MEMORY ALPHA
του Ιωάννη Παπαδημητρόπουλου

Ο όρος Σταρ Τρεκ (Star Trek) αναφέρεται στο φαινόμενο που εκκίνηση του είχε την ομώνυμη αμερικανική τηλεοπτική σειρά επιστημονικής φαντασίας, δημιουργός της οποίας ήταν ο συγγραφέας Τζιν Ρόντμπερι (1921-1991). Τα δρώμενα του Star Trek αφορούν κάποια μελλοντική εποχή, κατά την οποία η Γη συμμετέχει στην Ηνωμένη Ομοσπονδία Πλανητών (United Federation of Planets). Το 1966 μεταδόθηκε στην τηλεόραση των Η.Π.Α το πρώτο επεισόδιο της σειράς. Έκτοτε έχουν γυριστεί περισσότερα από 720 ακόμα σε 5 σειρές που εκτείνονται σε 4 δεκαετίες (1966 -2005). Επίσης, έχουν γυριστεί 10 κινηματογραφικές ταινίες, έχουν κυκλοφορήσει πλήθος μυθιστορημάτων, επιτραπέζιων και ηλεκτρονικών παιχνιδιών και μια σειρά κινουμένων σχεδίων. Η σχέση του Star Trek, δηλαδή, με τη φανταστική λογοτεχνία και τις υπόλοιπες πολιτιστικές εκφράσεις που υπάγονται στο πεδίο της ή συνδέονται μαζί της, είναι αναμφισβήτητα ισχυρή. Τον Ιανουάριο του 2004 είδε το φως η σειρά "Νέα Ταξίδια" ("New Voyages"), γυρισμένη από οπαδούς και διατιθέμενη αποκλειστικά από το διαδίκτυο. Κάθε χρόνο πραγματοποιούνται συνέδρια που αφορούν το Star Trek, τα οποία φέρνουν τους πολυπληθείς θαυμαστές του κοντά.

Ένα κομμάτι της γοητείας και του μαγνητισμού που ασκούν στους ανθρώπους κάποια συγκεκριμένα franchise στο χώρο του φανταστικού και της επιστημονικής φαντασίας είναι αναμφισβήτητα το σύμπαν στο οποίο εκτυλίσσονται. Τα πιο πετυχημένα λαμβάνουν χώρα σε καλοχτισμένους και λεπτομερέστατα οριοθετημένους χώρους, είτε πρόκειται για κόσμους είτε για ολόκληρα σύμπαντα. Εκεί κινούνται και αλληλεπιδρούν χαρακτήρες, χτίζοντας ολόκληρες ζωές, ανεβαίνουν και πέφτουν αυτοκρατορίες, γέννιουνται και πεθαίνουν θρησκείες και ιδεολογίες. Στις διάφορες ενσαρκώσεις του franchise υπάρχει μια θαυμαστή συνέχεια σχετικά με την Ιστορία, τα έθιμα των λαών, τη γεωγραφία, τις εξελίξεις της πλοκής αλλά και των χαρακτήρων που μεγαλώνουν, μαθαίνουν και ενεργούν εξερευνώντας τον Κόσμο γύρω τους (και όπου υπάρχουν αντιφάσεις σε αυτά, γίνονται θέμα συζήτησης ανάμεσα στους πιστούς του συγκεκριμένου franchise και τους κάνουν να ασχολούνται ακόμα περισσότερο).

Το Star Trek είναι θρυλικό για το βάθος των ιστοριών του και για την αισιόδοξη, σχεδόν ουτοπική αντίληψη του για το μέλλον της ανθρωπότητας (αν και αυτό είναι θέμα προς συζήτηση). Από το 1966 μέχρι σήμερα, μέσα από 5 σειρές και 10 ταινίες (με μια ημι-επίσημη σειρά κινουμένων σχεδίων με το πλήρωμα της Original Series και μια καινούργια ταινία στα σκαριά με το ίδιο πλήρωμα) το Star Trek έχει κάνει και κάτι άλλο: έχει δημιουργήσει ένα αρκετά λεπτομερές σε μερικά σημεία και αρκετά αόριστο σε άλλα σύμπαν με τους λαούς, τους πολιτισμούς, την Ιστορία και τα προβλήματα του. Ένα περιβάλλον κατάλληλο για την αφήγηση κάθε ιστορίας, είτε ηθικοπλαστικού περιεχομένου, είτε πολιτικής ίντριγκας, είτε καθαρής δράσης.

Τα τελευταία χρόνια, μετά και την έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας του Star Trek από τον Mike Okuda και των δύο βελτιώσεων της μέχρι στιγμής, ένα πλήθος site στο Internet έχει εμφανιστεί που ασχολείται με τα πρόσωπα, τα σκάφη, τις τοποθεσίες, τις φυλές του σύμπαντος αυτού αλλά και με τους ηθοποιούς και τα μέλη των συνεργείων των διαφόρων ενσαρκώσεων. Ακόμα περισσότερα υπάρχουν που ασχολούνται με τα αντίστοιχα θέματα των διαφόρων μυθιστορημάτων, κόμικς, videogames, και των άλλων spin-off. Από αυτές τις databases, μια σημαντική προσπάθεια είναι, εκτός από την database του επισήμου site, αυτή της ομάδας της πασίγνωστης δικτυακής εγκυκλοπαίδειας Wikipedia, η Memory Alpha.

Η Memory Alpha (http://memoryalpha.org/) είναι σύμφωνα με το εισαγωγικό της κείμενο «ένα συνεργατικό εγχείρημα για τη δημιουργία της πιο έγκυρης, ακριβούς και ευπρόσιτης εγκυκλοπαίδειας για ό,τι έχει σχέση με το Star Trek». Το όλο project βασίζεται ακριβώς πάνω στη μηχανή της Wikipedia. Για την ακρίβεια το Memory Alpha είναι ένα από τα λεγόμενα Wiki projects, που σκοπό έχουν να εφαρμόσουν το στυλ της Wikipedia σε μια πλειάδα θεμάτων. Η αντίστοιχη database για το Star Wars υπάρχει και λέγεται Wookiepedia.

Μέσα στη Memory Alpha η ύλη χωρίζεται σε 6 portals: People, Science, Society and Culture, Technology, Arts, Star Trek. Το τελευταίο portal περιέχει μια πλήρη λίστα των επεισοδίων όλων των σειρών και των ταινιών μα και κάποια αρκετά ενδιαφέροντα άρθρα σχετικά με τα conventions, την μεγάλη ποικιλία των συλλεκτικών αντικειμένων που έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς αλλά ακόμα και τα περίφημα κλισέ του Star Trek όπως ο εύκολος θάνατος των νεαρών αξιωματικών που φοράνε κόκκινες στολές και οι παραλλαγές της φράσης του Dr. McCoy «Γαμώτο, γιατρός είμαι, δεν είμαι…». Τα ειδικά links All Pages και All Categories δίνουν μια γενική επισκόπηση των άρθρων αλλά προσφέρουν μάλλον κάτι λιγότερο από βοήθεια. Ευτυχώς το site είναι εξοπλισμένο με search και με τις σωστές παραμέτρους μπορεί να οδηγήσει το χρήστη εκεί που θέλει σε λίγα δευτερόλεπτα.

Αν κάποιος, όπως εγώ, αρέσκεται απλά να ψαχουλεύει με τις ώρες στον ελεύθερο του χρόνο για κάθε μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια στο σύμπαν των διαφόρων franchise, τότε μπορεί να ακολουθήσει ένα από τα πολλά links στην αρχική σελίδα που με τη σειρά τους οδηγούν σε άλλα και σε άλλα. Τα χαρακτηριστικά που μοιράζεται με τη μητέρα Wikipedia το κάνουν να μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον κάποιου με τις ώρες. Τα «Πρόσφατα Νέα» δίνουν ειδήσεις που αφορούν την νέα παραγωγή που αναμένεται στο τέλος του 2008, τις σειρές που παίζουν τώρα οι ηθοποιοί που έπαιξαν σε παλαιότερες ενσαρκώσεις του Star Trek, τον περιστασιακό θάνατο κάποιου που ασχολήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο με την παραγωγή μα και τις εξελίξεις στο πεδίο του fan fiction και τις καλές προσπάθειες του χώρου. Το «Ξέρατε ότι» δίνει κάποιες μικρές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες ενώ το «Παρουσιαζόμενο Άρθρο» είναι ένα αυτούσιο κομμάτι της βάσης δεδομένων. Βεβαίως, κάθε ένα κομμάτι της αρχικής σελίδας έχει άπειρα links σε σχετιζόμενα άρθρα και κάθε άρθρο σε άλλα. Ξεχωριστή έκπληξη είναι το link «Τυχαία Σελίδα» που οδηγεί σε κάποια άλλη σελίδα κάθε φορά. Κλασσικά υπάρχει φόρουμ και chat rooms ενώ δημοσιεύονται και ανακοινώσεις μάλλον τεχνικού περιεχομένου από τους διαχειριστές της Memory Alpha.

Στο θέμα του περιεχομένου, η Memory Alpha έχει κοντά στα 26000 άρθρα στην αγγλική γλώσσα. Περιέχονται χαρακτήρες, πλανήτες, οργανισμοί, κράτη, διαστημικά σκάφη, στοιχεία πολιτισμών και τεχνών, άρθρα για τους στρατιωτικούς βαθμούς, τις τεχνολογίες, τις ουσίες, το ειδικό λεξιλόγιο, ακόμα και για θέματα όπως οι αφιερωματικές πλάκες στη γέφυρα των Ομοσπονδιακών σκαφών, οι διάφοροι βοηθητικοί ηθοποιοί χωρίς διάλογο (κομπάρσοι), τα σύμβολα, κ.α. Είναι μαγευτικό κατά τη γνώμη μου, να υπάρχουν άρθρα για χαρακτήρες ή διαστημικά σκάφη που δεν παρουσιάστηκαν ούτε καν αναφέρθηκαν σε κάποιο επεισόδιο αλλά απλά αναγράφονταν σε μία οθόνη στο σκηνικό (στα περίφημα okudagrams). Όσα άρθρα αναφέρονται σε κάποιο αρκετά σημαντικό στοιχείο που έπαιξε σημαίνοντα ρόλο σε κάποιο επεισόδιο ή στη γενικότερη ιστορία (ειδικά στο Deep Space Nine, που από ένα σημείο και μετά ήταν συνεχιζόμενη ιστορία), συνοδεύονται από παραρτήματα όπου υπάρχουν πληροφορίες για το πώς δένουν διάφορα νήματα αφήγησης από επίσημο και ανεπίσημο υλικό του Star Trek. Αξίζει να αναφερθεί ότι για τις ανεπίσημες εκφράσεις του franchise υπάρχει ξεχωριστή database, η Memory Beta από την οποία υπάρχουν αρκετά links σε άρθρα που έχουν αντίστοιχο εκεί.

Κάθε άρθρο συνοδεύεται από φωτογραφίες για το θέμα που περιγράφει. Υπάρχει η φωτογραφία κάθε βοηθητικού ηθοποιού αλλά και πολλά παγωμένα καρέ από επεισόδια με διαστημόπλοια, κτίρια, σκηνές μαχών (τουλάχιστον έχω βρει ισόβια προμήθεια desktop!), σχεδιαγράμματα τεχνολογιών κ.α. Στα άρθρα των διαστημοπλοίων συχνά-πυκνά υπάρχουν και links για ένα από τα προσωπικά αγαπημένα μου site, το Ex Astris Scientia που ασχολείται με την τεχνολογία του Star Trek και περιέχει υποθετικές και ανεπίσημες αναπαραστάσεις σκαφών που έχουν αναφερθεί αλλά δεν έχουν μέχρι στιγμής εμφανιστεί. Στα άρθρα που αναφέρονται στους βασικούς συντελεστές μπορεί κανείς να βρει στοιχεία για την καριέρα τους, τις παραγωγές που έχουν συμμετάσχει αλλά και προσωπικά στοιχεία (ίσως και αρκετά προσωπικά στην περίπτωση του Alexander Siddig).

Η Memory Alpha ίσως δεν είναι η πληρέστερη και εξαντλητικότερη database για το Star Trek. Ίσως πάλι και να είναι. Σίγουρα πάντως έχει τη δυναμική να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο. Με την αναμενόμενη καινούργια ταινία που όλοι ελπίζουν ότι θα αναζωογονήσει το Star Trek αφού το Enterprise μάλλον δεν τα κατάφερε, η Memory Alpha θα βρει ένα νέο πεδίο επέκτασης. Η συνεχής προσθήκη νέων άρθρων και θεμάτων θα βοηθήσει στη καλύτερη γνωριμία με το λεπτομερές αυτό σύμπαν όλων όσων μεγάλωσαν με αυτό ή, όπως εγώ, το ανακάλυψαν λίγα χρόνια πριν και απλά εθίστηκαν. Με την προσθήκη άρθρων σε ακόμα περισσότερες γλώσσες (έχει ήδη 12 εκτός από την αγγλική) θα γίνει πιο προσιτό σε πολλούς ανθρώπους που έχουν πιστέψει στο μέλλον που προτείνει και σε άλλους που απλά το έχουν ακούσει και αναρωτιούνται. Η σφαιρική αντίληψη του Star Trek θα κάνει σαφές ότι προσφέρει ιστορίες με απίστευτη ισορροπία. Εκτός από τις ηθικές νουθεσίες του Picard υπάρχουν οι καυγάδες του Kirk, εκτός από τις τεράστιες και πολύνεκρες εφετζίδικες μάχες του Ηγεμονικού Πολέμου υπάρχουν τα βαριά διλλήματα της Janeway που οι αποφάσεις της κρίνουν τις ζωές όλου του πληρώματος της, 70000 έτη φωτός από τη Γη. Αυτό δίνει το Star Trek. Όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής, σκέψης και ψυχοσύνθεσης.


Ιωάννης Παπαδημητρόπουλος
Φοιτητής Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών
Τμήματος ΄΄Πολιτικών Επιστημών και δημόσιας διοίκησης΄΄
Ιδρυτικό μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.



O Tolkien και οι επιρροές του στο σκληρό ήχο
του Στέλιου Πέππα

Οι φίλοι της φανταστικής λογοτεχνίας έχουν δει πολλές φορές τα αγαπημένα τους λογοτεχνικά έργα να εμπνέουν ανθρώπους του κινηματογράφου, της μουσικής, της ζωγραφικής και άλλων τεχνών. Το συνολικό έργο του J.R.R. Tolkien αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση των τελευταίων ετών. Αν θελήσουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στη μουσική –και συγκεκριμένα στο σκληρό ήχο (Heavy Metal, Rock)- θα χρειαστεί να δαπανήσουμε τεράστιες ποσότητες μελανιού προκειμένου να κάνουμε μια απλή αναφορά στους μουσικούς και τα συγκροτήματα που έχουν επηρεαστεί, στιχουργικά μα και σε άλλα επίπεδα, από το έργο του κορυφαίου Άγγλου λογοτέχνη. Ζητώντας προκαταβολικά την κατανόηση του αναγνώστη για τις όποιες τυχών παραλήψεις, θα δοκιμάσουμε μέσα από το άρθρο αυτό να ακολουθήσουμε τα μαγικά μονοπάτια που έχει χαράξει η πένα του «Άρχοντα» της φανταστικής λογοτεχνίας στο χώρο του σκληρού ήχου.

Πιστεύω ότι η πρώτη αναφορά ανήκει δικαιωματικά στους Γερμανούς power metallers Blind Guardian, οι οποίοι αποτελούν την μπάντα που έχει συνδέσει όσο καμιά άλλη το όνομά της με τον παραμυθένιο κόσμο της Μέσης Γης. Οι Guardian έχουν δημιουργήσει στίχους βασιζόμενοι σε όλα τα έργα του Tolkien. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το πολύ όμορφο τραγούδι τους που έχει τον τίτλο «Lord of the rings». Κυρίως, όμως, έχουν επηρεαστεί από το «Silmarillion», βάση του οποίου έχουν δημιουργήσει ένα ολόκληρο concept album που τιτλοφορείται «Nightfall in Middle Earth». Η μουσική αισθητική των Blind Guardian συνδέει το σκληρό ήχο του Heavy Metal με πολλά στοιχεία κλασικής μουσικής, αλλά και μεσαιωνικής τευτονικής, παραδοσιακής folk. Στο «Nightfall in Middle Earth», το οποίο είναι κατά γενική ομολογία το καλύτερό τους album, το μεσαιωνικό και folklore στυλ μουσικής συνδυάζεται στο στιχουργικό επίπεδο πολύ όμορφα με τον μαγικό τολκινικό κόσμο, δημιουργώντας ένα καταπληκτικό άκουσμα μελωδικού power metal. Η μουσική τους έχει γίνει δεκτή με πολύ ενθουσιασμό ανά τον κόσμο και στην χώρα μας. Οι λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία θα θυμούνται σίγουρα με νοσταλγία τις θρυλικές συναυλίες που είχαν δώσει στα πλαίσια της περιοδείας τους για το «Nightfall in Middle Earth» τον Οκτώβριο του 1998 στην Ελλάδα, όταν και είχαν γνωρίσει την αποθέωση από ένα εκστασιασμένο κυριολεκτικά κοινό, το οποίο είχε κάνει τα θεμέλια του πάλαι ποτέ «ναού» της rock –δηλαδή του ιστορικού Ρόδον club- να τρίζουν από τον παλμό!

Άλλη μια μπάντα που έχει επηρεαστεί από τον κόσμο της Μέσης Γης είναι οι Battlelore. Η μπάντα αυτή παίζει φολκλορική μουσική με πολλά black metal φωνητικά και σε αρκετούς από τους δίσκους της συναντάμε αναφορές από το έργο του Τolkien. Ο συνδυασμός της κέλτικης παραδοσιακής μουσικής και των speed metal στοιχείων κάνουν τους Battlelore να αποπνέουν μία ατμόσφαιρα μεσαιωνικού τύπου και συγχρόνως τους βοηθά να ταξιδέψουν τον ακροατή στα μαγικά μονοπάτια της Gondor και του Rohan.

Ωστόσο οι επιρροές του Tolkien στο χώρο του Heavy Metal δεν σταματούν εδώ. Το σουηδικό επικό συγκρότημα Amon Amarth έχει εμπνευστεί την ονομασία του από τον τολκινικό κόσμο. Το ίδιο και οι ΄΄cult΄΄ Βρετανοί της δεκαετίας του ’80 Cirith Ungol, οι Marillion που το όνομά τους αποτελεί μια συντόμευση του Silmarillion, οι Burzum του Varg Vikernes που το όνομά τους σημαίνει «μαύρος» στη γλώσσα των Ορκ, όπως επίσης και μια πληθώρα από άλλες μπάντες οι οποίες εμφανίζονται στο χώρο του σκληρού ήχου με χαρακτηριστικά ονόματα του τύπου Uruk- hai, Isildurs Bane, Ringwraith κ.α. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι άλλο ένα συγκρότημα που έχει μυηθεί στη «μαγεία» του κόσμου της Μέσης Γης είναι οι πολύ επιτυχημένοι Φιλανδοί Nightwish.

Η πένα του «Άρχοντα» δεν ενέπνευσε, όμως, μόνο σύγχρονα συγκροτήματα και σχήματα της δεκαετίας του 1980. Οι επιρροές του έργου του είχαν γίνει εμφανείς στο χώρο της Rock, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Οι Led Zeppelin με τα «Battle of evermore», «Misty mountain hop», «Ramble on» και «Over the hills and far away», είχαν φροντίσει πολύ νωρίς να τιμήσουν δεόντως τον κόσμο του Tolkien. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τους Rush με το «Rivendell», όπως επίσης και για τους Camel με το «Whiterider», ενώ η λίστα δεν σταματάει εδώ.

