήρωες της νεότερης και σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τον Κόναν του Χάουαρντ, τον Άραγκορν του Τόλκιν και τον Χόκμουν του Μούρκοκ. Συμπεραίνουμε έτσι ότι το αρχαίο κλασικό λογοτεχνικό πνεύμα όχι μόνο δεν αποτέλεσε κάτι ξένο και διαφορετικό από τη φανταστική λογοτεχνία αλλά αντιθέτως συνδέθηκε μαζί της άρρηκτα. Ο μεταγενέστερος κλασικισμός και οι νεώτερες απόψεις περί του κλασικού διαφοροποιήθηκαν από αυτήν.

Πριν ολοκληρωθεί η αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα, κρίνεται σκόπιμη η διασαφήνιση ότι πολλά έργα της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας αποτελούν κείμενα που αναφέρονται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα κι έχουν αξία ιστορικών αφηγήσεων, άσχετα του γεγονότος ότι διαπνέονται από έντονη φαντασιακή λογοτεχνική αύρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ομηρική Ιλιάδα. Το έπος αυτό παρουσιάζει το ιστορικό γεγονός του τρωικού πολέμου μέσα από τη φωνή ενός ποιητή που, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, χρησιμοποίησε τα φτερά της φαντασίας του, για να κάνει ένα αξεπέραστο ταξίδι στους πιο μαγικούς ουρανούς της λογοτεχνικής έμπνευσης. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η δημιουργικότητα της φανταστικής λογοτεχνίας δεν έρχεται απαραίτητα σε ολική σύγκρουση με την πραγματικότητα. Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ορισμένα έργα της φανταστικής λογοτεχνίας έχουν αξία θρησκευτικών κειμένων. Αποτελεί ακλόνητη πεποίθηση πολλών στοχαστών -και μεταξύ αυτών και του γράφοντος- ότι ο Μύθος δεν αποτελεί έκφραση αναλήθειας, αλλά περιγραφή μιας πραγματικότητας που βρίσκεται πέρα από τα μέτρα της απλής ανθρώπινης καθημερινότητας.

Το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται απ’ όλα τα παραπάνω είναι η ύπαρξη έργων της φανταστικής λογοτεχνίας, τόσο στα πλαίσια του πολιτισμού των αρχαίων προγόνων μας όσο και σε πολιτισμούς άλλων λαών. Η μυθολογία, η ενεργητική φανταστική συμμετοχή των δημιουργών και η καθαρότητα της μορφικής έκφρασης των έργων, αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά συστατικά των λογοτεχνικών αυτών δημιουργιών. Συστατικά τα οποία επιδεικνύουν διαχρονική ισχύ, όπως θα δούμε στη συνέχεια του κειμένου. Συνεπώς, από το παρόν δοκίμιο, προβάλλονται ως κριτήρια για την ένταξη των έργων στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας.

Εκείνο που μένει να απαντηθεί, πλέον, είναι το πότε έκλεισε ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας. Ξεκινώντας να προσεγγίζουμε την απάντηση θα πρέπει να σταθούμε αρχικά στη ρωμαϊκή εποχή. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, σε γενικές γραμμές, διατηρήθηκαν οι δομές της ελληνικής αντίληψης και κατ’ επέκταση συντηρήθηκαν τα κεκτημένα του κύκλου της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας, με έργα όπως η «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Η αναδιαμόρφωση που προκάλεσε η Ρώμη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και μεταξύ των άλλων επηρέασε την λογοτεχνία του φανταστικού, είχε τη ρίζα της όχι σε κάποια ισχυρή πολιτιστική της αδυναμία, αλλά στην κατακτητική πολιτική της υπόσταση και στην πολυεθνική κοινωνική της υφή. Η καταστάσεις αυτές, οδήγησαν με το πέρασμα του χρόνου σε διοικητική ανεπάρκεια, στον κλονισμό του κοινοτικού βίου και στην προβολή ενός κοσμοπολίτικού προτύπου ζωής. Το αίσθημα του ανήκειν σε μια συλλογική εθνική οντότητα μαράθηκε, πράγμα που είχε ως συνέπεια να ατονήσει η επαφή των ανθρώπων με τους μύθους και τις παραδόσεις τους. Οι προϋποθέσεις για τον μαρασμό της φανταστικής λογοτεχνίας και το κλείσιμο του πρώτου της κύκλου άρχισαν να γίνονται ευνοϊκές. Η γονιμοποίηση των προϋποθέσεων αυτών συντελέστηκε στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο μεσογειακό γίγνεσθαι κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια.