Εκείνο, ωστόσο, που δεν πρέπει να λησμονούμε είναι ότι οι τολκινικές επιρροές στο σκληρό ήχο των δεκαετιών του ’60 και του ’70 έγιναν μέσα στα πλαίσια του «ελευθεριακού» κλίματος της εποχής των παιδιών των λουλουδιών. Ο ίδιος ο Tolkien, που ήταν εν ζωή εκείνη την εποχή, δεν συμπάθησε σε καμία περίπτωση το όλο κλίμα. Οι γιοι του, που κληρονόμησαν τα δικαιώματα των έργων του, συνέχισαν να εκφράζουν μια γενικότερη δυσπιστία προς τις μπάντες του σκληρού ήχου, ακόμη και όταν εκείνες -άνηκαν στο χώρο του Heavy Metal ή είχαν ορχηστρικό χαρακτήρα και- δεν σχετίζονταν με το πρωτοποριακό και «αριστερόστροφο» ύφος των συγκροτημάτων παλαιότερων εποχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ιταλικό συγκρότημα Rhapsody που παίζει ένα μίγμα από Heavy Metal και κλασική μουσική. Το συγκρότημα αυτό δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την έγκριση της οικογένειας του Tolkien για να κάνει ένα δίσκο αφιερωμένο στον «Άρχοντα των δακτυλιδιών», με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα δικό του concept, που μελοποιήθηκε στο album με τον τίτλο «Dark Secret- Symphony of enchanted lands 2». Στα φωνητικά του δίσκου αυτού, αξίζει να σημειωθεί ότι συμμετείχε και ο «παμμέγιστος» Christopher Lee, πράγμα που υποδηλώνει ότι οι Rhapsody δεν είναι ένα τυχαίο συγκρότημα, ενώ φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με την ψυχεδέλεια, τον σουρεαλισμό και την πολιτικοποίηση (κυρίως την αριστερή). Παρόλα αυτά η οικογένεια του Tolkien αρνήθηκε να τους επιτρέψει να δημιουργήσουν ένα έργο το οποίο θα είχε ως θεματικό υπόβαθρο την υπόθεση του «Άρχοντα των δακτυλιδιών». Από την άλλη, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το ότι κάποιοι άλλοι μουσικοί κατάφεραν να εξασφαλίσουν την άδεια της οικογένειας του σπουδαίου λογοτέχνη, προκειμένου να κυκλοφορήσουν μουσική εμπνευσμένη από τα έργα του. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι τα περισσότερα συγκροτήματα του σκληρού ήχου που αποφασίζουν να κάνουν κάτι τέτοιο αντιμετωπίζουν δυσκολίες όταν φτάνουν στο σημείο να ζητήσουν την έγκριση της οικογένειας του Tolkien.

Πάντως, πέρα απ’ όλα αυτά, εκείνο το οποίο έχει σημασία για τους αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας, που ταυτοχρόνως αποτελούν και ακροατές του σκληρού ήχου, είναι το ότι μια πληθώρα συγκροτημάτων έχει δημιουργήσει -και συνεχίζει να δημιουργεί- μουσικές ατμόσφαιρες που, σε συνδυασμό με τους στίχους, ανοίγουν τις μυστικές πύλες της φαντασίας και υπόσχονται μαγικά ταξίδια στα βασίλεια της Μέσης-Γης. Συγκροτήματα «μεταμορφωμένα» σε μεσαιωνικούς βάρδους και ακροατές που περιπλανώνται νοερά στις ομιχλώδεις ατραπούς της φανταστικής λογοτεχνίας. Αυτή είναι η κοινότητα του σκληρού επικού ήχου! Μια κοινότητα της οποίας ο Tolkien αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς.


Στέλιος Πέππας
Φοιτητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης
Αντιπρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ



ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
του Σταμάτη Μαμούτου

Τί είναι τελικά η φανταστική λογοτεχνία; Ένα λογοτεχνικό είδος που αναπτύχθηκε τον τελευταίο αιώνα ή μήπως πρόκειται για την αρχαιότερη λογοτεχνική έκφραση; Υπάρχουν χαρακτηριστικά που μπορούν να την καταστήσουν αντιληπτή ως ενιαία λογοτεχνική πρόταση ή αποτελεί ένα σύμπλεγμα διαφορετικών λογοτεχνικών ρευμάτων; Είναι αυτό που ορισμένοι αποκαλούν υποτιμητικά «παραλογοτεχνία» ή, τελικά, εντός των πλαισίων της μπορεί να αναζητήσει κανείς τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών; Ποια η σχέση της με τον Ρομαντισμό; Διατηρεί σημεία επαφής με τον Μοντερνισμό και τα κινήματα της Πρωτοπορίας;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα έχουν απασχολήσει πολλούς φίλους της φανταστικής λογοτεχνίας. Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ (Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας) θεωρώντας ως κύριο μέλημά της τη συζήτηση και την ουσιαστική ανάλυση του φαινομένου της φανταστικής λογοτεχνίας, από την πρώτη κιόλας στιγμή της ίδρυσής της κατέθεσε τις σχετικές θέσεις της μέσα από την Ιδρυτική της Διακήρυξη. Το δοκίμιο του Σταμάτη Μαμούτου που ακολουθεί είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη και εκφράζει τις θέσεις αυτές. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύεται το πρώτο μέρος του δοκιμίου, το οποίο, αφού παρουσιάζει τα κριτήρια που σύμφωνα με τη λέσχη καθιστούν ένα λογοτεχνικό έργο μέρος του Όλου της φανταστικής λογοτεχνίας, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα αν υπήρχαν έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού στην αρχαιότητα. Στα αποσπάσματα που θα δημοσιευθούν στα επόμενα τεύχη θα δοθεί έμφαση στη μεσαιωνική, στη ρομαντική και στη νεότερη φανταστική λογοτεχνία, αντίστοιχα.


I

Αν αποφάσιζα κάποια στιγμή να ανασύρω από τη μνήμη μου τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θυμάμαι τον εαυτό μου να εμπλέκεται σε συζητήσεις που αφορούσαν τη φανταστική λογοτεχνία είναι σίγουρο ότι στο τέλος θα έχανα το λογαριασμό. Το ίδιο θα συνέβαινε κι αν επιχειρούσα να μνημονεύσω πόσες φορές έχω παρακολουθήσει με προσοχή ομιλητές, αλλά και έχω διαβάσει συγγραφείς ή κριτικούς, να εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο, η πρώτη κιόλας προσπάθεια εκτίμησης του κατά πόσο έχω καλυφθεί από τα όσα έχω ακούσει και διαβάσει, ήταν αρκετή για να με οδηγήσει αυτομάτως σε μια εύκολη διαπίστωση. Η διαπίστωση αυτή συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι το μοναδικό ίχνος, που έχουν αφήσει στη μνήμη μου όλες οι σχετικές συζητήσεις και αναγνώσεις, είναι η θύμηση μιας ασύμμετρης και άναρχης συμπλοκής απόψεων, η οποία δεν κατέληξε σε κάποιο ικανοποιητικό συμπέρασμα.

Δεν ισχυρίζομαι, βέβαια, ότι τα όσα άκουσα και διάβασα ήταν ολοσχερώς άστοχα. Το αντίθετο μάλιστα, τα περισσότερα εμπεριείχαν ισχυρές δόσεις αλήθειας. Αυτό, όμως, ήταν και το μειονέκτημά τους. Το ότι περιορίζονταν δηλαδή, σε πεδία μικρής εμβέλειας, αδυνατώντας –πεισματικά ενίοτε- να αντιληφθούν, τόσο την ευρύτητα του θέματος με το οποίο καταπιάνονταν (της φανταστικής λογοτεχνίας δηλαδή), όσο και την οργανική συνοχή των επιμέρους τμημάτων του που απομόνωναν.

Οι περισσότερες από τις προσπάθειες κατανόησης της φανταστικής λογοτεχνίας που επιχειρήθηκαν μέχρι σήμερα, εξαντλήθηκαν σε μια απλή περιγραφή της ζωής και του έργου κάποιων λογοτεχνών. Οι πιο επιτυχημένες από αυτές, απλώς δοκίμασαν να εισέλθουν σε ένα πιο βαθύ επίπεδο κατανόησης της δημιουργικής δυναμικής ορισμένων εξ αυτών (των λογοτεχνών). Δεν αντιμετώπισαν, δηλαδή, την φανταστική λογοτεχνία ως μια λογοτεχνική ενότητα με συγκεκριμένη ιστορική διάσταση, αλλά προτίμησαν να εξάγουν συμπεράσματα για αυτήν μέσα από την εξέταση μεμονωμένων λογοτεχνών, και μάλιστα, συνήθως, μόνο της νεώτερης εποχής. Υπό αυτές τις συνθήκες, νομίζω ότι καθίσταται εμφανές πως τα συμπεράσματα τέτοιων προσεγγίσεων δεν ήταν αρκετά για να βοηθήσουν τον εκάστοτε αναγνώστη να αντιληφθεί σε ικανοποιητικό βαθμό το τι είναι τελικά η φανταστική λογοτεχνία. Μπορεί να παρείχαν κάποιες χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με ορισμένους λογοτέχνες, αλλά ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να προσφέρουν μια ικανοποιητική πρόταση για το σύνολο της φανταστικής λογοτεχνίας, εφόσον αγνόησαν εξαρχής την πιο βασική έννοια της οποιασδήποτε λογοτεχνικής θεώρησης, δηλαδή την ιστορικότητα. Ακόμη και όταν κάποιες παράλληλες μελέτες που αφορούσαν το έργο μεμονωμένων λογοτεχνών συγκεντρώνονταν (και εκδίδονταν) σε κάποιο ενιαίο τόμο, μπορεί να προσέφεραν μια γενική πληροφόρηση πάνω στο έργο και τη ζωή των δημιουργών που παρουσίαζαν, αδυνατούσαν όμως να ορίσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνταν οι παρουσιαζόμενοι λογοτέχνες. Κι όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, όταν το γενικό πλαίσιο αναφοράς είναι αόριστο και ασαφές, μπορεί εύκολα να κλονιστεί το πεδίο πάνω στο οποίο πραγματοποιείται η συζήτηση. Συνεπώς, μια βαθύτερη και πιο ουσιαστική προσέγγιση του θέματος καθίσταται αναγκαία. Θα μπορούσε βέβαια, στο σημείο αυτό να μου απαντήσει κάποιος καλόπιστος αναγνώστης, ότι το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας μπορεί να ήταν και να είναι αόριστο, ωστόσο όλοι είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε σε γενικές γραμμές τα πλαίσιά του, έστω και σιωπηρά. Ωστόσο, μια τέτοια θέση δεν θα μπορούσε επουδενί να με εφησυχάσει. Γιατί η φανταστική λογοτεχνία αποτελεί ένα πεδίο με έντονη και πολυσχιδή εκφραστικότητα, η οποία δύναται να κλονίσει με απίστευτη ευκολία την οποιαδήποτε σιωπηρή βεβαιότητα.

Υπήρξαν πάντως και ορισμένες προσπάθειες να εξετασθεί η φανταστική λογοτεχνία σε ιστορικό βάθος. Κάποιες ήταν σχετικά αξιόλογες, ενώ άλλες εκνευριστικά απογοητευτικές. Αμφότερες, πάντως, εξάντλησαν τη δυναμική τους σε μια λεπτομερειακή εγκυκλοπαιδική παράθεση λογοτεχνικών ονομάτων και ελαφρώς σχολιασμένων τίτλων, χωρίς να δοκιμάσουν να αντιληφθούν, αν ήταν όντως δυνατό να χωρέσουν όλοι αυτοί οι συγγραφείς και οι τίτλοι στο ίδιο πεδίο, και κυρίως, δίχως να προσδιορίσουν τα κριτήρια που τους έκαναν να εντάξουν τα έργα αυτά στην έρευνά τους.

Η κατάσταση που περιγράφουμε φέρνει σαφέστατα τον κάθε έμπειρο αναγνώστη σε θέση να αντιληφθεί ότι το βασικό μειονέκτημα των προαναφερθέντων προσεγγίσεων είναι η «ερασιτεχνική» τους δυναμική. Καθιστά δηλαδή σαφές, πως η φανταστική λογοτεχνία στην Ελλάδα (αλλά και γενικότερα) διαθέτει περιγραφές, όμως όχι και θεωρία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ανιχνεύεται και ο στόχος του συγκεκριμένου δοκιμίου. Στη δημιουργία, δηλαδή, μιας θεωρίας που να οριοθετεί τη φανταστική λογοτεχνία, να αναδεικνύει τον οργανικό της χαρακτήρα και να ιχνηλατεί την ιστορική ενότητά της μέσα στον χρόνο.

Έχοντας κατά νου όλα αυτά και θέλοντας να παρουσιάσω μια πραγματικότητα υπαρκτή, μα και συνάμα δυσνόητη όπως φαίνεται τελικά, αποφάσισα να καταπιαστώ με τη συγγραφή του συγκεκριμένου δοκιμίου. Στοχασμοί που αρθρώθηκαν πάνω στις σχέσεις διαφόρων φανταστικών λογοτεχνικών εκφράσεων, όπως για παράδειγμα εκείνων του Ρομαντισμού και αυτών της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας, αποτέλεσαν κάποιες από τις αφετηρίες της συλλογιστικής του κειμένου. Προτού, όμως, φτάσει η στιγμή για μια αναλυτική προσέγγιση των επιμέρους λογοτεχνικών εκφράσεων, είχε τεθεί το πλέον βασικό ερώτημα. Τι ακριβώς εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην φανταστική λογοτεχνία; Η πιο απλή απάντηση θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η φανταστική λογοτεχνία είναι το πεδίο εκείνο, εντός των πλαισίων του οποίου υπάρχουν όλες οι λογοτεχνικές δημιουργίες που έχουν ως βασικό δημιουργικό συστατικό τους την φαντασία. Αυτή είναι και η εκτίμηση που έχει γίνει αποδεκτή από το μεγαλύτερο, ίσως, μέρος των ανθρώπων που ασχολούνται με τη λογοτεχνία του φανταστικού στις ημέρες μας. Ωστόσο, στο κείμενο αυτό θα αναπτυχθεί μια διαφορετική προσέγγιση. Γιατί, ενώ από τη μία οι περισσότεροι αναγνώστες είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ότι το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας αναδεικνύεται μέσα από μια ιστορική συνέχεια, από την άλλη γινόμαστε συχνά μάρτυρες λανθασμένων, για να μην πω εξωφρενικών, προσεγγίσεων, που τοποθετούν στα πλαίσια του πεδίου αυτού, τον Όμηρο με τους σουρεαλιστές ή ακόμη και τον Τόλκιν με τους σουρεαλιστές και τους μοντερνιστές γενικότερα. Η ύπαρξη της φαντασίας ως βασικού στοιχείου της λογοτεχνίας των μεν και των δε είναι δεδομένη, όμως, οι δημιουργίες τους είναι τόσο διαφορετικές, που κάνουν να φαντάζει άστοχη και ανούσια μια προσέγγιση η οποία τους τοποθετεί όλους ανεξαιρέτως στον ίδιο χώρο. Εξάλλου, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να απλώσει ακόμη περισσότερο τα όρια του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβάνοντας εντός του συγγραφείς ρεαλιστές και νατουραλιστές, εφόσον ακόμη και αυτοί, μολονότι δημιουργούν βασιζόμενοι στα πρότυπα της πραγματικότητας, είναι πασιφανές ότι στη διαδικασία δόμησης των έργων τους ενεργοποιούν την προσωπική τους φαντασία, μιας και οι λογοτέχνες δεν είναι ούτε ιστορικοί ούτε δημοσιογράφοι για να παρουσιάζουν ακατέργαστη την πραγματικότητα. Καταλήγουμε έτσι λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η φαντασία ως λογοτεχνικό χαρακτηριστικό δεν αρκεί από μόνη της για να αναδείξει τη διαχρονική ύπαρξη ενός συνόλου, όπως αυτού που αποκαλούμε φανταστική λογοτεχνία. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον κριτήρια, πάνω στα οποία θα καταστεί δυνατή η άρθρωση της υπόστασης του πεδίου της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Τα κριτήρια που προκρίνει το κείμενο αυτό είναι τρία και πάνω στη βάση ανάλυσης που δημιουργούν, γίνεται δυνατή η πλέον ουσιαστική και συγκεκριμένη, κατά την εκτίμησή μου, προσέγγιση της φανταστικής λογοτεχνίας. Μέσα από την ανάλυση που προκύπτει υπό από αυτά τα δεδομένα, το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας οριοθετείται σε περιοχές που εμπεριέχουν δημιουργίες, οι οποίες εντάσσονται αρμονικά σε ένα ομοιογενές ιστορικό σύνολο. Την ιστορική συνέχεια και την οργανική ενότητα των έργων του φανταστικού λογοτεχνικού συνόλου θα μπορούσαμε να την σχηματοποιήσουμε με την εικόνα μιας αλυσίδας στην οποία ξεχωρίζουν τέσσερις ισχυροί κρίκοι. Τέσσερις, δηλαδή, κύκλοι της φανταστικής λογοτεχνίας, οι οποίοι ενώνονται μεταξύ τους, σε ορισμένες περιπτώσεις με ενδιάμεσους συνδέσμους και άλλοτε απευθείας. Προτού όμως, αναφερθούμε με λεπτομέρειες στην ιστορική διαδοχή της πολιτιστικής αυτής πορείας, θα ήταν σωστό να επαναλάβουμε ότι η θεματική διαίρεση των λογοτεχνικών εκφράσεων αποτελεί μια απίστευτα δύσκολη και πολλές φορές αμφιβόλου αρτιότητας προσπάθεια. Επίσης, είναι σαφέστατα αντιληπτό το γεγονός ότι οι πάσης φύσεως ιδεότυποι, στα επίπεδα των ακραίων ορίων τους, εκεί δηλαδή που διαχωρίζουν τα διάφορα πεδία, μπορεί να παρουσιάζουν κάποιο βαθμό ρευστότητας. Τούτο καθιστά αναγκαία την υπενθύμιση ότι κάθε ιδεότυπος είναι χρήσιμος προκειμένου να οριοθετήσει πεδία με χαρακτηριστικά, σε γενικές γραμμές, κοινά αποδεκτά, η αναγνώριση των οποίων (πεδίων) θα συμβάλει στην ανάπτυξη ορισμένων επιμέρους προβληματισμών. Ο λειτουργικός ιδεότυπος δηλαδή, είναι εκείνος που καταφέρνει να δημιουργήσει μια κοινά αποδεκτή βάση για την ανάπτυξη προβληματισμών και το συγκεκριμένο δοκίμιο στοχεύει ακριβώς σε αυτό, θεωρώντας ως πιθανό κάποιες λεπτομέρειες της πραγματικότητας να διαφεύγουν από τις οριοθετήσεις του. Από την άλλη, όμως, δεν είναι ορθό, οι ενδοιασμοί που δημιουργούνται να απομακρύνουν το αντικείμενο της μελέτης από τη ματιά του παρατηρητή, όταν μάλιστα υπάρχουν ενδείξεις που ενδυναμώνουν την πεποίθηση ότι η επιχειρούμενη προσπάθεια κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε τελική ανάλυση η ίδια η ύλη της μελέτης μας, άσχετα από τις δικές μας προθέσεις, τοποθετημένη στη βάση ανάλυσης των τριών κριτηρίων που έχουν δημιουργηθεί, επιβάλει την παρουσία των διαδοχικών μονάδων που σημειώνουν την παρουσία τους στο πέρασμα του χρόνου και τις οποίες το κείμενο αυτό καταγράφει. Με βάση αυτά τα δεδομένα, θα ξεκινήσουμε την προσπάθεια ανάδειξης του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας και ανάλυσης των επιμέρους τμημάτων του. Πρώτα όμως θα αναφερθούμε στα κριτήρια.

Τα βασικά κριτήρια πάνω στα οποία συντίθεται ο πυρήνας της οργανικής ενότητας των κύκλων αυτών, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, είναι τρία. Το πρώτο είναι η μυθολογία με τις μεταφυσικές της εικόνες. Η αναφορά στην έννοια της μυθολογίας ως βασικού κριτηρίου σε τούτο το δοκίμιο σηματοδοτεί την συμπερίληψη σε ένα ενιαίο πεδίο λογοτεχνικών δημιουργιών που αντλούν τη θεματολογία τους από την πρώιμη αρχαία ιστορία, από τις θρησκευτικές αφηγήσεις, από την ονειρική, δραματική και ηρωική πρόσληψη του αντικειμενικού κόσμου, από τη φαντασίωση μιας μυθολογικής μετα-ιστορίας και από τους λαϊκούς θρύλους. Το δεύτερο κριτήριο είναι η χρήση της ενεργητικής φαντασίας από τους δημιουργούς και το τρίτο η -λιγότερο ή περισσότερο- καθαρή μορφική παρουσίαση των προβαλλόμενων λογοτεχνικών δημιουργιών. Η μυθολογία με τις μεταφυσικές της εικόνες, που παρουσιάζεται ως πρώτο κριτήριο, δημιουργεί το υπόστρωμα στο οποίο γονιμοποιείται το λογοτεχνικό περιβάλλον των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας. Δηλαδή, η μυθολογία τροφοδοτεί από την ανεξάντλητη πηγή της με εικόνες και ιδέες τη θεματολογία των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας. Η ενεργητική φαντασία που αναφέρεται ως δεύτερο κριτήριο, έχει να κάνει με την ιδιαίτερη συμμετοχή του δημιουργού, ο οποίος δεν περιορίζεται στην απλή αναπαραγωγή και μεταβίβαση των μυθολογικών λογοτεχνικών σχημάτων που προϋπάρχουν μέσω μιας μίμησης, αλλά που διεισδύοντας στο πεδίο της μυθολογίας, δίνει ζωή και κάθε φορά νέα πνοή στους διάφορους χαρακτήρες και τα επιμέρους σχήματα της μυθολογίας, για να τα μετατρέψει σε πρωταγωνιστές των λογοτεχνικών έργων που δημιουργούνται συνεχώς. Τέλος το τρίτο κριτήριο, που είναι η καθαρή μορφική παρουσίαση, χαρακτηρίζει το οριστικό δημιούργημα που προωθείται προς τους δέκτες, την εικόνα δηλαδή του λογοτεχνικού κειμένου που παρουσιάζεται προς ανάγνωση, η οποία άλλοτε είναι διαυγής άλλοτε σκοτεινή, πάντοτε όμως σε ένα μεγάλο βαθμό συγκεκριμένη, γεγονός που τη διαφοροποιεί από αυτή του σουρεαλισμού και των λοιπών εκφράσεων του αισθητικού μοντερνισμού και της πρωτοπορίας1. Κινούμενοι στον άξονα που δημιουργούν αυτά τα τρία κριτήρια θα ξεκινήσουμε την προσπάθεια ανάδειξης της διαχρονικής υπόστασης και της οργανικής ενότητας της φανταστικής λογοτεχνίας, δίνοντας έμφαση στους τέσσερις λογοτεχνικούς κύκλους, οι οποίοι αντιστοιχούν σε τέσσερις ιδιαίτερες περιόδους στην ιστορία της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Αναφερόμενοι στους λογοτεχνικούς κύκλους θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν τους αντιλαμβανόμαστε ως ένα άμορφο σύνολο εντός του οποίου στριμώχνονται διάφορες λογοτεχνικές δημιουργίες. Για να αναγνωριστεί η ύπαρξη ενός τέτοιου κύκλου θα πρέπει τα έργα που εντάσσονται στα πλαίσιά του να διαπνέονται από ένα κοινό πνεύμα και να ανήκουν σε μια ενιαία ιστορική ενότητα. Μόνο αν συντρέχουν οι δυο αυτές προϋποθέσεις γίνεται αποδεκτή ως λογοτεχνική ενότητα η ύπαρξη ενός κύκλου. Αλλιώς, οι δημιουργίες της φανταστικής λογοτεχνίας που παρουσιάζονται μεν την ίδια εποχή, αλλά χωρίς να έχουν κοινή πνευματική ουσία (όπως για παράδειγμα θα δούμε παρακάτω ότι συνέβη με τα μεσαιωνικά ιπποτικά μυθιστορήματα και τη βορειοευρωπαϊκή Έδδα, που τα πρώτα εξέφρασαν την επική ατμόσφαιρα του μεσαίωνα ενώ η δεύτερη αποτέλεσε την αποτύπωση της αρχαίας θεολογικής κοσμογονίας των γερμανικών εθνών) και αυτές που έχουν κοινό πνεύμα αλλά έρχονται στο προσκήνιο σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα (όπως συνέβη με τα «Διονυσιακά» του Νόννου που αποτέλεσαν έκφραση με καθαρά χαρακτηριστικά αρχαιοελληνικού ηρωικού έπους αλλά δημιουργήθηκαν τον 5ο μ.Χ αιώνα, δηλαδή πολλούς αιώνες αργότερα από τα υπόλοιπα συγγενικά τους έργα, όταν ο πρώτος κύκλος είχε κλείσει) δεν είναι ορθό να υποστηρίξουμε ότι αποτελούν μέρη ενός ενιαίου φανταστικού λογοτεχνικού κύκλου. Ούτε βέβαια σκοπεύουμε και να τις διαγράψουμε ή να τις υποτιμήσουμε, το ακριβώς αντίθετο ισχύει μάλιστα. Απλά στην ιστορική διαδρομή που επιχειρούμε να περιγράψουμε θα αντιληφθούμε ότι τέτοιες δημιουργίες αποτέλεσαν κυρίως ενδιάμεσους συνδέσμους των λογοτεχνικών κύκλων. Άσχετα του γεγονότος ότι ο ρόλος τους μπορεί να μην είναι τόσο πρωταγωνιστικός μέσα στην περιγραφή της ιστορικής διαδρομής της φανταστικής λογοτεχνίας που θα επιχειρηθεί σε αυτό το δοκίμιο, ως μεμονωμένες λογοτεχνικές δημιουργίες τα περισσότερα από αυτά τα έργα παρουσιάζουν εκπληκτική ποιότητα η οποία δεν θα παραβλεφθεί σε καμία περίπτωση.


II

Αν εξετάσει κανείς τα λογοτεχνικά έργα μέσα από το πρίσμα των τριών κριτηρίων που προαναφέραμε, θα αντιληφθεί ότι οι αφετηρίες της φανταστικής λογοτεχνίας ανιχνεύονται στην αρχαιότητα, και μάλιστα στην πλέον πρώιμη εποχή κατά την οποία δημιουργήθηκε λογοτεχνικός πολιτισμός. Τα λογοτεχνικά έργα της πρώιμης αρχαιότητας γεννήθηκαν σε μια εποχή προφορικού πολιτισμού και αποτέλεσαν κορυφαίες δημιουργίες, με αποτέλεσμα να επιβιώσουν δια μέσου των αιώνων και να καταστούν λογοτεχνικά πρότυπα, κατά την εποχή που ο ανθρώπινος πολιτισμός άρχισε να αποκτά γραπτό χαρακτήρα. Σε αυτή την ομιχλώδη εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, λοιπόν, δυνάμεθα να ανιχνεύσουμε την εμφάνιση της φανταστικής λογοτεχνίας και το άνοιγμα του πρώτου της κύκλου. Ενός κύκλου, που έκλεισε μετά από πολλούς αιώνες. Ο συγκεκριμένος κύκλος θα μπορούσε να ονομαστεί ως ο κύκλος της «αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Επαναφέροντας στο νου μας τα τρία κριτήρια και επιστρέφοντας στην εξέταση των λογοτεχνικών κειμένων, συμπεραίνουμε άμεσα ότι τα πρώτα έργα που μπορούμε να εντάξουμε στο πεδίο της λογοτεχνίας του φανταστικού είναι αυτά της αρχαίας επικής και θρησκευτικής ποίησης. Η «Αργοναυτική εκστρατεία» του Ορφέα και τα έργα του Ομήρου αποτέλεσαν ανεπανάληπτα ηρωικά έπη. Εκείνα του Ησιόδου που ακολούθησαν είχαν χαρακτήρα θεολογικής αφήγησης και διδακτικού έπους. Στην ανατολή δημιουργήθηκαν, επίσης, παρόμοια έργα, όπως το «Έπος του Γκιλγκαμέζ» των αρχαίων Σουμερίων, ο «Ναυαγισμένος ναύτης» των αρχαίων Αιγυπτίων, το ινδικό ποίημα «Μαχαβαράτα» αλλά και οι, επίσης ινδικές, «Βέδες». Το ινδικό ηρωικό έπος «Μαχαβαράτα» γράφτηκε μεταξύ του 1400 π.Χ και του 1000 π.Χ και συνέχισε να εμπλουτίζεται για πολλούς αιώνες. Οι «Βέδες» αποτελούν αρχαία ινδικά θρησκευτικά κείμενα που γράφτηκαν από το 2000 π.Χ ως και τον 8ο αιώνα π.Χ και αναφέρονται στις κοσμογονικές μυθολογικές θεότητες των Ινδιών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνολικά οι δημιουργίες αυτές κατέγραψαν τα ήθη, τις δομές, τα πρότυπα, κοντολογίς την πρώιμη αρχαία ιστορία των εθνών που τα δημιούργησαν, μέσω ενός αξεπέραστου λογοτεχνικού πνεύματος, το οποίο γέννησε τη φανταστική λογοτεχνία εκπληρώνοντας τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει.

Προκειμένου να γίνει ξεκάθαρη η δυναμική της φανταστικής λογοτεχνικής δημιουργικότητας μέσα σε αυτό τον πρώτο κύκλο θα παραθέσουμε δύο αποσπάσματα από την «Αργοναυτική εκστρατεία» του Ορφέα. Μας λέει, λοιπόν, ο Ορφέας ότι « εκ δε του Άδου ανεπήδησαν δια μέσου της φλογός μορφαί φοβεραί, εκπληκτικαί, σκληραί, προς τας οποίας δεν μπορούσε να προσβλέψει κανείς. Διότι η μεν μία είχε σιδερένιο σώμα, αυτή δε οι άνθρωποι ονομάζουν Πανδώρα, μαζί δε με αυτήν ήρχετο και μια εξαστράπτουσα μορφή, η οποία είχε τρία κεφάλια, τέρας ολέθριον κατά την όψιν, ακαταμάχητον, η Εκάτη, η θυγατήρ του Ταρτάρου. Προς το αριστερόν δε μέρος αυτής επεκάθητο επί του ώμου ίππος με μεγάλη χαίτην, προς δε τα δεξιά ήτο μια μικρά σκύλα με όψιν λυσσασμένη, εις το μέσον ήτο ένας όφις με άγριαν μορφήν, εις τα δυο δε χέρια της εκρατούσε ξίφη με λαβάς»2, καθώς επίσης και ότι όταν «η σελήνη, που καταυγάζει εις την σκοτεινιά, έφερε την νύκτα, που είχε ως χιτώνα της τα άστρα, τότε ήλθον κάποιοι πολεμικοί άνδρες, οι οποίοι εζούσαν εις τα προς βορράν όρη και ωμοίαζαν από την φύσιν των προς τα θηρία, παρόμοιοι προς τους στιβαρούς Τιτάνας και προς τους Γίγαντας, διότι εις τον καθέναν των εξ χέρια ξεπηδούσαν από τους ώμους»2. Δε νομίζω να υπάρχει κανείς λάτρης της φανταστικής λογοτεχνίας που διαβάζοντας αυτά τα αποσπάσματα, αλλά και το σύνολο των έργων της χρονικής περιόδου που αναφέρουμε, να μη δύναται να εισπνεύσει το μεθυστικό άρωμα της ίδιας λογοτεχνικής μαγείας με αυτήν που οδήγησε τον Τόλκιν, τον Χάουαρντ και τους υπόλοιπους λογοτέχνες της σύγχρονης εποχής στη δημιουργία των έργων που τους έκαναν να κατακτήσουν τις καρδιές μας. Η νεότερη και η σύγχρονη φανταστική λογοτεχνία αποτελεί ένα μέρος της συνολικής λογοτεχνικής έκφρασης του φανταστικού, τη διαχρονική πορεία της οποίας θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε στο κείμενο αυτό.

Είναι ευρέως γνωστό ότι η αυγή του πολιτισμού ανέτειλε στους περισσότερους λαούς μέσω μιας μυθολογικής αντίληψης για τη ζωή. Όπως ήταν φυσικό, η αντίληψη αυτή επηρέασε και τις τέχνες. Η γέννηση της φανταστικής λογοτεχνίας αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της πραγματικότητας αυτής. Αν θελήσουμε, δε, να κάνουμε μια αναφορά σε ένα πιο κλειστό πεδίο, δε θα ήταν καθόλου λάθος αν υποστηρίζαμε ότι η λογοτεχνία του ευρωπαϊκού πολιτισμού γεννήθηκε αποκλειστικά μέσα από τον πρώτο φανταστικό λογοτεχνικό κύκλο.

Όσον αφορά το κλείσιμο του πρώτου φανταστικού κύκλου, κάποιοι ίσως να υποστηρίζουν ότι άρχισε στην πατρίδα μας κατά την αρχαϊκή εποχή (7ος –6ος αιώνας π.Χ) και ολοκληρώθηκε με την είσοδο στην κλασσική (5ος -4ος αιώνας π.Χ). Μέσα στο χρονικό διάστημα, δηλαδή, που η ελληνική διανόηση πέρασε στην εποχή του ορθού Λόγου και άφησε πίσω της την περίοδο κατά την οποία η φιλοσοφία, η ηθική, η θρησκεία και η επιστήμη ήταν σφιχτοδεμένες σε μια συμπαγή ψυχοπνευματική μυστηριακή ολότητα, η οποία ευνοούσε την ανάπτυξη μυθολογικών εκφράσεων και συνεπώς την έκρηξη της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, η προσωπική μου εκτίμηση είναι διαφορετική. Κι αυτό γιατί, θεωρώ ότι το τέλος του πρώτου κύκλου δεν θα πρέπει να χρεωθεί στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον στην αρχαϊκή, στην κλασική, στην αλεξανδρινή αλλά και στην ύστερη εποχή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, υπήρξαν λογοτεχνικές παρουσίες που διαπνέονταν από την αύρα των μυθικών έργων και εκπλήρωσαν τα τρία κριτήριά μας. Μετά από τον Ορφέα, τον Όμηρο και τον Ησίοδο, είχαμε την εμφάνιση των ομηρικών ύμνων, οι οποίοι αποτέλεσαν θεολογικές αφηγήσεις που εντάσσονται αδιαμφισβήτητα στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Παρουσιάστηκαν επίσης οι διθύραμβοι για τους οποίους διασώθηκαν λίγα στοιχεία, ωστόσο τα όσα μπορούμε να συμπεράνουμε βασιζόμενοι στα στοιχεία αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η τοποθέτηση τους στην ολότητα της φανταστικής λογοτεχνίας δεν είναι λανθασμένη. Ξεκάθαρα χαρακτηριστικά της φανταστικής λογοτεχνίας φέρουν οι τραγωδίες και τα σατυρικά δράματα, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονηθεί η παρουσία λυρικών ποιητών όπως ο Πίνδαρος στα έργα του οποίου το φανταστικό στοιχείο είναι έντονο. Όλα αυτά αποτελούν κείμενα που εκπληρώνουν τα τρία κριτήριά μας και συνεπώς εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Πάντως, πέρα από τα έργα των λογοτεχνικών αυτών ειδών για τα οποία μπορεί να προβληθεί κάποια ένσταση όσον αφορά το κατά πόσο αποτελούν τμήματα του όλου της φανταστικής λογοτεχνίας, συνέχισαν να έρχονται στο προσκήνιο κι άλλες δημιουργίες που βασίζονταν στις επιρροές των ηρωικών επών και των θρησκευτικών αφηγήσεων της πρώιμης αρχαιότητας. Οι πρώτες δημιουργίες της φανταστικής λογοτεχνίας ενέπνευσαν συγγραφείς όχι μόνο κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο, αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο Πρόδικος από τη Φώκαια δημιούργησε το έπος «Μινυάς» τον 6ο αιώνα π.Χ, ο Αντίμαχος ο Κολοφώνιος έγραψε το ηρωικό έπος με τον τίτλο «Θηβαίδα» τον 5ο αιώνα μ.Χ, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ως ο επιφανέστερος ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου διασκεύασε την «Αργοναυτική εκστρατεία» τον 3ο αιώνα π.Χ και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος δραστηριοποιήθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ.

Ωστόσο, πέρα από το αμιγώς λογοτεχνικό επίπεδο, η παρουσία των ζωντανών στοιχείων του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας είναι δεδομένη και στο σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής πνευματικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Καλό θα ήταν να μην λησμονούμε ότι στην ιστορική διαδρομή του αρχαιοελληνικού κόσμου από τα αρχαϊκά χρόνια ως την πτώση στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δύσκολα θα συναντήσουμε διανοούμενο ή ποιητή που να μην λάμβανε υπόψη του τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Ορφέα, ακόμη και αν εξέφραζε διαφοροποιημένες δημιουργικές αντιλήψεις από τις δικές τους. Και τούτο γιατί οι επικοί ποιητές αποτέλεσαν τον κανόνα, πάνω στον οποίο αρθρώθηκαν οι κρίσεις των λογοτεχνικών έργων. Επιπλέον, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η μυθολογία και οι ήρωες των επών ενέπνευσαν -εκτός από τους λογοτέχνες- τους γλύπτες και τους ζωγράφους. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι ακόμη και στο πεδίο της φιλοσοφίας η άμεση αντίληψη και το φαντασιακό στοιχείο δεν εξοβελίστηκαν ολοσχερώς από τη διαμεσολάβηση της λογικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο Πλάτωνας, που πρόβαλε ένα μοντέλου μυστικιστικού ορθολογισμού και στη διδασκαλία του χρησιμοποίησε ως μέρος της προϊστορίας μας τον μύθο της Ατλαντίδος, και ο Αριστοτέλης, ο οποίος παρότι υπήρξε ένας από τους σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία της ορθολογιστικής σκέψης υποστήριξε ότι το ύψιστο ανθρώπινο αξίωμα είναι ο καθαρός πνευματικός -και όχι ο πρακτικός- βίος, μέσω του οποίου μόνο μπορεί να προσεγγιστεί ο Θεός, ενώ οι προτάσεις του βασίστηκαν στην εσωτερική πρόσληψη των αισθητήριών του οργάνων και όχι στην παρατήρηση και στο πείραμα. Μολονότι υπήρξαν και φιλόσοφοι με ξεκάθαρα ορθολογιστική και μηχανιστική σκέψη, όπως ο Ζήνωνας ο Ελεάτης, ο Μέλισσος ο Σάμιος, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος, είναι δεδομένο ότι η αρχαιοελληνική φιλοσοφία δόμησε μια οντολογική πνευματική κοινότητα, που σε καμία περίπτωση δεν διέρρηξε ολοσχερώς και καθολικά τις σχέσεις της με τον μύθο και τη θρησκεία.

Τέλος, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι και τα κοινωνικά πρότυπα του αρχαίου ελληνικού βίου δεν ήταν προσανατολισμένα στις ατραπούς κάποιου πεζού πραγματισμού. Οι πολεμικοί θρύλοι και τα ηρωικά πρότυπα των προγόνων μας, όπως ήταν ο Αχιλλέας, ο βασιλιάς Λεωνίδας, ο μέγας Αλέξανδρος και άλλοι, για να εκφράσουν την τραγική και ηρωική τους φύση, έδρασαν, ουκ ολίγες φορές, ανορθολογικά. Αλλά και οι εκφραστές της έννοιας του «καλού καγαθού», του ενάρετου πολίτη δηλαδή, το οποίο ήταν ένα πιο ήπιο κοινωνικό πρότυπο, δεν χαρακτηρίζονταν από τα γνωρίσματα του υπολογιστή ορθολογιστή ανθρώπου. Την πλέον ενδεδειγμένη περίπτωση αυτής της κατηγορίας ανθρώπων αποτέλεσε ο Σωκράτης, ο οποίος σε όλη του τη ζωή, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της δίκης που τον οδήγησε στο θάνατο, αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τις συμφέρουσες επιταγές της λογικής, προτιμώντας να ακολουθήσει έναν δρόμο συναισθηματικής δικαίωσης και ηθικής ακεραιότητας.

Επιστρέφοντας τώρα στα λογοτεχνικά δρώμενα, εκείνο το γεγονός που θα ενδυναμώσει την πεποίθησή μας ότι ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας δεν έκλεισε κατά την κλασική εποχή είναι η μεταλαμπάδευση του δημιουργικού ελληνικού πνεύματος στους Ρωμαίους, που στο επίπεδο της φανταστικής λογοτεχνίας εκφράστηκε με έργα όπως οι «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου και η «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Τα έργα αυτά, εκτός του ότι ακολούθησαν σε μια πορεία σταθερής ιστορικής συνέχειας τα αντίστοιχα ελληνικά που προαναφέραμε, αποτέλεσαν και τους κληρονόμους τους στο επίπεδο του γενικότερου ύφους και της θεματολογίας. Η «Αινειάδα» αποτέλεσε τη συνέχεια της ομηρικής Ιλιάδος, ενώ και τα υπόλοιπα έργα δεν διαφοροποιήθηκαν από τον κανόνα.

Εφόσον, λοιπόν, η ομαλή ιστορική διαδοχή εξασφάλισε την συνύπαρξη αυτών των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας που διαπνέονταν από κοινό πνεύμα σε μια ενιαία ιστορική ενότητα, σήμερα έχοντας τη δυνατότητα μιας γενικής εποπτείας είμαστε σε θέση να εντάξουμε τα έργα της πρώιμης αρχαιότητας, της αρχαϊκής, της κλασικής, της αλεξανδρινής και της ρωμαϊκής εποχής, στον ίδιο κύκλο. Δηλαδή, στον κύκλο της «αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας».