Ο νεοεμφανιζόμενος χριστιανισμός αποτέλεσε μια θρησκευτική πρόταση, η οποία μολονότι διατηρούσε αρκετά δάνεια από την αρχαιοελληνική σκέψη, δεν έπαυε να αποτελεί ένα παρακλάδι της εβραϊκής θρησκείας. Ως τέτοιο, διατηρούσε μια ιστορική και οργανική επαφή με την εβραϊκή θρησκευτική παράδοση και την Παλαιά Διαθήκη. Οι πρώτοι χριστιανοί, αντιμετωπίστηκαν άλλοτε με διαλλακτικότητα και άλλοτε με αυστηρότητα από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που απλωνόταν σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση εκείνη την εποχή. Οι ίδιοι, εκφράζοντας το Ευαγγέλιο μέσα από την Αποστολική δράση, πρόβαλλαν μια διεθνιστική αντίληψη και, αντίθετα από την πλειοψηφία των Εβραίων που παρέμειναν πιστοί στο μωσαϊκό νόμο και στην ιερατική τους παράδοση, δέχτηκαν με χαρά τους εθνικούς ανάμεσα στους κόλπους της χριστιανικής εκκλησίας. Η αποδοχή Ευρωπαίων χριστιανών είχε μια συνέπεια. Οι νέοι πιστοί θα έπρεπε να αποκηρύξουν την παλιά τους θρησκεία. Με αυτήν, όμως, ήταν συνδεδεμένο και το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας παράδοσης. Έτσι, η εξέλιξη αυτή επέφερε μια αλλαγή στα πολιτισμικά δεδομένα της γηραιάς ηπείρου. Όταν οι ιστορικές συγκυρίες έκαναν τον χριστιανισμό να εξαπλωθεί σε πολύ μεγάλα τμήματα του ευρωπαϊκού πληθυσμού, η αρχαία παράδοση δέχτηκε το πιο ισχυρό πλήγμα. Όπως γίνεται κατανοητό, κάθε πλήγμα που δεχόταν η αρχαία παράδοση, αποτελούσε και πλήγμα για την αρχαία φανταστική λογοτεχνία.

Οι χριστιανοί όταν ενισχύθηκαν, είτε λόγω του ότι δεν είχαν απελευθερωθεί ολοκληρωτικά από την επιρροή της εβραϊκής θρησκείας, είτε γιατί στην πορεία τους προς την εξάπλωση του δόγματός τους συνάντησαν την αντίσταση των εναπομεινάντων εθνικών που τους πείσμωσε περισσότερο, τήρησαν μια πολύ σκληρή γραμμή κατά της αρχαίας ευρωπαϊκής παράδοσης. Η τελική επιβολή του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας από το ρωμαϊκό κράτος, έδωσε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που είχαν ιουδαϊκές καταβολές στον τρόπο σκέψης και δράσης τους, όπως για παράδειγμα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α΄, να εφαρμόσουν έναν ανηλεή διωγμό κατά της αρχαίας ελληνικής και ευρωπαϊκής κληρονομιάς. Μοιραία, κάτω από αυτές τις συνθήκες, το πνεύμα του αρχαίου κόσμου μετατράπηκε σε συντρίμμια και μέσα στα συντρίμμια αυτά μπορούμε να ανιχνεύσουμε το τέλος του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας.