Σύμφωνα με τα όσα έχουμε συμπεράνει μέχρι στιγμής, καθίσταται εμφανές ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός εξέφρασε μια δημιουργική αναζήτηση της αλήθειας και της ουσίας των πραγμάτων μέσω ενός εκπληκτικού πολιτιστικού μηχανισμού, ο οποίος ήταν σε θέση να εκμεταλλεύεται για την επίτευξη του σκοπού αυτού -της αναζήτησης της αλήθειας δηλαδή- και τη δύναμη της ανθρώπινης λογικής αλλά και τις κατευθυντήριες γραμμές που χάραξε ο μύθος ως εκφραστής του ανθρώπινου ψυχισμού (άρα ως εκφραστής της ανθρώπινης ουσίας). Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο μύθος, ως ζωντανός και ακμαίος παράγοντας, διαμόρφωσε τις πολιτισμικές εξελίξεις (ακόμη και ένας από τους πλέον ορθολογιστές συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, ο Λουκιανός, δικαιολογούσε κατά κάποιον τρόπο το συγκεκριμένο γεγονός όταν αφορούσε ολόκληρες κοινωνίες και όχι μεμονωμένα άτομα3) και τροφοδότησε το λογοτεχνικό πεδίο με έργα φανταστικής λογοτεχνίας, κρίνεται όντως εσφαλμένο να μιλάμε για το τέλος του πρώτου φανταστικού κύκλου στην αρχαϊκή ή στην κλασική εποχή.

Είναι ορθό βέβαια να μιλήσουμε για μια αρχική διαφοροποίηση, αυτού που μετέπειτα ονομάστηκε κλασικό, από το μυθικό στοιχείο στην τέχνη. Το κλασικό στοιχείο χαρακτηρίστηκε από την έμφαση στην απλότητα, στην αναλογία και στη λογικότητα, στην ήπια δηλαδή δημιουργικότητα. Αντίθετα, η πρωτογενής επική-μυθική τέχνη αποτέλεσε έκφραση εκρηκτικής βουλησιαρχίας, πληθωρικότητας, έντασης και θυελλωδώς φλογισμένης φαντασίας, χωρίς βέβαια να υπολείπεται σε μορφική καθαρότητα και λογική συνοχή. Σίγουρα η τελευταία περίπτωση αποτέλεσε ιδανικό πεδίο για τη φανταστική λογοτεχνία και την εκπλήρωση των τριών κριτηρίων που έχουμε θέσει. Ωστόσο, θα επιμείνουμε ότι και στο λογοτεχνικό επίπεδο της πρώτης μπορούμε να ανιχνεύσουμε σημεία που τα κριτήρια ισχύουν και εντάσσουν τα έργα της στην ολότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Οι τραγωδίες, που ήταν προσανατολισμένες θεματικά εξολοκλήρου στην μυθολογία, αποτελούν τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα που ενδυναμώνουν την άποψή μας. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εποχή έχει χαρακτηριστεί ως κλασική, δε σημαίνει ότι όλες οι καλλιτεχνικές δημιουργίες που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκειά της τίθενται εκτός του πεδίου που καλύπτει η φανταστική λογοτεχνία. Όπως επίσης δεν σημαίνει και ότι ο αρχαίος ορθολογισμός είναι ταυτόσημος με τον μεταγενέστερο εργαλειακό και υλιστικό ορθολογισμό του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας.

Είναι αναμφισβήτητο ότι ένα κλασικό έργο δεν οφείλει απαραίτητα να είναι προϊόν μιας ήπιας και ορθολογικής σύλληψης. Η έννοια του κλασικού συνδέεται με τον κανόνα πάνω στον οποίο αρθρώνονται οι κρίσεις των έργων και όχι με μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική άποψη, γι’ αυτό και είναι μεταβαλλόμενη. Υπάρχουν κλασικά έργα της αρχαιότητας, του μεσαίωνα, της νεώτερης εποχής, ακόμη και του Μοντερνισμού! Όσο μεταβάλλονται οι απόψεις περί του καλλιτεχνικού κανόνα στις διάφορες εποχές, τόσο μεταβάλλονται και οι απόψεις περί της έννοιας του κλασικού. Στην αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, υπήρχαν καλλιτεχνικοί κανόνες αλλά δεν υπήρξε η έννοια του κλασικού. Στην αρχαία Ρώμη γεννήθηκε η λέξη «κλασικό», για να προσδιορίσει κοινωνικό και οικονομικό γνώρισμα των ανωτέρων τάξεων, έχοντας σημασία άσχετη με αυτήν που απέκτησε αργότερα. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης αρχικά και κυρίως αργότερα, η έννοια του κλασικού χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει τη διαχρονική αξία ενός καλλιτεχνικού έργου, όπως γινόταν αντιληπτό από τους στοχαστές της εποχής. Με την πάροδο του χρόνου η έννοια απέκτησε επιπλέον κανονιστικές διαστάσεις, οι οποίες χωρίς να διασαφηνίσουν λεπτομερώς το πλαίσιο αναφοράς τους, από τη μία θεώρησαν ως κλασικό οτιδήποτε είχε να κάνει με τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό και από την άλλη προέβαλλαν ως ιδεώδη τα πρότυπα της εποχής που ακολούθησε τον 7ο αιώνα π.Χ, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε καλλιτεχνικά (και λογοτεχνικά) χαρακτηριστικά όπως η απλότητα, η αναλογία και η ήπια δημιουργικότητα. Έκτοτε, λόγω της δυναμικής και μακροχρόνιας παρουσίας στο προσκήνιο των καλλιτεχνικών δρώμενων εκείνων που υποστήριζαν αυτή την άποψη, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως «κλασικιστές», η έννοια του κλασικού, για πολλά χρόνια έγινε αντιληπτή από το ευρύτερο κοινό όπως την πρόβαλλαν αυτοί. Η ιστορική συγκυρία, δηλαδή, ήταν αυτή που ταύτισε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα την έννοια του κλασικού με τις αντιλήψεις του ρεύματος των κλασικιστών. Με το πέρασμα του χρόνου και την υποχώρηση του κλασικισμού, οι απόψεις αυτές αναθεωρήθηκαν από τους θεωρητικούς της τέχνης και της λογοτεχνίας. Κλασικό νοήθηκε πλέον οτιδήποτε εξέφραζε με ποιοτικό τρόπο κάποιον καλλιτεχνικό κανόνα.

Εμείς από την πλευρά μας, ως αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας, δεν θα είχαμε κάποιο ιδιαίτερο λόγο να καταπιαστούμε με τις διαφορές αυτές των θεωρητικών της τέχνης και της λογοτεχνίας, εάν οι κλασικιστές δεν προσδιόριζαν την έννοια του κλασικού επάνω στην λογικότητα και στην αναλογία, αγνοώντας το ρόλο της φανταστικής δημιουργικότητας. Ο απόηχος αυτής της αντίληψης κάνει ακόμη και σήμερα πολλούς ανθρώπους που καταπιάνονται με τις τέχνες και τα γράμματα να θεωρούν ότι στην κλασική αρχαιότητα δεν υπήρχαν έργα φανταστικής λογοτεχνίας ή ότι τα έργα που χαρακτηρίζονται ως κλασικά δεν μπορεί να είναι έργα φανταστικής λογοτεχνίας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει. Για να το αντιληφθούμε, δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε τα πλέον χαρακτηριστικά από τα κλασικά έργα, δηλαδή τις τραγωδίες, έχοντας ως βάση ανάλυσης τα τρία κριτήριά μας.

Ο ποιητής που θεωρείται ως ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της έννοιας του κλασικού, όπως αυτή νοήθηκε από τους κλασικιστές, είναι ο Ευριπίδης. Συνεπώς, αν γίνει κατανοητό ότι τα έργα του εν λόγω ποιητή –αλλά κι εκείνα των υπόλοιπων τραγωδών- εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας, οι όποιες αδικαιολόγητες αντιρρήσεις θα μπορέσουν να καμφθούν.

Ένα χαρακτηριστικό ευριπίδειο έργο μέσω του οποίου μπορούν να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα, αν οι τραγωδίες αποτελούν έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού, είναι οι «Φοίνισσαι». Δε νομίζω να υπάρχει κανείς που όταν διαβάζει το συγκεκριμένο κείμενο να μην εισπνέει το άρωμα του μεγαλύτερου συγγραφέα των ηρωικών επών, δηλαδή του Ομήρου. Οι περιγραφές των στρατευμάτων, των όπλων και των μαχών, δημιουργούν μια καταπληκτική επική ατμόσφαιρα, μα πάνω απ’ όλα η αναφορά στην καταγωγή των Θηβαίων από τους σπαρτούς που προήλθαν από τα δόντια του νεκρού δράκοντα του θεού Άρη, τα οποία σπάρθηκαν στη γη, αποτελεί ενεργοποίηση της μυθολογίας και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως έκφραση ενός καλλιτέχνη που λειτουργεί με γνώμονα τον εργαλειακό ορθό Λόγο και είναι ολοσχερώς απομακρυσμένος από την λογοτεχνική έκφραση της φανταστικής δημιουργικότητας. Οι «Φοίνισσαι» αποτελούν ένα έργο που εκφράζει με απόλυτη διαύγεια τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Το υπόβαθρο της υπόθεσης βασίζεται στους ελληνικούς μύθους, ο τρόπος που γράφτηκε το κείμενο είναι σαφής χωρίς υπαινιγμούς κι ελλείψεις και η ερμηνεία των μύθων που προβάλλεται από τον Ευριπίδη μέσω της υπόθεσης του έργου είναι προσωπική.

Ο Ευριπίδης αποτελεί, επίσης, τον συγγραφέα του σατυρικού δράματος που φέρει τον τίτλο «Κύκλωψ». Πρόκειται για ένα έργο το οποίο εντάσσεται χωρίς αμφιβολία στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας, πράγμα που κάνουν και άλλες τραγωδίες του, όπως για παράδειγμα η «Άλκηστις» και η «Ηρακλείδαι».

Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα έργα του Αισχύλου. Ο Αισχύλος έγραψε με ύφος που δεν απείχε πολύ από τα ομηρικά πρότυπα. Ήταν ο πλέον επικός τραγωδός και παρουσίασε ήρωες με αχαλίνωτα πάθη και θυελλώδη ορμητικότητα, οι οποίοι δεν έδρασαν ως μεμονωμένα άτομα, αλλά ως στοιχεία μιας ενότητας η οποία περιελάμβανε την ανθρώπινη κοινωνία, την κοινωνία των θεών και τη φύση στο σύνολό της. Συνεπώς, δικαίως μπορεί να θεωρηθεί ως ο τραγικός ποιητής που τα έργα του εντάσσονται χωρίς καμιά αμφιβολία στο πλαίσιο της φανταστικής λογοτεχνίας. Προκειμένου να καταστεί απολύτως σαφές αυτό που υποστηρίζουμε, καλό θα ήταν να θυμηθούμε κάποια αποσπάσματα από τις δημιουργίες του. Στο πρώτο από τα σωζόμενα έργα του, τους «Πέρσες», το οποίο διαδραματίζεται στα Σούσα (την περσική πρωτεύουσα), ο χορός των Περσών γερόντων μιλώντας για τον αυτοκράτορα Ξέρξη λέει στους στίχους 95 έως 100 (απόδοση Τάσος Ρούσσος εκδ. Κάκτος), «με το βλέμμα σκοτεινό κοιτάζοντας, καθώς δράκοντας φονιάς τριγύρω, πολυκάραβος, πολύχερος και το άρμα το ασσυριακό κινώντας, σπρώχνει τοξοφόρον Άρη καταπάνω σε άντρες ξακουστούς κονταρομάχους», ενώ στους στίχους 113 έως 118 περιγράφει με εξαίρετο ύφος, το οποίο έχει επηρεάσει ανεξίτηλα τους μεταγενέστερους φανταστικούς λογοτέχνες, μια σκηνή την οποία αξίζει να θυμηθούμε, «κι έχουν μάθει στην πλατύδρομη τη θάλασσα, όταν την ασπρίζει η οργή του ανέμου, ν’ αντικρίζουνε τα δάση των κυμάτων». Τέλος, το πλέον χαρακτηριστικό σημείο του έργου είναι η εμφάνιση του φαντάσματος του βασιλιά Δαρείου. Καθίσταται έτσι ξεκάθαρο ότι οι «Πέρσες» αποτελούν αναμφισβήτητα ένα έργο το οποίο εντάσσεται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για τα υπόλοιπα έργα του σπουδαιότερου τραγικού. Στους «Επτά επί Θήβας» οι επικές σκηνές και οι καταπληκτικές περιγραφές που αποτελούν το βασικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό της φανταστικής λογοτεχνίας, συνεχίζουν να είναι παρούσες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στους στίχους 58 έως 63 όπου ο κατάσκοπος ενημερώνει τον βασιλιά Ετεοκλή λέγοντάς του, «διότι είναι κοντά πια πάνοπλος των Αργείων ο στρατός, σηκώνει κουρνιαχτό και τις πεδιάδες ο άσπρος αφρός που στάζει απ’ τα πλεμόνια των αλόγων τις μολύνει» (απόδοση Θ. Μαυροπούλου, εκδ. Ζήτρος), ενώ και τα μυθολογικά στοιχεία αποτελούν τη βάση του έργου, φτάνοντας στην πιο έντονη δυναμική τους όταν στο δεύτερο επεισόδιο και στους στίχους 413 έως 415 ο βασιλιάς των Θηβών Ετεοκλής αναφέρεται στην καταγωγή του πολεμιστή Μελάνιππου από το γένος των σπαρτών. Θα ήταν παράληψη ωστόσο να μην αναφερθούμε και στις «Ικέτιδες», που αποτελούν ένα έργο το οποίο βασίζεται στο μύθο της Αργείας Ιώς, που κυνηγημένη από τη ζήλια της Ήρας έφτασε στην Αίγυπτο και σε ένωσή της με το Δία γέννησε τον Έπαφο, ο οποίος έγινε ο γενάρχης του οικογενειακού κλάδου των πενήντα Δαναϊδων που ικετεύουν το βασιλιά του Άργους Πελασγό για προστασία από τους ισάριθμους γιους του Αιγύπτου. Πάντως, το πιο πολυσυζητημένο έργο του Αισχύλου είναι ο «Προμηθεύς Δεσμώτης», όπου μέσα σε μια επική ατμόσφαιρα παρουσιάζει τον ορυμαγδό της σύγκρουσης ορμητικών βουλήσεων και συμπαντικών δυνάμεων. Τέλος, η σωζόμενη τριλογία του που φέρει τον τίτλο «Ορέστεια», πέραν του ότι πρόκειται για ένα έργο με βαθιές φιλοσοφικές και πολιτικές προεκτάσεις το οποίο –σημειωτέον- καταλήγει σε μια εξασθένιση της πρωτογενούς αισχύλειας ορμητικότητας, δεν παύει να αποτελεί κι έναν σταθμό για τη φανταστική λογοτεχνία εφόσον μέσα από τους στίχους του ζωντανεύει ένα δικαστήριο ζωής ή θανάτου στο οποίο διαξιφίζονται άνθρωποι και θεοί.

Αφήνοντας τον Αισχύλο θα περάσουμε στο Σοφοκλή, για να συναντήσουμε και στα δικά του έργα τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεωρήσουμε ότι ένα λογοτεχνικό δημιούργημα εντάσσεται στο πλαίσιο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ξεκάθαρο χαρακτηριστικό φανταστικής λογοτεχνίας παρουσιάζεται στον «Οιδίποδα τύραννο» και μάλιστα με έναν τρόπο που θυμίζει πολύ τις εικόνες των νεωτέρων έργων φαντασίας και τρόμου, όταν στο τέταρτο στάσιμο του έργου ο Εξάγγελος, αφού έχει περιγράψει τον απαγχονισμό της Ιοκάστης, αναφέρεται στην αυτοτιμωρία του Οιδίποδα λέγοντας «..τέτοιες κατάρες εκστομίζοντας χτυπούσε με τις περόνες πολλές φορές κι όχι μια τα μάτια του. Αλλά συγχρόνως οι αιμόφυρτες κόρες του έβρεχαν τα γένια του και δεν έσταζαν μόνο υγρές σταγόνες αίματος, αλλά συγχρόνως χυνόταν μαύρη βροχή και χαλάζι βαμμένο στο αίμα» (απόδοση Ι. Μπάρμπας εκδ. Ζήτρος). Περνώντας στην επόμενη τραγωδία του που φέρει τον τίτλο «Τραχίνιαι» τον συναντάμε να καταπιάνεται με το πώς η Δηιάνειρα έδωσε στον άντρα της Ηρακλή τον δηλητηριασμένο μανδύα του κενταύρου Νέσσου. Πρόκειται για την τραγωδία με τα πλέον ισχυρά χαρακτηριστικά της φανταστικής λογοτεχνίας και διαθέτει αναφορές σε γεγονότα όπως εκείνο της μάχης του Ηρακλή με τον Αχελώο ποταμό για την καρδιά της Δηιάνειρας. Αλλά και στα υπόλοιπα έργα του, με χαρακτηριστικότερο αυτών το "Φιλοκτήτη", τα γνωρίσματα της φανταστικής λογοτεχνίας είναι έκδηλα.

Καθίσταται, λοιπόν, διαυγές ότι εντός των κλασικών έργων υπάρχουν ενεργητικές φανταστικές συμμετοχές των δημιουργών, ενώ το μυθολογικό υπόστρωμα και η καθαρή μορφική παρουσίαση είναι στοιχεία αναμφισβήτητα. Αντίθετα, αμφισβητήσιμη είναι η παρουσία του μηχανιστικού ορθολογισμού που ευαγγελίστηκαν οι κλασικιστές. Σε τελική ανάλυση, το γεγονός ότι αρχαία λογοτεχνικά έργα που έχουν χαρακτηρισθεί ως κλασικά αποτελούν δημιουργήματα που εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας, προκύπτει και από την εξής απλή διαπίστωση. Όπως είναι γνωστό τα έπη του Ομήρου, αλλά κι εκείνα του Ησιόδου και του Ορφέα, θεωρούνται κλασικά. Το ίδιο ισχύει και για την «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν είναι δυνατόν να υπάρξει κάποιος που, ακόμη κι αν αγνοήσει τα κριτήρια που προκρίνει αυτό το δοκίμιο, να θεωρήσει ότι τα εν λόγω έργα χαρακτηρίζονται κυρίως για την ορθολογικότητα και την αναλογία τους και όχι για την πληθωρική φαντασία των δημιουργών τους. Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική, εκτός κι αν πρόκειται για κάποιον που θα επιχειρήσει να προασπίσει κάποια ιδεοληψία στο όνομα της οποίας θα είναι, πιθανόν, στρατευμένος. Ειδάλλως, είναι βέβαιο πως από οποιαδήποτε σκοπιά κι αν διαβάσει κανείς τα παραπάνω έργα, θα αντιληφθεί άμεσα ότι τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι η πληθωρική φαντασία και ο δημιουργικός αυθορμητισμός. Είναι γεγονός ότι οι ήρωες των επικών ποιητών και των τραγωδιών αποτελούν τύπους ξένους προς εσωτερικές αντιφάσεις και πολύπλοκες υποκειμενικότητες, τύπους χωρίς ουσιαστικές διαφορές, τύπους με διαφορές χαρακτήρων και όχι μοναδικούς ανθρώπους με αντιφάσεις και συγκρουόμενους εσωτερικούς κόσμους, τύπους «αγαλματένιους», ακέραιους και όχι άπειρους κι ενδογενώς διασπασμένους. Όμως αυτή τους η ενότητα δεν τους απομακρύνει από τους κήπους της λογοτεχνίας του φανταστικού. Αυτό το κλασικό στοιχείο δεν έρχεται σε ρήξη με τα χαρακτηριστικά των ηρώων της φανταστικής λογοτεχνίας, το αντίθετο μάλιστα, αυτό το αγνό και αρχαίο κλασικό γεννήθηκε από τους κόλπους της φανταστικής λογοτεχνίας και εξακολουθεί να διακρίνει λογοτεχνικούς ήρωες της νεότερης και σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τον Κόναν του Χάουαρντ, τον Άραγκορν του Τόλκιν και τον Χόκμουν του Μούρκοκ. Συμπεραίνουμε έτσι ότι το αρχαίο κλασικό λογοτεχνικό πνεύμα όχι μόνο δεν αποτέλεσε κάτι ξένο και διαφορετικό από τη φανταστική λογοτεχνία αλλά αντιθέτως συνδέθηκε μαζί της άρρηκτα. Ο μεταγενέστερος κλασικισμός και οι νεώτερες απόψεις περί του κλασικού διαφοροποιήθηκαν από αυτήν.

Πριν ολοκληρωθεί η αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα, κρίνεται σκόπιμη η διασαφήνιση ότι πολλά έργα της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας αποτελούν κείμενα που αναφέρονται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα κι έχουν αξία ιστορικών αφηγήσεων, άσχετα του γεγονότος ότι διαπνέονται από έντονη φαντασιακή λογοτεχνική αύρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ομηρική Ιλιάδα. Το έπος αυτό παρουσιάζει το ιστορικό γεγονός του τρωικού πολέμου μέσα από τη φωνή ενός ποιητή που, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, χρησιμοποίησε τα φτερά της φαντασίας του, για να κάνει ένα αξεπέραστο ταξίδι στους πιο μαγικούς ουρανούς της λογοτεχνικής έμπνευσης. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η δημιουργικότητα της φανταστικής λογοτεχνίας δεν έρχεται απαραίτητα σε ολική σύγκρουση με την πραγματικότητα. Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ορισμένα έργα της φανταστικής λογοτεχνίας έχουν αξία θρησκευτικών κειμένων. Αποτελεί ακλόνητη πεποίθηση πολλών στοχαστών -και μεταξύ αυτών και του γράφοντος- ότι ο Μύθος δεν αποτελεί έκφραση αναλήθειας, αλλά περιγραφή μιας πραγματικότητας που βρίσκεται πέρα από τα μέτρα της απλής ανθρώπινης καθημερινότητας.

Το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται απ’ όλα τα παραπάνω είναι η ύπαρξη έργων της φανταστικής λογοτεχνίας, τόσο στα πλαίσια του πολιτισμού των αρχαίων προγόνων μας όσο και σε πολιτισμούς άλλων λαών. Η μυθολογία, η ενεργητική φανταστική συμμετοχή των δημιουργών και η καθαρότητα της μορφικής έκφρασης των έργων, αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά συστατικά των λογοτεχνικών αυτών δημιουργιών. Συστατικά τα οποία επιδεικνύουν διαχρονική ισχύ, όπως θα δούμε στη συνέχεια του κειμένου. Συνεπώς, από το παρόν δοκίμιο, προβάλλονται ως κριτήρια για την ένταξη των έργων στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας.

Εκείνο που μένει να απαντηθεί, πλέον, είναι το πότε έκλεισε ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας. Ξεκινώντας να προσεγγίζουμε την απάντηση θα πρέπει να σταθούμε αρχικά στη ρωμαϊκή εποχή. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, σε γενικές γραμμές, διατηρήθηκαν οι δομές της ελληνικής αντίληψης και κατ’ επέκταση συντηρήθηκαν τα κεκτημένα του κύκλου της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας, με έργα όπως η «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Η αναδιαμόρφωση που προκάλεσε η Ρώμη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και μεταξύ των άλλων επηρέασε την λογοτεχνία του φανταστικού, είχε τη ρίζα της όχι σε κάποια ισχυρή πολιτιστική της αδυναμία, αλλά στην κατακτητική πολιτική της υπόσταση και στην πολυεθνική κοινωνική της υφή. Η καταστάσεις αυτές, οδήγησαν με το πέρασμα του χρόνου σε διοικητική ανεπάρκεια, στον κλονισμό του κοινοτικού βίου και στην προβολή ενός κοσμοπολίτικού προτύπου ζωής. Το αίσθημα του ανήκειν σε μια συλλογική εθνική οντότητα μαράθηκε, πράγμα που είχε ως συνέπεια να ατονήσει η επαφή των ανθρώπων με τους μύθους και τις παραδόσεις τους. Οι προϋποθέσεις για τον μαρασμό της φανταστικής λογοτεχνίας και το κλείσιμο του πρώτου της κύκλου άρχισαν να γίνονται ευνοϊκές. Η γονιμοποίηση των προϋποθέσεων αυτών συντελέστηκε στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο μεσογειακό γίγνεσθαι κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια.

Ο νεοεμφανιζόμενος χριστιανισμός αποτέλεσε μια θρησκευτική πρόταση, η οποία μολονότι διατηρούσε αρκετά δάνεια από την αρχαιοελληνική σκέψη, δεν έπαυε να αποτελεί ένα παρακλάδι της εβραϊκής θρησκείας. Ως τέτοιο, διατηρούσε μια ιστορική και οργανική επαφή με την εβραϊκή θρησκευτική παράδοση και την Παλαιά Διαθήκη. Οι πρώτοι χριστιανοί, αντιμετωπίστηκαν άλλοτε με διαλλακτικότητα και άλλοτε με αυστηρότητα από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που απλωνόταν σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση εκείνη την εποχή. Οι ίδιοι, εκφράζοντας το Ευαγγέλιο μέσα από την Αποστολική δράση, πρόβαλλαν μια διεθνιστική αντίληψη και, αντίθετα από την πλειοψηφία των Εβραίων που παρέμειναν πιστοί στο μωσαϊκό νόμο και στην ιερατική τους παράδοση, δέχτηκαν με χαρά τους εθνικούς ανάμεσα στους κόλπους της χριστιανικής εκκλησίας. Η αποδοχή Ευρωπαίων χριστιανών είχε μια συνέπεια. Οι νέοι πιστοί θα έπρεπε να αποκηρύξουν την παλιά τους θρησκεία. Με αυτήν, όμως, ήταν συνδεδεμένο και το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας παράδοσης. Έτσι, η εξέλιξη αυτή επέφερε μια αλλαγή στα πολιτισμικά δεδομένα της γηραιάς ηπείρου. Όταν οι ιστορικές συγκυρίες έκαναν τον χριστιανισμό να εξαπλωθεί σε πολύ μεγάλα τμήματα του ευρωπαϊκού πληθυσμού, η αρχαία παράδοση δέχτηκε το πιο ισχυρό πλήγμα. Όπως γίνεται κατανοητό, κάθε πλήγμα που δεχόταν η αρχαία παράδοση, αποτελούσε και πλήγμα για την αρχαία φανταστική λογοτεχνία.

Οι χριστιανοί όταν ενισχύθηκαν, είτε λόγω του ότι δεν είχαν απελευθερωθεί ολοκληρωτικά από την επιρροή της εβραϊκής θρησκείας, είτε γιατί στην πορεία τους προς την εξάπλωση του δόγματός τους συνάντησαν την αντίσταση των εναπομεινάντων εθνικών που τους πείσμωσε περισσότερο, τήρησαν μια πολύ σκληρή γραμμή κατά της αρχαίας ευρωπαϊκής παράδοσης. Η τελική επιβολή του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας από το ρωμαϊκό κράτος, έδωσε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που είχαν ιουδαϊκές καταβολές στον τρόπο σκέψης και δράσης τους, όπως για παράδειγμα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α΄, να εφαρμόσουν έναν ανηλεή διωγμό κατά της αρχαίας ελληνικής και ευρωπαϊκής κληρονομιάς. Μοιραία, κάτω από αυτές τις συνθήκες, το πνεύμα του αρχαίου κόσμου μετατράπηκε σε συντρίμμια και μέσα στα συντρίμμια αυτά μπορούμε να ανιχνεύσουμε το τέλος του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας.

Αυτό βέβαια, δε σημαίνει ότι έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού έπαψαν να δημιουργούνται οριστικά. Τρανά παραδείγματα, ο Νόννος και η επική του εξιστόρηση που έφερε τον τίτλο «Διονυσιακά» (στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και τα τρία άλλα έργα του Νόννου που ήταν η «Γιγαντομαχία», η «Παράφραση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου» και τα «Βασσαρικά»), η οποία αποτέλεσε και μια από τις τελευταίες ίσως εκφράσεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, η «Αποκάλυψη» του Ευαγγελιστή Ιωάννη, που γράφτηκε περίπου τριακόσια χρόνια νωρίτερα, αποτελώντας εκτός από σπουδαίο θεολογικό κείμενο, ένα εκπληκτικό έργο φανταστικής λογοτεχνίας, η «Γιγαντομαχία» και η «Αρπαγή της Περσεφόνης» του Λατίνου ποιητή από την Αλεξάνδρεια Κλαυδίου Κλαυδιανού που γράφτηκαν στο μεταίχμιο του 4ου με τον 5ο αιώνα μ.Χ, αλλά και τα φανταστικά διηγήματα του Λουκιανού, ο οποίος παρότι υπήρξε ρεαλιστής, άκαμπτος ορθολογιστής και στοχαστής που αντιμετώπισε με ειρωνική διάθεση την αρχαιοελληνική θρησκεία, την παράδοση και τη μυθολογία, προκειμένου να εκφράσει τις ιδεολογικές του θέσεις χρησιμοποίησε μεταξύ των άλλων και τις δυνατότητες της επικής λογοτεχνίας, με αποτέλεσμα να αφήσει ως κληρονομιά δυο εξόχως ενδιαφέροντα κωμικά έργα επικού χαρακτήρα, τα «Αληθή διηγήματα Α και Β» και ορισμένα ακόμη κείμενα φανταστικής λογοτεχνίας, όπως τα «Κατάπλους ή Τύραννος» και «Χάρων ή Επισκοπούντες». Τα εν λόγω διηγήματα μπορεί να παρωδούν τον ευφάνταστο χαρακτήρα προγενέστερων συγγραφέων και κυρίως ιστορικών, καθώς επίσης και να στηλιτεύουν αρχαίες ελληνικές συνήθειες και παραδόσεις, αλλά αν τα εξετάσουμε ως αυτόνομα κείμενα θα διαπιστώσουμε ότι αποτελούν κωμικά έπη ηρωικής φαντασίας, που εντάσσονται αδιαμφισβήτητα στην ολότητα της φανταστικής λογοτεχνίας και αποτελούν, αν μας επιτραπεί η αντιστοίχιση, αρχαίους προγόνους, σύγχρονων παρόμοιων έργων, όπως είναι λόγου χάρη τα «Χρονικά του Ίλμορ» του Ν. Λ. Στόουν.

Ωστόσο, εκτός από τις επιμέρους εξαιρέσεις, οι νέες εξελίξεις οδήγησαν στον μαρασμό του αρχαίου πνεύματος, κομμάτι του οποίου αποτέλεσε και ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας. Δεν είμαστε πάντως σε θέση να υποδείξουμε με ακρίβεια ποια ήταν η στιγμή που έκλεισε ο πρώτος φανταστικός λογοτεχνικός κύκλος. Κι αυτό γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχει συγκεκριμένη στιγμή. Το κλείσιμο του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας βασίστηκε σε πολιτισμικές ζυμώσεις και ιστορικές αλλαγές που κράτησαν πολλά χρόνια. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι από το 50 μ.Χ κι έπειτα, το πνεύμα της αρχαιότητας άρχισε να υποχωρεί μαζί με όλα τα παρεπόμενά του. Τον τέταρτο αιώνα μ.Χ η αλλαγή των πολιτισμικών σταθερών είχε ολοκληρωθεί. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα δυνάμεθα να εντοπίσουμε το τέλος του πρώτου φανταστικού κύκλου. Τα διάφορα φανταστικά λογοτεχνικά έργα που δημιουργήθηκαν, όπως ήταν για παράδειγμα η «Αποκάλυψη», τα «Αληθή διηγήματα» και τα «Διονυσιακά», κράτησαν τη φλόγα της φανταστικής λογοτεχνίας αναμμένη και η λειτουργικότητά τους έγκειται στο ότι αποτέλεσαν συνδέσμους του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας με τον επόμενο, ο οποίος χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί αιώνες για να συγκροτηθεί και να ανέλθει στο ιστορικό προσκήνιο των πολιτιστικών δρώμενων.

1) Στη λογοτεχνία του φανταστικού η εικόνα της τελικής δημιουργίας που παρουσιάζεται στο κοινό μπορεί να είναι είτε διαυγής και απόλυτα συγκεκριμένη (όπως για παράδειγμα στην πλειοψηφία των λογοτεχνικών έργων από τον Όμηρο και τον φον Έσενμπαχ μέχρι τον Χόφμαν και τον Χάουαρντ) είτε σκοτεινή και δυσνόητη στην πρώτη ανάγνωση (πράγμα που συμβαίνει αποκλειστικά σε κάποιες δημιουργίες της εποχής του ρομαντισμού, όπως λόγου χάρη στα ποιήματα του Χέλντερλιν, του Μπλέικ και άλλων). Στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και δεν υπάρχει αμφιβολία για την ισχύ του τρίτου κριτηρίου. Στην δεύτερη, όμως, παρόλο που ουσιαστικά ισχύει ότι ακριβώς ισχύει και για την πρώτη, υπάρχει μια ασάφεια που ίσως δώσει την ευκαιρία σε κάποιους να αμφισβητήσουν το κατά πόσο ισχύει το τρίτο κριτήριο. Απαντώντας στις όποιες πιθανές αμφισβητήσεις, δηλώνουμε ότι ακόμη και στις περιπτώσεις όπου κάποια κείμενα του πεδίου, που σε τούτο το δοκίμιο ορίζουμε ως φανταστική λογοτεχνία, είναι δυσνόητα και σκοτεινά, αυτό συμβαίνει γιατί οι δημιουργοί τους μέσω των λογοτεχνικών κειμένων αυτών μας αποκαλύπτουν τις μυστικιστικές συλλήψεις της εσωτερικής κοσμογονίας που συντελείται στον πυρήνα του Εγώ τους, οι οποίες όμως αντλημένες καθώς είναι από τα απύθμενα βάθη της ψυχής, δεν μπορούν εύκολα να εκφραστούν μέσα από τις λέξεις και τις φράσεις της συμβατικής γλώσσας. Η μορφική παρουσίαση του έργου δηλαδή, έχει όση καθαρότητα μπορεί να της δώσει η γλώσσα και η επεξεργασία της συνείδησης. Απλά, τα εργαλεία αυτά, αδυνατούν να προσφέρουν κάτι πιο καθαρό και αρκούνται στην προσφορά των υποβλητικών και σκοτεινών αυτών σχημάτων. Η συγκεκριμένη κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από την εσκεμμένη αοριστία των φράσεων και των μορφών που επιτυγχάνει μέσα από διάφορα λογοτεχνικά τεχνάσματα ο Μοντερνισμός. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό που θέλουμε να πούμε, θα ήταν ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε εκείνο που πολύ εύστοχα είχε παρατηρήσει ο Διονύσιος Σολωμός την εποχή που είχε επηρεαστεί από την φανταστική λογοτεχνία μέσω του γερμανικού ρομαντισμού και το οποίο υποστήριζε ότι άλλο πράγμα είναι η σκοτεινότητα της ποίησης και άλλο η αοριστία των φράσεων. Στην περίπτωση της φανταστικής λογοτεχνίας ισχύει η σκοτεινότητα της ποίησης. Η εν λόγω ποίηση καταλήγει ως τέτοια (ως σκοτεινή δηλαδή) στο βλέμμα του αναγνώστη ακολουθώντας τη διάθεση του δημιουργού για συγκεκριμένη μορφική παρουσίαση, η οποία (διάθεση) όμως, δεν είναι αρκετή για να παρουσιάσει ένα πιο ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Η υποβολή, το δυσνόητο του κειμένου και η γενικότερη «ομίχλη» που σκεπάζει αυτά τα έργα, δημιουργείται αυθόρμητα μέσα από μια «εσωτερική» παραγωγική βούληση. Αντίθετα, στα ρεύματα της πρωτοπορίας και στον μοντερνισμό προϋπάρχει η συνειδητή (η λογικά αποφασισμένη, η ηθελημένη και στοχευόμενη δηλαδή) επιλογή των δημιουργών για ένα αποτέλεσμα μορφικά απροσδιόριστο. Αυτός είναι και ένας από τους πολλούς λόγους που μας κάνουν να αφήνουμε τον μοντερνισμό και την πρωτοπορία εκτός του πεδίου που καλύπτει η λογοτεχνία του φανταστικού.

Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες φιλολογικές αναλύσεις που επιχειρώντας να ορίσουν το πεδίο της νεωτερικής ποίησης, συνδέουν τα ρομαντικά με τα μοντερνιστικά ποιήματα. Ωστόσο οι εκφραστές της αντίληψης αυτής δίνουν μονομερή έμφαση στις τεχνικές κατασκευής των έργων και όχι στην ουσία τους, εμμένοντας σε μια περισσότερο φιλολογική -και όχι ποιητική- αντίληψη των πραγμάτων, με αποτέλεσμα να προβάλλουν τεχνικά χαρακτηριστικά όπως ο ελεύθερος στίχος, η μη ύπαρξη στροφών σταθερής μορφής, ο πεζόμοφος χαρακτήρας του ποιήματος, το ζωντάνεμα της ποιητικής γλώσσας, το δυσνόητο ύφος και ο μη καθαρός νοηματικός ειρμός, προκειμένου να «τοποθετήσουν» το ρομαντισμό και το μοντερνισμό στο ίδιο πεδίο. Παραβλέπουν, όμως, ότι για να καταλήξουν σε αυτό το αποτέλεσμα, τα ρομαντικά και τα μοντερνιστικά ποιήματα ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και διανύουν διαφορετικές πορείες. Αλλά και ως τελικά αποτελέσματα είναι εξόφθαλμο ότι διαφέρουν πάρα πολύ. Ως απόδειξη αυτού θα παραθέσουμε ένα σύντομο παράδειγμα βασισμένο στη σύγκριση δυο χαρακτηριστικών ρομαντικών ποιητικών αποσπασμάτων κι δυο μοντερνιστικών.


«Βραδινή Φαντασία», του Φρ. Χέλντερλιν

Μπρος στην καλύβα του ήσυχος κάθεται, στον ίσκιο,
ο ζευγάς, -το τζάκι του, στην εγκρατή, καπνίζει.
Ηχεί φιλόξενα το βραδινό σήμαντρο, μέσα
στο ειρηνικό χωριό, στον οδοιπόρο.
Τώρα, γυρνούνε πια και τα καράβια στα λιμάνια,
σε πόλεις μακρινές, ο πολυάσχολος της αγοράς βόμβος
θροΐζει φαιδρός, στην έρημη σκιανάδα λάμπει
το συντροφικό δείπνο των φίλων.

Που πάω, λοιπόν, εγώ; Από μισθό και δουλειά ζούνε
οι θνητοί εναλλάσσοντας κούραση και ξεκούραση, όλα
χαρούμενα είναι, γιατί, λοιπόν, κοιμάται
το κεντρί μες στο δικό μου στήθος μόνο;

Στον βραδινό ουρανό μι’ άνοιξη ανθίζει, ανθούνε
αμέτρητα τα ρόδα κι ο χρυσός κόσμος μοιάζει
ήσυχος, ω πορφυρά νέφη, πάρετέ με
εκεί! και θά ’θελα, εκεί πάνω,

σ’ αέρα και φως, ο έρως κι ο πόνος μου να διαλυθούνε!-
Μα, σαν διωγμένη από τρελή ικεσία, φεύγει
η μαγεία, σκοτεινιάζει και μονάχος,
κάτω από τον ουρανό ’μαι, καθώς πάντα-

Έλα, γλυκό μισοϋπνι, τώρα! Πολλά ’ναι κείνα
που επιθυμεί η καρδιά, στο τέλος, όμως, ω Νεότης
φλέγεσαι, ανήσυχη, ονειροπολούσα!
Το γήρας ειρηνικό και χαρούμενο είναι τότε.
(μετάφραση Άρης Δικταίος, εκδόσεις Αιγόκερως).

Απόσπασμα από το «Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης», του Γουίλιαμ Μπλέικ.

Η αρχαία παράδοση πως ο κόσμος θα ριχτεί στο πυρ το εξώτερο
σε έξι χιλιάδες χρόνια είναι αληθινή, σύμφωνα με όσα άκουσα στην Κόλαση.
Γιατί το χερουβείμ με την πύρινη ρομφαία του θα λάβει σε λίγο εντολή
να πάψει να φρουρεί το Δέντρο της Ζωής και μόλις το πράξει, η πλάση
ολόκληρη θα αναλωθεί στην φωτιά και θα φανεί άπειρη και ιερή, ενώ τώρα
φαίνεται πεπερασμένη και διεφθαρμένη.
Αυτό θα συμβεί αν καλλιεργηθούν οι απολαύσεις των αισθήσεων…
(μετάφραση Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις Νεφέλη).

Απόσπασμα από ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου.

«Πέρα από το στέαρ της κυπελλοφόρου αμάξης, ο ουρανός της
έγινε σαν μάτι μυρμηκιώντος κόμπου
και χωρίς κόπο και χωρίς καπίστρι,
επανέρχεται μαζί μας ο ζυμωτής
των μεμακρυσμένων φόνων…»

Απόσπασμα από το ποίημα « Karawane» του Hugo Ball, που θα σας παρουσιάσω αμετάφραστο, γιατί είναι απλά φωνητικό, χωρίς νόημα και συνεπώς, δεν έχει νόημα η μετάφραση.