Αυτό βέβαια, δε σημαίνει ότι έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού έπαψαν να δημιουργούνται οριστικά. Τρανά παραδείγματα, ο Νόννος και η επική του εξιστόρηση που έφερε τον τίτλο «Διονυσιακά» (στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και τα τρία άλλα έργα του Νόννου που ήταν η «Γιγαντομαχία», η «Παράφραση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου» και τα «Βασσαρικά»), η οποία αποτέλεσε και μια από τις τελευταίες ίσως εκφράσεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, η «Αποκάλυψη» του Ευαγγελιστή Ιωάννη, που γράφτηκε περίπου τριακόσια χρόνια νωρίτερα, αποτελώντας εκτός από σπουδαίο θεολογικό κείμενο, ένα εκπληκτικό έργο φανταστικής λογοτεχνίας, η «Γιγαντομαχία» και η «Αρπαγή της Περσεφόνης» του Λατίνου ποιητή από την Αλεξάνδρεια Κλαυδίου Κλαυδιανού που γράφτηκαν στο μεταίχμιο του 4ου με τον 5ο αιώνα μ.Χ, αλλά και τα φανταστικά διηγήματα του Λουκιανού, ο οποίος παρότι υπήρξε ρεαλιστής, άκαμπτος ορθολογιστής και στοχαστής που αντιμετώπισε με ειρωνική διάθεση την αρχαιοελληνική θρησκεία, την παράδοση και τη μυθολογία, προκειμένου να εκφράσει τις ιδεολογικές του θέσεις χρησιμοποίησε μεταξύ των άλλων και τις δυνατότητες της επικής λογοτεχνίας, με αποτέλεσμα να αφήσει ως κληρονομιά δυο εξόχως ενδιαφέροντα κωμικά έργα επικού χαρακτήρα, τα «Αληθή διηγήματα Α και Β» και ορισμένα ακόμη κείμενα φανταστικής λογοτεχνίας, όπως τα «Κατάπλους ή Τύραννος» και «Χάρων ή Επισκοπούντες». Τα εν λόγω διηγήματα μπορεί να παρωδούν τον ευφάνταστο χαρακτήρα προγενέστερων συγγραφέων και κυρίως ιστορικών, καθώς επίσης και να στηλιτεύουν αρχαίες ελληνικές συνήθειες και παραδόσεις, αλλά αν τα εξετάσουμε ως αυτόνομα κείμενα θα διαπιστώσουμε ότι αποτελούν κωμικά έπη ηρωικής φαντασίας, που εντάσσονται αδιαμφισβήτητα στην ολότητα της φανταστικής λογοτεχνίας και αποτελούν, αν μας επιτραπεί η αντιστοίχιση, αρχαίους προγόνους, σύγχρονων παρόμοιων έργων, όπως είναι λόγου χάρη τα «Χρονικά του Ίλμορ» του Ν. Λ. Στόουν.

Ωστόσο, εκτός από τις επιμέρους εξαιρέσεις, οι νέες εξελίξεις οδήγησαν στον μαρασμό του αρχαίου πνεύματος, κομμάτι του οποίου αποτέλεσε και ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας. Δεν είμαστε πάντως σε θέση να υποδείξουμε με ακρίβεια ποια ήταν η στιγμή που έκλεισε ο πρώτος φανταστικός λογοτεχνικός κύκλος. Κι αυτό γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχει συγκεκριμένη στιγμή. Το κλείσιμο του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας βασίστηκε σε πολιτισμικές ζυμώσεις και ιστορικές αλλαγές που κράτησαν πολλά χρόνια. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι από το 50 μ.Χ κι έπειτα, το πνεύμα της αρχαιότητας άρχισε να υποχωρεί μαζί με όλα τα παρεπόμενά του. Τον τέταρτο αιώνα μ.Χ η αλλαγή των πολιτισμικών σταθερών είχε ολοκληρωθεί. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα δυνάμεθα να εντοπίσουμε το τέλος του πρώτου φανταστικού κύκλου. Τα διάφορα φανταστικά λογοτεχνικά έργα που δημιουργήθηκαν, όπως ήταν για παράδειγμα η «Αποκάλυψη», τα «Αληθή διηγήματα» και τα «Διονυσιακά», κράτησαν τη φλόγα της φανταστικής λογοτεχνίας αναμμένη και η λειτουργικότητά τους έγκειται στο ότι αποτέλεσαν συνδέσμους του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας με τον επόμενο, ο οποίος χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί αιώνες για να συγκροτηθεί και να ανέλθει στο ιστορικό προσκήνιο των πολιτιστικών δρώμενων.