«..Hollaka hollala
anlogo bung
blago bung
blago bung
bosso fataka
ϋ ϋϋ ϋ
schampa wulla wussa όlobo…»

Όπως βλέπουμε και τα τέσσερα ποιήματα παρουσιάζουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά που προαναφέραμε. Ωστόσο γίνεται ξεκάθαρο ακόμη και στα μάτια κάποιου που δεν έχει ασχοληθεί με τη λογοτεχνία ότι τα δυο πρώτα εκφράζουν μια πνοή εντελώς άσχετη από αυτή των δυο επόμενων. Ο μυστικισμός, η σκοτεινότητα και η ονειρική σύλληψη που χαρακτηρίζουν τα δυο ρομαντικά ποιήματα που προηγούνται, συνιστούν κάτι το εντελώς διαφορετικό από την επιτηδευμένη μορφική χαλαρότητα που επιδεικνύει το τρίτο ποίημα το οποίο εκφράζει τον σουρεαλισμό και την, πρόσθετη σε αυτήν, νοηματική ανυπαρξία του τέταρτου που αποτελεί δείγμα του ντανταϊσμού.

Επίσης, καθίσταται εμφανές ότι τα δυο ρομαντικά ποιήματα ανταποκρίνονται στα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Η μυθολογία όπως την ορίσαμε ως κριτήριο είναι παρούσα, τόσο στο πρώτο ποίημα με τον χαρακτήρα της δραματικής και ονειρικής σύλληψης της πραγματικότητας (με κορύφωση την τέταρτη στροφή), όσο και στο δεύτερο με τη μορφή του θρησκευτικού μυστικισμού. Υπάρχει επίσης ενεργητική συμμετοχή των δημιουργών. Στο πρώτο ποίημα είναι δεδομένη και αυτονόητη αφού σε όλες τις ονειρικές συλλήψεις της πραγματικότητας υπάρχει συνακόλουθη ενεργητική συμμετοχή, ενώ στο δεύτερο εκφράζεται μέσα από την προσωπική έκφραση του θρησκευτικού μυστικισμού του ποιητή. Για την καθαρότητα της μορφικής παρουσίασης, τέλος, ισχύουν τα όσα έχουμε αναφέρει στις προηγούμενες παραγράφους της παραπομπής.

Ενώ για τα δυο ρομαντικά ποιήματα ισχύουν όλα τα παραπάνω, για τα μοντερνιστικά δεν ισχύει τίποτε από αυτά. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, δεν ισχύει το πρώτο και το τρίτο κριτήριο. Ενεργητική συμμετοχή των ποιητών υπάρχει αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μας αφορά σε σχέση με το τι είναι η φανταστική λογοτεχνία και δεν αρκεί για να εντάξει τα συγκεκριμένα έργα στην ολότητά της.

Τίθεται τώρα το ερώτημα, τι γίνεται αν κάποιο έργο μοντερνιστή λογοτέχνη εκπληρώνει και τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Νομίζω πως η απάντηση είναι σαφώς θετική. Εννοείται πως ένα τέτοιο έργο αποτελεί μέρος του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο για το σύνολο των έργων του μοντερνισμού.

Σίγουρα το παράδειγμα είναι σύντομο αλλά πιστεύουμε ότι συνάμα είναι και αρκετό για να κάνει κατανοητό αυτό που υποστηρίζουμε.

2) «Τα ορφικά» Εκδόσεις εγκυκλοπαίδειας Ηλίου, μεταφρ. Σπύρου Μαγγίνα.

3) Λουκιανός, Φιλοψευδής ή απιστών εκδ. Πατάκη.


Σταμάτης Μαμούτος
Απόφοιτος Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Πειραιά,
Απόφοιτος Ελευθέρου Πανεπιστημίου της Στοάς του βιβλίου
(σειρά μαθημάτων για τη λογοτεχνία: Από τον
ρομαντισμό στον μεταμοντερνισμό-οι περιπέτειες
του λογοτεχνικού θεσμού)
Φοιτητής Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης.
Πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ

Το Λυκόφως των θεών στη σκανδιναβική μυθολογία
του voodoo child

«Ένα χρυσό παλάτι τόσο ψηλό, που τα βλέμματα δεν μπορούνε την κορυφή του να φτάσουν! Εκατόν πενήντα πύλες οδηγούν εκεί. Οκτακόσιοι πολεμιστές θα βγουν απ’ αυτές μια μέρα, όταν στο λυκόφως των θεών, ο Όντιν επικεφαλής τους θα ορμήσει για να πολεμήσει τους γίγαντες και τον αρχηγό τους τον Σούτουρ τον Μαύρο!»

Καλώς ήλθατε στον κόσμο της σκανδιναβικής μυθολογίας, τον κόσμο του Όντιν, του Θόρ, του Λόκε, του Φένρις και των πολεμιστών της Βαλχάλα. Έναν κόσμο που ακόμη και οι θεοί μάχονται και πεθαίνουν. Έναν κόσμο που έχει αποτελέσει την χαρακτηριστικότερη, ίσως, πηγή εμπνεύσεων για τους συγγραφείς της φανταστικής λογοτεχνίας.


Στο άρθρο αυτό θα δοθεί έμφαση στο πιο ιδιαίτερο στοιχείο της σκανδιναβικής μυθολογίας, που δεν είναι άλλο από το τέλος των ημερών, το θρυλικό «λυκόφως των θεών». Ένα τέλος που προδικάζεται εξ’ αρχής, δημιουργώντας σε όσους έρχονται σε επαφή με το μαγικό περιβάλλον της σκανδιναβικής μυθολογίας την αίσθηση της αναμονής μιας κοσμογονίας, η οποία συμβάλει τα μέγιστα στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων που απαιτούνται για να δώσουν στις διηγήσεις των θρύλων του Βορρά αυτό τον τόσο απολαυστικό και ξεχωριστό χαρακτήρα που διαθέτουν.

1) ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ΑΖΑΣ, ΑΣΓΚΑΡΝΤ.

Ξεκινώντας, λοιπόν, το ταξίδι μας στις γοητευτικές αυτές διηγήσεις της Σκανδιναβικής μυθολογίας, θα πρέπει να σημειώσουμε πως τις πληροφορίες για αυτήν τις αντλούμε από τρεις πηγές. Η πρώτη από αυτές είναι η Παλαιά Έδδα, η οποία και αποτελεί το αρχαιότερο θρησκευτικό και λογοτεχνικό μνημείο της βόρειας παράδοσης. Η λέξη Έδδα σημαίνει παππούς ή γιαγιά και πρόκειται για συλλογή τριάντα τραγουδιών του 7ου μ.Χ αιώνα τα οποία πήραν την οριστική μορφή τους κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. Η Παλαιά Έδδα περιλαμβάνει στίχους για θέματα που αφορούν τους θεούς και τα κατορθώματά τους αλλά και τις ηρωικές μορφές της γερμανικής και της σκανδιναβικής παράδοσης. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του «Βόλουσπα», του τραγουδιού που περιγράφει την ανθρώπινη ιστορία από τη γένεση του κόσμου μέχρι το τέλος, το περίφημο «λυκόφως των θεών». Κεντρικό έργο στην «Παλαιά Έδδα» είναι το «Codex Regius», το «Βασιλικό Χειρόγραφο» που ονομάζεται έτσι επειδή παρέμεινε για αιώνες στη βασιλική βιβλιοθήκη της Κοπεγχάγης, πριν επιστραφεί τελικά στην Ισλανδία, όπου και είχε βρεθεί αρχικά. Η δεύτερη πηγή της σκανδιναβικής μυθολογίας είναι η «Νέα Έδδα» που γράφτηκε από τον Ισλανδό ποιητή και πολιτικό Σνόρι Στούρλουσον τον 13ο αιώνα μ.Χ. Η Έδδα του Στούρλουσον χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, τον πρόλογο, τη «Φενάκι του Γκίλφι», τη «Γλώσσα της ποίησης» και τη «Λίστα των ποιητικών μορφών». Το σημαντικότερο όλων -και το ποιητικότερο ταυτοχρόνως- είναι το δεύτερο. Η τρίτη και τελευταία πηγή της σκανδιναβικής μυθολογίας είναι οι «Σάγκες», δηλαδή τα έπη που δημιούργησαν οι σκάλδοι. Οι σκάλδοι ήταν ραψωδοί που πήγαιναν σε παλάτια, στρατόπεδα και πόλεις για να εξυμνήσουν τα κατορθώματα των ηρώων.


Σύμφωνα λοιπόν με την Έδδα πατέρας των θεών και των ανθρώπων, εκείνος που υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα, είναι ο Αλφαντούρ (συμπαντικός πατέρας), πρωταρχικός θεός και δημιουργός των πάντων.


Μέσα από διάφορους μύθους η Έδδα μας μιλά για την δημιουργία των δώδεκα Άσας ή Άζες της οικογένειας δηλαδή των θεών που έπονται του Αλφαντούρ.

Πρώτος είναι ο Όντιν ο μεγαλύτερος και πιο παλιός ανάμεσα στους Άσας που θεωρείται και ο βασιλιάς τους.

Ο Θωρ, ο θεός του κεραυνού, είναι ο πιο δυνατός ανάμεσά τους .

Ο Μπάλντουρ1, ο θεός της ομορφιάς και της καλοσύνης είναι ο πιο μετριοπαθής και καλοσυνάτος σ’ όλη την Βαλχάλα.

Ο Φρέυρ, ο θεός της γονιμότητας και της αφθονίας στέλνει τις βροχές που γονιμοποιούν την γη.

Ο Τυρ , ο ανδρείος εκπροσωπεί την τόλμη και την βίαιη δύναμη.

Ο Μπράγκα είναι ο θεός της σοφίας και της ευφράδειας .

Ο Χάϊμνταλλ φυλάει τον ουρανό και την φύση.

Ο Βιντάρ ο σιωπηλός είναι ο θεός της σιωπής .

Ο Βάλι ο θεός του φωτός και της άνοιξης (ο Βάλι, τολμηρός στον πόλεμο, μεταμορφώθηκε σε λύκο απ’ τους θεούς)

Ο Ούλλερ επιδέξιος στα βέλη και στα πέδιλα πάνω στον πάγο είναι αυτός που επικαλούνται στις μονομαχίες.
Ο Χόντουρ ο τυφλός θεός της νύχτας είναι και αυτός που θα σκοτώσει άθελά του, τον Μπάλντουρ (οι Άσας αποφεύγανε να προφέρουνε το όνομά του.).

Ο Λόκε, θεός της φωτιάς, και οι άλλες θεότητες (Χόνερ, Όντουρ, Χέρλοντ ο αγγελιοφόρος, Έγγιρ και Μίμερ) μερικές φορές τοποθετούνται στην δεύτερη κατηγορία θεών. Όλοι αυτοί οι θεοί -με εξαίρεση τον Έγγιρ θεό των θαλασσών- έχουν το παλάτι τους στο Άσγκαρντ (κατοικία των θεών).

Με την επενέργεια του Αλφαντούρ –της αιώνιας αρχής –πραγματοποιούνται τα γεγονότα της σκανδιναβικής μυθολογίας. Σαν παιδιά της φύσης και υποταγμένοι σ’ αυτήν οι Άσας οφείλουν να χαθούνε σε μια μοιραία εποχή ( οι θεοί των σκανδιναβών δεν είναι αθάνατοι , αθάνατος είναι μόνο ο χρόνος δηλαδή ο Αλφαντούρ). Αυτή η εποχή είναι το Ράγκναροκ, το αναπόφευκτο τέλος, ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ.

2) ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΡΑΓΚΝΑΡΟΚ…

Αυτή, λοιπόν, η αναμονή της καταστροφής, που πάντα προμαντεύεται και αποτελεί την κινητήρια δύναμη όλων των γεγονότων, δίνει στην Έδδα ένα τόνο σκοτεινό και μελαγχολικό και κάνει την Σκανδιναβική μυθολογία τόσο γοητευτική και ιδιάζουσα. Ωστόσο, παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, η μυθολογία των λαών του βορρά έχει πολλές ομοιότητες με άλλες μυθολογίες, όπως για παράδειγμα με την Περσική (κάποιοι μάλιστα πιθανολογούν πως η λατρεία του Όντιν προήλθε από εκεί) και κυρίως με την αρχαιοελληνική. Θα πρέπει μάλιστα να τονιστεί πως οι ομοιότητες της αρχαιοελληνικής με τη βορειοευρωπαϊκή μυθολογία είναι εξαιρετικά έντονες. Μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές ομοιότητες είναι ο εξανθρωπισμός των θεών, οι δώδεκα κύριες θεότητες και η ταύτιση των ηρώων (π.χ Ηρακλής / Θωρ).

Όπως είπαμε και πριν, όλοι οι μύθοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με το Ράγκναροκ και την έννοια του τέλους. Εμείς θα σταθούμε σε τρεις από αυτούς, ώστε να αντιληφθούμε περίπου πως αυτό θα επέλθει. Τη γέννηση των παιδιών του Λόκε, τον θάνατο του Μπάλντουρ και τη φυλάκιση του Λόκε.

3α) Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΟΥ ΛΟΚΕ.

Καμία από τις θεές δεν ήθελε τον πανούργο θεό Λόκε για άντρα της κι έτσι αυτός υποχρεώθηκε να παντρευτεί μια γιγάντισσα, την Ανγκερμπότι. Αυτή γέννησε τρία παιδιά τέρατα τον Φένρις, τον Γιομουνγκάτουρ και τη Χέλα. Από τότε διακηρύχθηκε απ’ τις προφητείες πως το λυκόφως πλησιάζει και τα παιδιά του Λόκε θα φέρνανε συμφορά στους θεούς. Έτσι για να σώσει τους θεούς η Ανγκερμπότι έριξε τον Γιομουνγκάτουρ, το μεγάλο φίδι, στην θάλασσα μα εκείνο μεγάλωσε τόσο ξαφνικά που περιτύλιξε όλη την γη. Η Χέλα, αιώνια εχθρός των θεών και θεά του θανάτου, έφυγε και πήγε στο Νιφλάιμ (κάτω κόσμος, χώρα της καταχνιάς) που έγινε το βασίλειό της. Η Χέλα από εδώ και πέρα θα είναι η παντoδύναμη βασίλισσα των ίσκιων, με το μισό της σώμα γκρι και το άλλο μισό άσπρο, το πρόσωπό της με χρώμα αιμάτινο και φίδια τυλιγμένα γύρω απ’ το άσαρκο κορμί της, θα ‘χει παλάτι της την αθλιότητα, κρεβάτι τον πόνο και τραπέζι την πείνα, ενώ για θρόνο και σκήπτρο θα έχει κόκαλα. Το μόνο απ’ τα παιδιά του Λόκε που κατάφεραν να κρατήσουν οι θεοί ήταν ο τρομερός λύκος Φένρις. Αυτός που δέχτηκε να θρέψει το λύκο ήταν ο θεός Τυρ, ο γενναίος γιος του Όντιν και της Φρίγγα. Όμως, ο Φένρις μεγάλωνε συνεχώς και μάταια οι θεοί προσπαθούσαν να τον αλυσοδέσουν καθώς αυτός έσπαγε τα δεσμά του. Έτσι οι θεοί ζήτησαν απ’ τους νάνους (τους μικρόσωμους εξαιρετικούς τεχνίτες που ζούσαν στα έγκατα της γης και είχαν γεννηθεί απ’ τον γίγαντα Υμέρ) μια αλυσίδα ακατάλυτη. Οι νάνοι την κατασκεύασαν από έξι σπάνια στοιχεία και τα δεσμά ονομάστηκαν Γκλάινπνιρ. Όταν όμως ο Φένρις είδε το Γκλάιπνιρ αρνήθηκε να το δοκιμάσει εκτός και αν κάποιος απ’ τους Άσας έβαζε για εγγύηση το χέρι του μέσα στο τεράστιο στόμα του. Μόνο ο Τυρ τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο! Ο Φένρις αυτή τη φορά δεν μπορούσε να λυθεί και λυσσασμένος απ’ τα γέλια των θεών που τον χλεύαζαν καταβρόχθισε την γροθιά του Τυρ που θυσιάστηκε για την σωτηρία του Άσγκαρντ. Έκτοτε ο Φένρις θα παρέμενε αλυσοδεμένος στο νησί Λύνγκβρε μέχρι τη μέρα του Ράγκναροκ.

3β) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΠΑΛΝΤΟΥΡ

Σύμφωνα με τις προφητείες όσο ο αγαπητός και λαμπερός θεός Μπάλντουρ ζει η δύναμη των Άζες είναι εξασφαλισμένη. Όμως η μοίρα θέλει τον Μπάλντουρ να πεθαίνει. Όσο κι αν οι θεοί προσπαθούν να τον σώσουν το τέλος του είναι προδιαγεγραμμένο. Έτσι, παρόλο που η μητέρα του η Φρίγγα καλεί όλα τα στοιχεία της φύσης να της υποσχεθούν πως δεν θα κάνουν κακό στον γιό της, ξεχνά το φυτό γκυ που μεγαλώνει στην βελανιδιά. Οι θεοί που νόμιζαν πως πήραν τις προφυλάξεις τους ησυχάζουν και αρχίζουν και πάλι τα γλέντια. Όμως ο πονηρός Λόκε που είχε ανακαλύψει την παράλειψη αυτή και θέλησε να εκδικηθεί τους Άζες για την σκληρή συμπεριφορά τους απέναντι στα παιδιά του, έφτιαξε μια σαΐτα απ’ το παράσιτο-φυτό. Η τραγική στιγμή ήρθε όταν οι θεοί, που μάχονταν μεταξύ τους με τόξα, αποφάσισαν να βάλουν για στόχο τον Μπάλντουρ (κάτι που θεωρούνταν μεγάλη τιμή για τον ίδιο) προκειμένου να γιορτάσουν εμπράκτως το γεγονός της αθανασίας του. Τότε ο Λόκε που παραμόνευε, έδωσε την σαΐτα στον τυφλό θεό Χόντουρ και καθοδήγησε τη βολή του, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να σκοτώσει άθελά του σκότωσε τον Μπάλντουρ.
Ο θάνατος του Μπάλντουρ σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τους Άζες, το Άσγκαρντ και τον κόσμο, καθώς το λυκόφως και η μάχη με τους γίγαντες πλησιάζουν…

3γ) Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΛΟΚΕ

Οι θεοί δεν θα τιμωρήσουν τον Λόκε στην βαλχάλα που θεωρείται ιερός τόπος. Ο πανούργος θεός θα αρνηθεί –έχοντας πάρει τη μορφή μιας γιγάντισσας- να σώσει τον Μπάλντουρ (σε μια προσπάθεια της Φρίγγας να σώσει τον αγαπημένο γιό της) επισφραγίζοντας έτσι το ταξίδι του φωτεινού θεού στο βασίλειο της Χέλα. Η τιμωρία δεν θα αργήσει να έρθει για τον Λόκε όταν μια μέρα οι θεοί θα τον βρουν στην κορυφή ενός βουνού όπου κρυβόταν. Ο Λόκε παίρνοντας την μορφή σολομού θα προσπαθήσει να τους ξεφύγει αλλά με τη βοήθεια ενός μαγικού διχτύου –την ώρα που ο Λόκε προσπαθούσε να το υπερπηδήσει- ο Θόρ θα τον πιάσει από την ουρά (γι’ αυτό και οι σολομοί έχουν τόσο λεπτό αυτό το μέρος). Οι Άζες θα φυλακίσουν τον Λόκε και την οικογένειά του και θα φτιάξουν δεσμά απ’ τα έντερα ενός γιου του, του Ναρφί, ενώ θα βάλουν κι ένα τεράστιο φίδι να χύνει σταγόνα –σταγόνα το δηλητήριό του στο πρόσωπο του δεσμώτη… Με την φυλάκιση αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του κόσμου.

4) ΡΑΓΚΝΑΡΟΚ: ΤΟ ΘΡΥΛΙΚΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Το πλήρωμα του χρόνου έχει έρθει. Το σύμπαν χάνει την λάμψη του και σημάδια φοβερά αναγγέλλουν το τέλος του κόσμου.

Τρεις φοβεροί χειμώνες διαδέχονται ο ένας τον άλλο χωρίς ούτε μια μέρα καλοκαιριού να τους διακόψει. Ο ήλιος εκπέμπει πια ένα φως ωχρό δίχως θέρμη, ενώ ο πόλεμος, η πείνα και η σφαγή θερίζουν τη γη. Ο πετεινός με το χρώμα της φωτιάς λαλεί στα μέρη των γιγάντων, ο χρυσαφένιος πετεινός στα μέρη των Άζες κι ο πετεινός με το χρώμα της καπνιάς κάτω απ’ τη γη, στης Χέλας τα παλάτια. Είναι η ώρα που ο λύκος Σκόλλ καταβροχθίζει τον ήλιο και ο λύκος Μανέγκαρμ το φεγγάρι. Είναι η ώρα που ο Λόκε ξαναβρίσκει τη λευτεριά του, ενώ ο Φένρις σπάει τα δεσμά του και είναι τόσο μεγάλος που με τα σαγόνια ανοιχτά αγγίζει συνάμα τον ουρανό με τη γη. Ο Γιορμουγκάτουρ ορμάει στη γη. Μια τρομερή πάλη θα αρχίσει υπό την καθοδήγηση γίγαντα Σούτουρ του Μαύρου, που το σπαθί του λάμπει σαν ήλιος. Το μπέφροστ (ουράνιο γεφύρι που ενώνει την Βαλχάλα με τη γη) βουλιάζει κάτω απ’ τα βήματά θεών και γιγάντων. Ο Λόκε προστρέχει στη Χέλα και τα παιδιά της για να πολεμήσουν τους θεούς.
Τότε ο Χάιμνταλλ σαλπίζει το κέρας του με όλη την δύναμη που διαθέτει. Οι Αινχέριαρς, τα πνεύματα δηλαδή των ηρώων που έπεσαν σε μάχες και τα οποία κατοικούν στην Βαλχάλα, φοράνε τις πανοπλίες τους και πάνε στον κάμπο του Βίγκριντ όπου θα γίνει η τελική μάχη…

Ο Όντιν, που είναι ο επικεφαλής αυτής της λαμπρής λεγεώνας με μια χρυσή περικεφαλαία και ένα υπέρλαμπρο σπαθί, πάει να συναντήσει τον Φένρις που τον καταβροχθίζει ζωντανό!Ο Βιντάρ σκίζει τις μασέλες του τέρατος κι έτσι εκδικείται το θάνατο του πατέρα του. Ο Τυρ ορμάει στον σκύλο του Νιφλάιμ κι ύστερα από μια τρομερή μάχη σκοτώνονται και οι δύο. Ο Θωρ αγωνίζεται ενάντια στο τεράστιο ερπετό. Του φέρει φοβερά χτυπήματα και το σκοτώνει μα πεθαίνει και ο ίδιος, πνιγμένος από τα κύματα δηλητηρίου που το τέρας ξερνάει πάνω του. Ο Φρέυρ νικιέται από τον Σούτουρ τον Μαύρο που το στόμα του βγάζει φωτιές και καπνό. Ο Λόκε μάχεται τον Χάιμνταλλ με το χρυσό δόντι και οι δυο τους πέφτουν νεκροί την ίδια στιγμή. Μόνο ο Σούτουρ μένει όρθιος και με τις φλόγες του καταστρέφει τον ουρανό και την γη…

Και τότε που οι Άζες και οι ήρωες της Βαλχάλα δεν θα υπάρχουν, η Έδδα αναφέρει ότι ο Αλφαντούρ θα κατέβει απ’ τους ουρανούς προκειμένου να αποφασίσει για την τύχη των ανθρώπων. Οι καλοί θα πάνε στον Γκίμλι τον αιώνιο παράδεισο ενώ οι δολεροί θα εξαγνιστούν με τα πιο σκληρά βασανιστήρια στον Ναστρόντ. Και όταν η δικαιοσύνη πραγματώσει το έργο της, μια κόρη του ήλιου κι ένας γιος του φεγγαριού θα πάρουν την θέση των γονιών τους. Ένας άντρας και μια γυναίκα, ο Λίφ και η Φίλ, που θα έχουν επιζήσει απ’ την πυρπόληση κρυμμένοι σ’ ένα ύψωμα, θα γεννήσουν μια νέα φυλή ανθρώπων. Οι θεοί θα μαζευτούνε στους κάμπους της Ίντα και θα βρουν πλάκες στην ρουνική γραφή, σύμφωνα με τις οποίες θα κυβερνήσουν τον κόσμο. Τότε η γη και τα δέντρα θα δίνουν από μόνα τους άπειρους καρπούς…Και οι κάμποι θε να γεμίσουνε λουλούδια… Η ομόνοια και η ειρήνη θα κατοικούνε για πάντα στους ανθρώπους…

1. Θα ήθελα να δώσω ορισμένες διευκρινήσεις σχετικά με το θέμα της προφοράς των ονομάτων. Μολονότι είναι αναμενόμενο πως η συγκεκριμένη προφορά μπορεί να ξενίσει κάποιους αναγνώστες, χρησιμοποιείται σ’ αυτό το άρθρο γιατί είναι όσο το δυνατόν εγγύτερα στην αυθεντική προφορά των σκανδιναβών. Γι’ αυτό ο θεός της φωτιάς προφέρεται Λόκε, αντί για Λόκι και ο Θεός της ομορφιάς Μπάλντουρ, αντί για Μπαλντρ ή Μπάλντερ, που τον συναντάμε συνήθως στη σχετική βιβλιογραφία. Αυτό συμβαίνει γιατί το Μπάλντουρ προέρχεται από το Μπαλ και το ντουρ, που σημαίνει ο φορέας του φωτός. Το Μπάλντερ και το Μπαλντρ είναι απλά επίπεδες αγγλικές μεταγραφές, οι οποίες συμβάλλον κατά τη γνώμη μου στη δημιουργία μιας τυποποιημένης και ενδεχομένως χειραγωγούμενης, παγκόσμιας γλωσσικής «γραμμής».


Voodoo child
Φοιτητής του Ε.Κ Πανεπιστημίου Αθηνών
Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης
Ιδρυτικό μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.


Χριστούγεννα
του Σταμάτη Μαμούτου

Δεν υπάρχει αμφιβολία… είναι πραγματικά θλιβερό να βλέπει κανείς ανθρώπους αγχωμένους και πλήρεις φόρτου εργασίας κατά τις γιορτινές ημέρες των Χριστουγέννων. Βέβαια, είναι ακόμη πιο θλιβερό το να διαπιστώνει κανείς ότι ορισμένοι άνθρωποι δεν διαθέτουν την στοιχειώδη άνεση να πλαγιάσουν σε ένα ζεστό κρεβάτι και αδυνατούν να εξασφαλίσουν ακόμη κι ένα πιάτο φαγητό. Ωστόσο, οι συνάνθρωποί μας αυτοί εκφράζουν την πραγματικότητα ενός σοβαρού κοινωνικού προβλήματος, το οποίο δεν συνδέεται ουσιαστικά με τις ημέρες αυτές, άσχετα αν το γενικότερο χριστουγεννιάτικο κλίμα κάνει την εντύπωση που δημιουργεί (το πρόβλημα αυτό) πιο αλγεινή.

Τα Χριστούγεννα αποτελούν την χρονική εκείνη περίοδο, κατά την οποία η φλόγα που ζεσταίνει τα άδυτα του συναισθηματικού κόσμου των ανθρώπων1 αναζωπυρώνεται, με αποτέλεσμα την εκτύλιξη των ψυχικών προδιαγραφών και τη δημιουργία έντονων διαθέσεων. Διαθέσεων «σκοτεινών», όπως λόγου χάρη η μελαγχολία για την εγκατάλειψη που βιώνουν και για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν κάποιοι συνάνθρωποί μας, αλλά και διαθέσεων «φωτεινών» που χαρίζουν ζωτική ενέργεια.

Εδώ ανιχνεύω και το πρόβλημα με το οποίο θα καταπιαστεί το άρθρο αυτό. Στο γεγονός, δηλαδή, ότι κάποιοι έχουν φροντίσει να δημιουργήσουν στο κλίμα αυτών των ημερών πληθώρα περισπασμών, με κυριότερο όλων αυτόν που αφορά τα επαγγελματικά ζητήματα, προκειμένου να εγκλωβίσουν την πλειονότητα των ανθρώπων σε συμπεριφορές εργαλειακές, ψυχρές και πεζές, οι οποίες την προσανατολίζουν σε τρόπους ζωής απόμακρους από την πηγή της συναισθηματικής φλόγας και την χριστουγεννιάτικη σπίθα της ζωής.

Ορισμένοι οφείλουν να καταλάβουν ότι τα Χριστούγεννα σηματοδοτούν μια ξεχωριστή περίοδο για όλο το δυτικό και τον χριστιανικό κόσμο. Αν τα εξετάσουμε ως συμβάν θρησκευτικού χαρακτήρα, θα διαπιστώσουμε ότι αποτελούν την πλέον σημαντική εορτή την οποία αντιλαμβάνονται και τα τρία κύρια χριστιανικά δόγματα με τον ίδιο τρόπο2. Όμως το θέμα δεν έχει να κάνει μόνο με τη θρησκευτική του υπόσταση. Τα Χριστούγεννα αποτελούν το συμπύκνωμα ψυχικών ανατάσεων και πολιτιστικών εμπειριών, που πηγάζουν από το ιστορικό και θρησκευτικό γεγονός της γέννησης του Χριστού και από τους τρόπους με τους οποίους, οι κοινωνίες και τα έθνη, συμπεριφέρονται για να το βιώσουν και να το γιορτάσουν.
Χριστούγεννα στη δική μου συνείδηση είναι η γέννηση του Θεανθρώπου και η επέτειός της που εορτάζεται κάθε χρόνο, αλλά όχι μόνο αυτή. Χριστούγεννα είναι η οργανικότητα της εκκλησίας και η ατμόσφαιρα των φωτισμένων από το γλυκό φως των κεριών ψηλοτάβανων ναών. Χριστούγεννα είναι το χιονισμένο και στολισμένο έλατο ή το φωτεινό καραβάκι. Χριστούγεννα είναι η φαντασίωση της εικόνας των τριών μάγων με τα δώρα που οδηγούνται μέσα στη νύχτα από το φωτεινό αστέρι στο νεογέννητο Βασιλιά, ο οποίος κείτεται στη φάτνη. Χριστούγεννα είναι τα καθιερωμένα γλυκά και τα εδέσματα που ευωδιάζουν στο ζεστό σπίτι. Χριστούγεννα είναι ο μύθος των καλικάντζαρων και των ξωτικών, τα λαμπάκια που διαχέουν το παιχνιδιάρικο φως τους στη σάλα και στο μπαλκόνι3, οι στολισμένοι δρόμοι, το βελούδινο ημίφως του απογεύματος, τα παιχνίδια και τα δώρα4, τα κάλαντα και ο μικρός τυμπανιστής, οι αναμνήσεις των εορταστικών εκδηλώσεων του δημοτικού μου σχολείου, τα σχετικά με το κλίμα των ημερών βιβλία του Καρόλου Ντίκενς και του Κλέμενς Κλαρκ Μουρ, η οικογενειακή θαλπωρή, οι συναντήσεις με τους φίλους, οι ατμοσφαιρικές και επικές κινηματογραφικές ταινίες5, το συμβολικό ρίσκο κάποιων χρημάτων στα τυχερά παιχνίδια και φυσικά ο Άγιος Βασίλης. Ο αγαπημένος μας άγιος που έχει αποτελέσει πολλάκις τον στόχο αμάθαστων «πραγματιστών», ανιφτόποδων «τενεκέδων» και όχι μόνο, οι οποίοι τον παρουσιάζουν ως αμερικανική έμπνευση που, δήθεν, δεν έχει σχέση με τον πραγματικό άγιο, αγνοώντας ότι η ρίζα του αρχετύπου αυτού ανιχνεύεται στις παραδόσεις του αρχαίου ευρωπαϊκού βορρά, στις οποίες υφίσταται η ύπαρξη ενός καλόκαρδου γίγαντα που αφήνει δώρα στις πόρτες του κόσμου κάθε πρώτη μέρα του χρόνου. Αγνοώντας δηλαδή, ότι ο άγιος Βασίλης αποτελεί ένα από τα σημεία ανάδειξης της ενότητας του αρχαίου, μεσαιωνικού και νεώτερου ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπως και το στολισμένο έλατο επίσης. Χριστούγεννα λοιπόν, είναι όλα αυτά, ενδεχομένως και πολλά άλλα ακόμη.

Κάποιοι βέβαια δεν μπορούν να το νιώσουν. Οι trendies τύποι με τα γελοία χτενίσματα και τα κακόγουστα πανάκριβα ρούχα της μόδας, αυτοί που περιτυλίγουν την ατομικιστική τους υστερία με «επικοινωνιακό» ύφος και υποκαθιστούν τις ανύπαρκτες ανησυχίες τους με την πλέον επιπόλαιη κι εκνευριστική αισιοδοξία, ίσως να αντιλαμβάνονται τα Χριστούγεννα ως μια χρονική περίοδο που παρέχει την ευκαιρία για εντονότερο clubbing. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που με ενδιαφέρει.

Από την άλλη, οι κοπελίτσες που καταπιάνονται με τα «συνταρακτικά» προβλήματα του χρώματος που θα έχουν οι ανταύγειες των μαλλιών τους και των νέων ρούχων που θα πρέπει να αγοράσουν, που αντιμετωπίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις ως καθημερινές επενδύσεις ενός χρηματιστηρίου κοινωνικής ισχύος και αντανακλούν τα πρότυπα μιας ελεεινής τηλεοπτικής σειράς που προβαλλόταν κατά τα εφηβικά μου χρόνια έχοντας τον τίτλο «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χίλς», μπορεί πράγματι να μην βιώνουν και να μην αντιλαμβάνονται διόλου το πνεύμα των Χριστουγέννων. Ωστόσο, κι αυτό είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει.

Τέλος, είναι σαφές πως ούτε και εκείνοι οι τύποι που έχουν διαβάσει ένα- δυο πολιτικά μανιφέστα και αγνοούν την ύπαρξη έστω κι ενός αξιόλογου κειμένου, που έχουν αφήσει τα γένια τους να πιάσουν ψείρες και που περιφέρουν τις παρασιτικές τους υπάρξεις ανάμεσά μας, θεωρώντας τους εαυτούς τους ως πνευματικούς ανθρώπους κι ως επαναστάτες, είναι σε θέση να βιώσουν την πραγματικότητα των Χριστουγέννων. Αλλά κι αυτό δεν με ενδιαφέρει.

Γιατί τα Χριστούγεννα αποτελούν μια πραγματικότητα που πάλλεται μπροστά στα μάτια μας, κάθε χρόνο, τέτοια εποχή και περιμένει από εμάς να την απορροφήσουμε, να την αναβιβάσουμε προς τον εαυτό μας και να τη βιώσουμε έντονα, προκειμένου να καταστούμε κοινωνοί του μεταφυσικού και πραγματικού της μεγαλείου. Γιατί τα Χριστούγεννα αποτελούν ένα μαγικό κύπελλο, γεμάτο με ευωδιαστό χρυσό φως, που προορίζεται για τους πραγματιστές των μύθων και τους επαναστάτες των αξιών.

Γι’ αυτό δεν με εκπλήσσει η ανικανότητα των προαναφερθέντων ομάδων, αλλά και ορισμένων άλλων ακόμη, να τα βιώσουν. Γιατί πολύ απλά, η πραγματικότητα των Χριστουγέννων δεν προορίζεται για αυτές. Με ενοχλεί, ωστόσο κάτι άλλο.

Από μικρό παιδί θυμάμαι τον εαυτό μου να είναι απασχολημένος με κάθε λογής δουλειά κατά την περίοδο των ημερών αυτών. Πρώτο λόγο φυσικά είχε το διάβασμα. Άκουγαν για χριστουγεννιάτικες διακοπές τα εργαλεία του εκπαιδευτικού κατεστημένου που ήθελαν (και θέλουν) να ονομάζονται δάσκαλοι και καθηγητές κι απελευθέρωναν επάνω στους μαθητές τους το σύμπλεγμα της νεωτερικής υπανθρωπιάς τους. «Εργασίες» για το σπίτι…«εργασίες» για το σπίτι… και δώσε «εργασίες» για το σπίτι… κι άλλες «εργασίες» για το σπίτι.. και ανακύκλωση των άχρηστων, κατά την πλειοψηφία τους, προσφερόμενων γνώσεων… και εξάπλωση του εργαλειακού χαρακτήρα της εκπαίδευσης, στα πλαίσια του οποίου το μόνο που ενδιαφέρει τον μαθητή είναι να ξεφορτωθεί από επάνω του το βάρος της άχρηστης δουλειάς του προκειμένου να βρει λίγο χρόνο για να ζήσει… και αγωνία γιατί όποιος παρασυρόταν από το πνεύμα των ημερών και δεν κατάφερνε να φέρει εις πέρας εξ ολοκλήρου την αποστολή του αντιμετώπιζε τη χλεύη των καθηγητών του και επιπλέον κινδύνους που έφταναν ως το σημείο του να μην προβιβαστεί.

Τι συναρτήσεις και μαθηματικές ταυτότητες μου είχαν στοιχειώσει τις άγιες εκείνες ημέρες; Πόσες ορίζουσες, πόσα μαθηματικά ολοκληρώματα και πόσες συντομογραφίες των στοιχείων της χημείας με είχαν κάνει να ξενυχτήσω και να χάσω κάθε επαφή με το περιβάλλον για να τις απομνημονεύσω; Πόσοι τσακωμοί με τους καθηγητές για τις αδικίες και τις μεροληπτικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν κατά τη διαδικασία της βαθμολόγησης μου είχαν σπάσει τα νεύρα; Ειλικρινά δεν μπορώ να θυμηθώ!

Θυμάμαι, ωστόσο, πολύ χαρακτηριστικά ορισμένους φιλολόγους που μας εξανάγκαζαν να αγοράζουμε λογοτεχνικά βιβλία της αρεσκείας τους, να τα διαβάζουμε και να τους τα παρουσιάζουμε την πρώτη ημέρα μετά τις εορτές. Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς, «μα καλά αυτό δεν ήταν ωραίο»; Κι εγώ απαντώ, όχι δεν ήταν ωραίο! Γιατί αυτοί που γνωρίζουν την ελληνική πραγματικότητα θα έχουν ήδη αντιληφθεί τι είδους βιβλία μας εξανάγκαζαν να διαβάζουμε. Που λόγος για βιβλία που είχαν να κάνουν με τις χριστουγεννιάτικες παραδόσεις, που λόγος για φανταστική λογοτεχνία, για παραμύθια και για έργα του Ντίκενς; Κατ’ αρχάς, το εκδοτικό κατεστημένο της χώρας μας, είχε φροντίσει εκείνη την εποχή ώστε να μην έχουν μεταφραστεί παρά απειροελάχιστα από αυτά τα έργα. Αλλά και όσα ήταν μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με τους «πνευματώδεις» ταγούς της εκπαίδευσης, αποτελούσαν προϊόντα παραλογοτεχνίας, έργα για παιδιά του νηπιαγωγείου και για ανθρώπους με επικίνδυνες τάσεις. Σύμφωνα με αυτούς, οι μαθητές θα έπρεπε να συγκινούνται από το ρεαλισμό (αν ήταν κοινωνικός ακόμη καλύτερα), από τον υλισμό, από το Μοντερνισμό, από το νεωτερικό ανθρωπισμό, εν’ ολίγοις από τις γνωστές αμαρτίες του μεταπολιτευτικού ελληνικού «πνευματικού» κατεστημένου. Και δώσε Σαμαράκη λοιπόν, και δώσε Σταχτούρη, και δώσε Σεφέρη, και δώσε Ελύτη, και δώσε Ρίτσο και πάμε της δικαιοσύνης τον ήλιο το νοητό, και ξαναπάμε επί ασπαλάθων, κι άντε τη ρωμιοσύνη μην την κλαις (μα έλα που κάποιοι κατάφεραν να την κάνουν για κλάματα) και ούτω καθ’ εξής. Ωραία αναγνώσματα για το κλίμα των ημερών! Πραγματικά, διαβάζοντας αυτά τα κείμενα, σε συνδυασμό με μαθηματικά και χημεία, κατάφερνε κανείς να βιώσει την ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων σε όλο της το μεγαλείο! Αλλά τι να τα κάνουμε τα Χριστούγεννα, και τα παραδοσιακά έθιμα, και τη μαγική χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα, και την οικογενειακή θαλπωρή, και τις φιλικές συγκεντρώσεις, και τους μύθους των καλικάντζαρων και των ξωτικών, και την ψυχική ανάταση, και τη συνέχιση μιας τόσο ζωτικής πραγματικότητας; Αυτά αποτελούν φαντασιώσεις ρομαντικών. Τους μαθητές της χώρας θα έπρεπε να απασχολεί ο παλμός των κοινωνικών αγώνων, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λαών και των μειονοτήτων (εκτός των ελληνικών φυσικά!), καθώς επίσης και η άγρυπνη περιφρούρηση των νεωτερικών θεσμών του σύγχρονου δυτικού κόσμου.