1) Στη λογοτεχνία του φανταστικού η εικόνα της τελικής δημιουργίας που παρουσιάζεται στο κοινό μπορεί να είναι είτε διαυγής και απόλυτα συγκεκριμένη (όπως για παράδειγμα στην πλειοψηφία των λογοτεχνικών έργων από τον Όμηρο και τον φον Έσενμπαχ μέχρι τον Χόφμαν και τον Χάουαρντ) είτε σκοτεινή και δυσνόητη στην πρώτη ανάγνωση (πράγμα που συμβαίνει αποκλειστικά σε κάποιες δημιουργίες της εποχής του ρομαντισμού, όπως λόγου χάρη στα ποιήματα του Χέλντερλιν, του Μπλέικ και άλλων). Στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και δεν υπάρχει αμφιβολία για την ισχύ του τρίτου κριτηρίου. Στην δεύτερη, όμως, παρόλο που ουσιαστικά ισχύει ότι ακριβώς ισχύει και για την πρώτη, υπάρχει μια ασάφεια που ίσως δώσει την ευκαιρία σε κάποιους να αμφισβητήσουν το κατά πόσο ισχύει το τρίτο κριτήριο. Απαντώντας στις όποιες πιθανές αμφισβητήσεις, δηλώνουμε ότι ακόμη και στις περιπτώσεις όπου κάποια κείμενα του πεδίου, που σε τούτο το δοκίμιο ορίζουμε ως φανταστική λογοτεχνία, είναι δυσνόητα και σκοτεινά, αυτό συμβαίνει γιατί οι δημιουργοί τους μέσω των λογοτεχνικών κειμένων αυτών μας αποκαλύπτουν τις μυστικιστικές συλλήψεις της εσωτερικής κοσμογονίας που συντελείται στον πυρήνα του Εγώ τους, οι οποίες όμως αντλημένες καθώς είναι από τα απύθμενα βάθη της ψυχής, δεν μπορούν εύκολα να εκφραστούν μέσα από τις λέξεις και τις φράσεις της συμβατικής γλώσσας. Η μορφική παρουσίαση του έργου δηλαδή, έχει όση καθαρότητα μπορεί να της δώσει η γλώσσα και η επεξεργασία της συνείδησης. Απλά, τα εργαλεία αυτά, αδυνατούν να προσφέρουν κάτι πιο καθαρό και αρκούνται στην προσφορά των υποβλητικών και σκοτεινών αυτών σχημάτων. Η συγκεκριμένη κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από την εσκεμμένη αοριστία των φράσεων και των μορφών που επιτυγχάνει μέσα από διάφορα λογοτεχνικά τεχνάσματα ο Μοντερνισμός. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό που θέλουμε να πούμε, θα ήταν ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε εκείνο που πολύ εύστοχα είχε παρατηρήσει ο Διονύσιος Σολωμός την εποχή που είχε επηρεαστεί από την φανταστική λογοτεχνία μέσω του γερμανικού ρομαντισμού και το οποίο υποστήριζε ότι άλλο πράγμα είναι η σκοτεινότητα της ποίησης και άλλο η αοριστία των φράσεων. Στην περίπτωση της φανταστικής λογοτεχνίας ισχύει η σκοτεινότητα της ποίησης. Η εν λόγω ποίηση καταλήγει ως τέτοια (ως σκοτεινή δηλαδή) στο βλέμμα του αναγνώστη ακολουθώντας τη διάθεση του δημιουργού για συγκεκριμένη μορφική παρουσίαση, η οποία (διάθεση) όμως, δεν είναι αρκετή για να παρουσιάσει ένα πιο ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Η υποβολή, το δυσνόητο του κειμένου και η γενικότερη «ομίχλη» που σκεπάζει αυτά τα έργα, δημιουργείται αυθόρμητα μέσα από μια «εσωτερική» παραγωγική βούληση. Αντίθετα, στα ρεύματα της πρωτοπορίας και στον μοντερνισμό προϋπάρχει η συνειδητή (η λογικά αποφασισμένη, η ηθελημένη και στοχευόμενη δηλαδή) επιλογή των δημιουργών για ένα αποτέλεσμα μορφικά απροσδιόριστο. Αυτός είναι και ένας από τους πολλούς λόγους που μας κάνουν να αφήνουμε τον μοντερνισμό και την πρωτοπορία εκτός του πεδίου που καλύπτει η λογοτεχνία του φανταστικού.

Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες φιλολογικές αναλύσεις που επιχειρώντας να ορίσουν το πεδίο της νεωτερικής ποίησης, συνδέουν τα ρομαντικά με τα μοντερνιστικά ποιήματα. Ωστόσο οι εκφραστές της αντίληψης αυτής δίνουν μονομερή έμφαση στις τεχνικές κατασκευής των έργων και όχι στην ουσία τους, εμμένοντας σε μια περισσότερο φιλολογική -και όχι ποιητική- αντίληψη των πραγμάτων, με αποτέλεσμα να προβάλλουν τεχνικά χαρακτηριστικά όπως ο ελεύθερος στίχος, η μη ύπαρξη στροφών σταθερής μορφής, ο πεζόμοφος χαρακτήρας του ποιήματος, το ζωντάνεμα της ποιητικής γλώσσας, το δυσνόητο ύφος και ο μη καθαρός νοηματικός ειρμός, προκειμένου να «τοποθετήσουν» το ρομαντισμό και το μοντερνισμό στο ίδιο πεδίο. Παραβλέπουν, όμως, ότι για να καταλήξουν σε αυτό το αποτέλεσμα, τα ρομαντικά και τα μοντερνιστικά ποιήματα ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και διανύουν διαφορετικές πορείες. Αλλά και ως τελικά αποτελέσματα είναι εξόφθαλμο ότι διαφέρουν πάρα πολύ. Ως απόδειξη αυτού θα παραθέσουμε ένα σύντομο παράδειγμα βασισμένο στη σύγκριση δυο χαρακτηριστικών ρομαντικών ποιητικών αποσπασμάτων κι δυο μοντερνιστικών.


«Βραδινή Φαντασία», του Φρ. Χέλντερλιν

Μπρος στην καλύβα του ήσυχος κάθεται, στον ίσκιο,
ο ζευγάς, -το τζάκι του, στην εγκρατή, καπνίζει.
Ηχεί φιλόξενα το βραδινό σήμαντρο, μέσα
στο ειρηνικό χωριό, στον οδοιπόρο.
Τώρα, γυρνούνε πια και τα καράβια στα λιμάνια,
σε πόλεις μακρινές, ο πολυάσχολος της αγοράς βόμβος
θροΐζει φαιδρός, στην έρημη σκιανάδα λάμπει
το συντροφικό δείπνο των φίλων.

Που πάω, λοιπόν, εγώ; Από μισθό και δουλειά ζούνε
οι θνητοί εναλλάσσοντας κούραση και ξεκούραση, όλα
χαρούμενα είναι, γιατί, λοιπόν, κοιμάται
το κεντρί μες στο δικό μου στήθος μόνο;

Στον βραδινό ουρανό μι’ άνοιξη ανθίζει, ανθούνε
αμέτρητα τα ρόδα κι ο χρυσός κόσμος μοιάζει
ήσυχος, ω πορφυρά νέφη, πάρετέ με
εκεί! και θά ’θελα, εκεί πάνω,

σ’ αέρα και φως, ο έρως κι ο πόνος μου να διαλυθούνε!-
Μα, σαν διωγμένη από τρελή ικεσία, φεύγει
η μαγεία, σκοτεινιάζει και μονάχος,
κάτω από τον ουρανό ’μαι, καθώς πάντα-

Έλα, γλυκό μισοϋπνι, τώρα! Πολλά ’ναι κείνα
που επιθυμεί η καρδιά, στο τέλος, όμως, ω Νεότης
φλέγεσαι, ανήσυχη, ονειροπολούσα!
Το γήρας ειρηνικό και χαρούμενο είναι τότε.
(μετάφραση Άρης Δικταίος, εκδόσεις Αιγόκερως).

Απόσπασμα από το «Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης», του Γουίλιαμ Μπλέικ.

Η αρχαία παράδοση πως ο κόσμος θα ριχτεί στο πυρ το εξώτερο
σε έξι χιλιάδες χρόνια είναι αληθινή, σύμφωνα με όσα άκουσα στην Κόλαση.
Γιατί το χερουβείμ με την πύρινη ρομφαία του θα λάβει σε λίγο εντολή
να πάψει να φρουρεί το Δέντρο της Ζωής και μόλις το πράξει, η πλάση
ολόκληρη θα αναλωθεί στην φωτιά και θα φανεί άπειρη και ιερή, ενώ τώρα
φαίνεται πεπερασμένη και διεφθαρμένη.
Αυτό θα συμβεί αν καλλιεργηθούν οι απολαύσεις των αισθήσεων…
(μετάφραση Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις Νεφέλη).

Απόσπασμα από ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου.

«Πέρα από το στέαρ της κυπελλοφόρου αμάξης, ο ουρανός της
έγινε σαν μάτι μυρμηκιώντος κόμπου
και χωρίς κόπο και χωρίς καπίστρι,
επανέρχεται μαζί μας ο ζυμωτής
των μεμακρυσμένων φόνων…»

Απόσπασμα από το ποίημα « Karawane» του Hugo Ball, που θα σας παρουσιάσω αμετάφραστο, γιατί είναι απλά φωνητικό, χωρίς νόημα και συνεπώς, δεν έχει νόημα η μετάφραση.

«..Hollaka hollala
anlogo bung
blago bung
blago bung
bosso fataka
ϋ ϋϋ ϋ
schampa wulla wussa όlobo…»

Όπως βλέπουμε και τα τέσσερα ποιήματα παρουσιάζουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά που προαναφέραμε. Ωστόσο γίνεται ξεκάθαρο ακόμη και στα μάτια κάποιου που δεν έχει ασχοληθεί με τη λογοτεχνία ότι τα δυο πρώτα εκφράζουν μια πνοή εντελώς άσχετη από αυτή των δυο επόμενων. Ο μυστικισμός, η σκοτεινότητα και η ονειρική σύλληψη που χαρακτηρίζουν τα δυο ρομαντικά ποιήματα που προηγούνται, συνιστούν κάτι το εντελώς διαφορετικό από την επιτηδευμένη μορφική χαλαρότητα που επιδεικνύει το τρίτο ποίημα το οποίο εκφράζει τον σουρεαλισμό και την, πρόσθετη σε αυτήν, νοηματική ανυπαρξία του τέταρτου που αποτελεί δείγμα του ντανταϊσμού.

Επίσης, καθίσταται εμφανές ότι τα δυο ρομαντικά ποιήματα ανταποκρίνονται στα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Η μυθολογία όπως την ορίσαμε ως κριτήριο είναι παρούσα, τόσο στο πρώτο ποίημα με τον χαρακτήρα της δραματικής και ονειρικής σύλληψης της πραγματικότητας (με κορύφωση την τέταρτη στροφή), όσο και στο δεύτερο με τη μορφή του θρησκευτικού μυστικισμού. Υπάρχει επίσης ενεργητική συμμετοχή των δημιουργών. Στο πρώτο ποίημα είναι δεδομένη και αυτονόητη αφού σε όλες τις ονειρικές συλλήψεις της πραγματικότητας υπάρχει συνακόλουθη ενεργητική συμμετοχή, ενώ στο δεύτερο εκφράζεται μέσα από την προσωπική έκφραση του θρησκευτικού μυστικισμού του ποιητή. Για την καθαρότητα της μορφικής παρουσίασης, τέλος, ισχύουν τα όσα έχουμε αναφέρει στις προηγούμενες παραγράφους της παραπομπής.

Ενώ για τα δυο ρομαντικά ποιήματα ισχύουν όλα τα παραπάνω, για τα μοντερνιστικά δεν ισχύει τίποτε από αυτά. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, δεν ισχύει το πρώτο και το τρίτο κριτήριο. Ενεργητική συμμετοχή των ποιητών υπάρχει αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μας αφορά σε σχέση με το τι είναι η φανταστική λογοτεχνία και δεν αρκεί για να εντάξει τα συγκεκριμένα έργα στην ολότητά της.

Τίθεται τώρα το ερώτημα, τι γίνεται αν κάποιο έργο μοντερνιστή λογοτέχνη εκπληρώνει και τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Νομίζω πως η απάντηση είναι σαφώς θετική. Εννοείται πως ένα τέτοιο έργο αποτελεί μέρος του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο για το σύνολο των έργων του μοντερνισμού.

Σίγουρα το παράδειγμα είναι σύντομο αλλά πιστεύουμε ότι συνάμα είναι και αρκετό για να κάνει κατανοητό αυτό που υποστηρίζουμε.

2) «Τα ορφικά» Εκδόσεις εγκυκλοπαίδειας Ηλίου, μεταφρ. Σπύρου Μαγγίνα.

3) Λουκιανός, Φιλοψευδής ή απιστών εκδ. Πατάκη.


Σταμάτης Μαμούτος
Απόφοιτος Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Πειραιά,
Απόφοιτος Ελευθέρου Πανεπιστημίου της Στοάς του βιβλίου
(σειρά μαθημάτων για τη λογοτεχνία: Από τον
ρομαντισμό στον μεταμοντερνισμό-οι περιπέτειες
του λογοτεχνικού θεσμού)
Φοιτητής Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης.
Πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