Πολύ περισσότερο κι από αυτά όμως, πιστεύω ότι ενδιέφερε ορισμένους κυρίους που είχαν ευρύτερη οπτική δυνατότητα -από εκείνη των εκτελεστικών τους οργάνων (των εκπαιδευτικών δηλαδή)- να γεμίσουν τον προσωπικό χρόνο των μαθητών με κάθε είδους κοπιαστική και άσχετη με το πνεύμα των ημερών υποχρέωση, προκειμένου να τους απομονώσουν στο πλαίσιο της ατομικής τους δουλειάς, να μειώσουν όσο περισσότερο γινόταν τον χρόνο που είχαν για να αντιληφθούν την πραγματικότητα των Χριστουγέννων, για να την αφήσουν τελικά να περάσει από εμπρός τους χωρίς να την βιώσουν. Έτσι, κατάφερναν να τους εντυπώσουν από μικρή ηλικία τις αυτοματοποιημένες, εργαλειακές συμπεριφορές που εμπνέει το πνεύμα της νεωτερικότητας και να τους κάνουν να υιοθετήσουν τις διαλυτικές, απάνθρωπες και ορθολογικές του συμπεριφορές.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα θυμάμαι να περνώ τα σχολικά μου χρόνια. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα γνωρίζω ότι κατέστρεψα ατέλειωτες ώρες από τον πεπερασμένο χρόνο της ύπαρξής μου. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα φυλακίστηκα προκειμένου να αποκοπώ από τη ζωή και μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα αντιλαμβάνομαι ότι κινδύνευσα να απολέσω τον εαυτό μου. Κι ενδεχομένως να το είχα πάθει, αν δεν υπήρχαν κάποιες προϋποθέσεις που συνδυάστηκαν με ορισμένα γεγονότα της ζωής μου. Αν και αυτό είναι κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μας αφορά.
Εκείνο, όμως, που μας αφορά είναι το γεγονός ότι η τακτική αυτή, όπως είναι αναμενόμενο, στις μέρες μας συνεχίζει να εφαρμόζεται με ακόμη μεγαλύτερη δυναμική –την οποία νομιμοποιεί η επίκληση στα εκπαιδευτικά συστήματα των άλλων μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λες κι εμείς δεν έχουμε ξεχωριστή εθνική ταυτότητα και ιδιαίτερη λαϊκή ψυχοσύνθεση την οποία οφείλουμε να εκφράσουμε- τόσο στο σχολικό επίπεδο όσο και στο περιβάλλον των ακαδημαϊκών σπουδών. Στο πρόγραμμα των πανεπιστημίων, οι χριστουγεννιάτικες υποχρεώσεις είναι κάπως λιγότερες, γιατί η ίδια η φύση του προγράμματος δεν καταφέρνει να ψαλιδίσει κάθε δυνατότητα ανεξαρτησίας του φοιτητή, αλλά και γιατί η απαραίτητη δουλειά στον τομέα της υπαρξιακής διαμόρφωσης έχει προηγηθεί κατά τα σχολικά έτη. Ωστόσο, δεν παύουν να υπάρχουν, εφόσον τα πράγματα έχουν δημιουργηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων, να καταπιάνεται, εν πολλοίς, ο κάθε επιμελής φοιτητής, με το διάβασμα για την επερχόμενη εξεταστική. Η κατάσταση αυτή βρίσκει τη φυσική της συνέχεια στο επίπεδο της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, όπου ακόμη κι αν βρεθεί λίγος ελεύθερος χρόνος από τις υποχρεώσεις και το καθημερινό άγχος, οι αυτοματισμοί που έχουν εντυπωθεί είναι πλέον πολύ ισχυροί και δύσκολα ο παλμός της πραγματικής (εσωτερικής) βούλησης μπορεί να τους ισοπεδώσει για να αναδυθεί στην επιφάνεια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και να καταστήσει τον άνθρωπο ικανό να βιώσει τη ζωή του και όχι να την αφήνει να περνά από μπρος του, συμπεριφερόμενος ως απλό εμπειρικό υποκείμενο. Και πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό άλλωστε, στην εποχή των νεωτερικών εκρήξεων6; Στην εποχή που όλοι βρισκόμαστε μαζί και όλοι είμαστε μόνοι7. Στην εποχή που χορεύουμε γύρω από το πτώμα της πνιγμένης αυτεξουσιότητας, στους ρυθμούς μιας προσχεδιασμένης και ανώμαλης αιτιοκρατίας.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν θα αντιληφθούμε ότι από την πρώτη κιόλας περίοδο που η νεωτερικότητα άρχισε να αποκτά ιστορική υπόσταση στην Ευρώπη, η γιορτή των Χριστουγέννων θεωρήθηκε ως επικίνδυνο κατάλοιπο αρχαίων και μεσαιωνικών θρησκευτικών παραδόσεων. Η λεγόμενη κοσμοαντίληψη των «φώτων», ο Διαφωτισμός δηλαδή, είχε αναλάβει επί έναν και πλέον αιώνα (από το δεύτερο μισό του 17ου έως και το τέλος του 18ου αιώνα μ.Χ), την υπονόμευση των τρόπων ζωής που είχαν δημιουργήσει τα ευρωπαϊκά έθνη. Όταν η πνευματική σπορά του Διαφωτισμού γονιμοποιήθηκε, η Ευρώπη εισήλθε στην εποχή της νεωτερικότητας, μιας εποχής που, κοντολογίς, χαρακτηρίστηκε από την ανεξαρτητοποίηση της αγοράς από την κοινωνία, από τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής, από τη διάρρηξη των κοινωνικών οργανικοτήτων, από την προβολή της ατομικιστικής ανταγωνιστικότητας και από την επικράτηση υλιστικών και διεθνιστικών αντιλήψεων στην απόπειρα ερμηνείας των δραστηριοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης. Το πνεύμα της νέας εποχής δημιούργησε τις κοινωνικές εκείνες δομές, που οδήγησαν σε μαρασμό την πραγματικότητα των Χριστουγέννων και άφησαν στο περιθώριο τις παραδόσεις στο σύνολό τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η κοινωνία της πλέον βιομηχανοποιημένης χώρας εκείνης της εποχής, που δεν ήταν άλλη από τη βρετανική. Κατά τη διάρκεια, σχεδόν, όλου του πρώτου μισού του 19ου αιώνα μ.Χ, στη Μεγάλη Βρετανία ο βιομηχανοποιημένος και αστικός τρόπος ζωής είχε κάνει το εορταστικό χριστουγεννιάτικο πνεύμα, κυριολεκτικά, να ξεχαστεί. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η επαναφορά στο προσκήνιο των χριστουγεννιάτικων εορτασμών, όπως και άλλων παραδόσεων, οφείλεται στη θυελλώδη πολιτισμική αντεπίθεση του Ρομαντισμού και πιο συγκεκριμένα, στη μαγευτική δύναμη της δημιουργικότητας κάποιων συγγραφέων της φανταστικής λογοτεχνίας, με χαρακτηριστικότερο όλων, τον Κάρολο Ντίκενς.

Όντας ο Ρομαντισμός και η φανταστική λογοτεχνία, οι πολιτισμικές εκείνες προτάσεις που απάντησαν με πνοή ζωής στη νεκρή φύση της νεωτερικότητας, κατάφεραν μεταξύ των άλλων, εμπνεόμενες από τους δεκαπενθήμερους εορτασμούς που λάμβαναν χώρα στους αγρούς των φεουδαλικών κοινωνιών συγχωνεύοντας επιρροές του μεσαίωνα και των αρχαίων εποχών, να αναγεννήσουν τη λησμονημένη εορτή στη Γηραιά Αλβιόνα και να πλημμυρίσουν τις καρδιές του κόσμου με το χριστουγεννιάτικο πνεύμα. Το έργο του Ντίκενς που αναμφίβολα επηρέασε όσο κανένα άλλο αυτές τις εξελίξεις ήταν ο «Ύμνος των Χριστουγέννων» με πρωταγωνιστή τον θρυλικό Σκρούτζ. Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, το βιβλίο αυτό επηρέασε τον τρόπο που εορτάζονται σήμερα τα Χριστούγεννα στον Αγγλοσαξονικό κόσμο, περισσότερο -όχι μόνο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο αλλά- απ’ οτιδήποτε άλλο στην ιστορία της ανθρωπότητας, εκτός από τη γέννηση του ίδιου του Χριστού! Ωστόσο, για να είμαστε ακριβείς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο Ντίκενς έγραψε τον «Ύμνο των Χριστουγέννων» το 1843 στα πλαίσια της ρομαντικής προσπάθειας για την αναβίωση των χριστουγεννιάτικων εορτών. Η προσπάθεια αυτή, είχε ήδη καταγράψει στο ενεργητικό της ακόμη ένα σημαντικό γεγονός, το οποίο δεν ήταν άλλο από την απόφαση του πρίγκιπα Αλβέρτου να εισάγει το 1841 από τη Γερμανία -η οποία ήταν τότε η «πρωτεύουσα» του Ρομαντισμού και της φανταστικής λογοτεχνίας- το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Το γεγονός είναι ότι έπειτα απ’ όλες αυτές τις προσπάθειες και κυρίως χάρη στην τεράστια επιρροή των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας, τα Χριστούγεννα άρχισαν ξανά να εορτάζονται και να απλώνουν τη μαγική πραγματικότητά τους πάνω από την καθημερινότητα των ανθρώπων, ακόμη και εντός των αστικών κέντρων.

Έκτοτε, γίναμε μάρτυρες ενός καταπληκτικού φαινομένου. Το πνεύμα των Χριστουγέννων κατέλαβε σε όλο το φάσμα του δυτικού κόσμου τις αστικές πόλεις, τους πυρήνες δηλαδή της νεωτερικότητας! Είναι γεγονός, και μιλώ εκ προσωπικής πείρας αν και νομίζω ότι δεν χρειάζεται να το κάνω για κάτι τόσο προφανές, ότι στην εποχή μας η μαγεία των Χριστουγέννων είναι πιο έντονη στις σύγχρονες μεγάλες πόλεις απ’ ότι στην επαρχία. Οι αρτιότερες δυνατότητες μετακίνησης που μπορούν να φέρουν τον κόσμο πιο κοντά, οι πιο άνετες κλιματολογικές συνθήκες που δημιουργούνται χάρη στην ανεπτυγμένη τεχνολογία, ο πλουσιότερος φωτισμός, οι παραδοσιακές μορφές των καλικάντζαρων και των ντυμένων με βελούδινα ρούχα αϊ Βασίληδων που ξεπηδούν από τα στολισμένα δέντρα στις βιτρίνες των καταστημάτων, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που έχουν να κάνουν με την οικονομική και την τεχνολογική ανάπτυξη, κι όπως έχουμε μάθει η τεχνολογική και η οικονομική ανάπτυξη αποτελούν προϋποθέσεις και χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας. Κι, όμως, τις βλέπουμε να υποτάσσονται στο πνεύμα των ημερών και να διοχετεύουν στις κοινωνίες με τις λειτουργίες τους, την αύρα ενός παραδοσιακού εθίμου! Γιατί η χριστουγεννιάτικη πραγματικότητα έχει γίνει τόσο ισχυρή, ώστε καταφέρνει να αδειάσει τη νεωτερικότητα από περιεχόμενο κατά τη διάρκεια των ημερών της και να κάνει τις δομές της (νεωτερικότητας), πυρήνες διοχέτευσης του χριστουγεννιάτικου πνεύματος. Είναι βέβαια, γεγονός ότι με αυτό τον τρόπο εμπορευματοποιούνται κάποια στοιχεία των Χριστουγέννων. Νομίζω, όμως, ότι αυτό αποδεικνύει την ήττα του πνεύματος της νεωτερικότητας, το οποίο σε αυτή τη χρονική περίοδο και κάθε χρόνο, αναγκάζεται να συρθεί στις ατραπούς που χαράσσει η πύρινη αύρα μιας ζωντανής πραγματικότητας. Και σε τελική ανάλυση, δεν βλέπω το μεγάλο δεινό που μπορεί να επιφέρει η διαδικασία του εμπορίου, όταν λαμβάνει χώρα κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις. Το εμπόριο, αποκτά τις επικίνδυνες διαστάσεις της μονομανίας του κέρδους και του υλισμού, αλλά και συνδέεται με όλες τις προεκτάσεις της απανθρωπιάς και της διάθεσης για έλεγχο της πολιτικής, όταν αποδεσμεύεται από τα πλαίσια των κοινωνιών. Επειδή αυτό συνέβη -και συμβαίνει- στα νεωτερικά περιβάλλοντα, δε σημαίνει ότι συνέβαινε πάντα ή ότι θα μπορεί να συμβαίνει και κάτω από οποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Όταν το εμπόριο δεν ανεξαρτητοποιείται ως αξία από τις κοινωνίες και οι διαχειριστές του δεν επιχειρούν να το ιεραρχήσουν υψηλότερα από αυτές, σίγουρα μπορεί να αποκτά την υπόσταση μιας απλής κοινωνικής λειτουργίας που ασφαλώς θα έχει και αρκετές θετικές επιπτώσεις. Αυτό συμβαίνει κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων, οι οποίες μάλιστα με το πέρασμα του χρόνου, δείχνουν να αποκτούν μια σαφώς ποιοτικότερη μορφή σε διάφορες εκδηλώσεις τους. Οι ζαχαρουπόλεις και ο ατμοσφαιρικός φωτισμός των πόλεων είναι στοιχεία που κατά το πρόσφατο παρελθόν δεν υπήρχαν. Τα ξωτικά και τα αγιοβασιλάκια με τα βελούδινα ρούχα και τα παράξενα καπέλα είναι σίγουρα πιο όμορφα από τα φουσκωτά που κατασκευάζονταν από νάιλον κάποια χρόνια πριν. Οι κινηματογραφικές ταινίες που βασίζονται σε κείμενα φανταστικής λογοτεχνίας και προβάλλονται -όχι τυχαία- τέτοια εποχή, αποτελούν ένα επιπλέον ευχάριστο γεγονός.

Είναι δεδομένο πως όλα αυτά καθιστούν τα Χριστούγεννα πιο όμορφα, καθώς αποτελούν στοιχεία που ενδυναμώνουν τη μαγεία τους. Ωστόσο, για να μπορέσουμε να καταστούμε κοινωνοί αυτής της μαγείας, χρειάζεται να έχουμε τον απαραίτητο χρόνο για να έρθουμε σε επαφή μαζί της –για να τη ζήσουμε δηλαδή- και τις απαραίτητες πολιτισμικές προδιαγραφές για να μπορέσουμε να την απορροφήσουμε. Κι επειδή οι βαθύτεροι εκφραστές της νεωτερικής κοσμοαντίληψης, (σε αντίθεση με τους ανθρώπους της καθημερινότητας που απλώς αναπαράγουν αυτόματα τις επιταγές της νεωτερικότητας), αντιλαμβάνονται ότι αυτή η υποταγή του κόσμου της νεωτερικότητας σε μια μαγική πραγματικότητα μπορεί να λάβει επικίνδυνες διαστάσεις, κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, όσον αφορά τα δρώμενα της χώρας μας τουλάχιστον, θεωρώ ότι υπάγεται η απόπειρα κλοπής του χρόνου μας και οι υπόλοιπες πρακτικές στις οποίες προαναφέρθηκα. Μια προσπάθεια που σε γενικές γραμμές αποφέρει καρπούς κάνοντας τους ανθρώπους της εποχής μας να απομένουν ως ετεροκατευθυνόμενες μαριονέτες που διαβιώνουν τον χρόνο της πεπερασμένης ύπαρξής τους μέσα σε νεκρικούς ατομικούς λαβυρίνθους και λειτουργώντας βάση μηχανοποιημένων βιοπολιτισμικών αυτοματισμών. Στη Βρετανία δε, όπου το νεωτερικό μίσος για την χριστουγεννιάτικη παράδοση εκφράστηκε εξαρχής απροκάλυπτα όπως προαναφέραμε, το έτος 2006 αποφασίστηκε η απαγόρευση του εορτασμού των Χριστουγέννων από το βρετανικό δημόσιο. Οι δρόμοι δεν φωταγωγήθηκαν και καμία δημόσια εορταστική εκδήλωση δεν πραγματοποιήθηκε. Κι όλα αυτά, γιατί η νεωτερική πολιτεία της παγκοσμιοποίησης, θεώρησε ότι οι δημόσιες εορταστικές εκδηλώσεις θα δημιουργούσαν δυσφορία στους ξένους οικονομικούς πρόσφυγες (sic).

Μέσα σε αυτή την αρρωστημένη εποχή, θεωρώ ότι τα Χριστούγεννα μπορούν να δυναμώσουν τη σπίθα της ζωής. Κι αυτό, γιατί μηνύουν τη γέννηση της Ελπίδας, σπέρνουν βάσιμες υποσχέσεις κοινωνικής οργανικότητας, ανοίγουν τις πύλες για μια ονειρικά μυστηριακή πρόσληψη της πραγματικότητας, διαχέουν στη μίζερη καθημερινότητα τις εικόνες της μαγικής πραγματικότητας των μύθων και των παραδόσεων, υπενθυμίζουν λησμονημένες ιστορικές πολιτιστικές ενότητες και ζωντανεύουν, τελικά, τον κόσμο της δύσης. Γιατί αυτός είναι ο κόσμος της δύσης. Ο κόσμος των οργανικών συνόλων, των εθνικών υποστάσεων, της θρησκευτικότητας (ως ψυχικής δυνατότητας και όχι απαραίτητα ως δογματικής πειθαρχίας), του συναισθήματος, της βούλησης, της αίσθησης του ιερού, της φαντασίας, της παράδοσης και των μαγικά ατμοσφαιρικών εικόνων. Αυτός είναι ο πραγματικός δυτικός τρόπος ζωής! Όχι το west way of life των Η.Π.Α και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της υποδούλωσης στην ύλη, του εργαλειακού ορθού λόγου, του ατομικισμού, της ασυδοσίας των διακινητών χρήματος κι εμπορευμάτων, της καταναγκαστικής πολυφυλετικής συνύπαρξης και των άρρωστων ιδεωδών της νεωτερικότητας. Κι επειδή ενδέχεται κάποιοι να το γνωρίζουν καλά, δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα κάνουν τους υπόλοιπους να το ξεχάσουν.

Ωστόσο, εμείς έχουμε ισχυρή μνήμη, ευαίσθητη ψυχική υφή, σιδερόφρακτη βούληση, απεριόριστη φαντασία και πάνω απ’ όλα θέληση για ζωή. Ας βιώσουμε, λοιπόν τις ημέρες αυτές σύμφωνα με τις δυνατότητές μας, ας ακούσουμε τη φωνή του Καρόλου Ντίκενς που κατευθύνει τις ιστορικές μας αναδρομές και ας καρφώσουμε το πυρωμένο, αγκάθινο καρφί της ζωής, στις τρυφηλές πλάτες της νεωτερικότητας.

Εύχομαι χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα, υγεία και πολλές νίκες σε όλα τα μέλη της Λέσχης μας και σε όλους τους αναγνώστες του περιοδικού.


Σταμάτης Μαμούτος

Χριστούγεννα 2007.

Υποσημειώσεις

1) Αναφέρομαι στον άνθρωπο του δυτικού κόσμου και των χριστιανικών κοινωνιών.
2) Αντίθετα το Πάσχα εορτάζεται με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό χρόνο στα τρία κύρια χριστιανικά δόγματα.
3) Μερικές φορές διερωτώμαι τι ωραία που θα ήταν αν ο άνθρωπος εκμεταλλευόταν εξολοκλήρου την τεχνολογία παραγωγικά και δεν μετατρεπόταν σε εργαλείο του ψυχρού μηχανιστικού της πνεύματος. Η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί μία από αυτές.
4) Οι εικόνες των αναμνήσεων από τα παιδικά παιχνίδια που μου δώριζαν οι γονείς μου είναι ακόμη διαυγείς, όπως επίσης και οι εφηβικές μου εξορμήσεις στα δισκοπωλεία της Ομόνοιας και του Μοναστηρακίου για την αγορά των αγαπημένων μου βινυλίων, κατά τις πρώτες μέρες των χριστουγεννιάτικων σχολικών διακοπών.
5) Οι τρεις ταινίες του «Άρχοντα των δακτυλιδιών», αλλά και αυτές του «Χάρι Πότερ», των «Χρονικών της Νάρνια», του «Έραγκον» και πολλών άλλων, προβλήθηκαν κατά την περίοδο των Χριστουγέννων ή λίγες μέρες πριν.
6) Κάποιοι αποκαλούν την εποχή μας μετανεωτερική. Πιστεύω ότι οι λόγοι που προβάλλουν προκειμένου να δικαιολογήσουν την άποψή τους αυτή δεν είναι επαρκείς για να με κάνουν να συμφωνήσω μαζί τους, γι’ αυτό προτίμησα να την αποκαλέσω ως εποχή των νεωτερικών εκρήξεων.
7) Από το να συμμετέχει κανείς σε τέτοιες αρρωστημένες ομαδώσεις, θεωρώ αναμφισβήτητα πιο οργανική συμπεριφορά τη μοναξιά, εφόσον αυτή δεν είναι παθητική και συνοδεύεται από νοσταλγία για τις ομορφιές του παρελθόντος και από προσδοκίες για τα οράματα του μέλλοντος.

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008


MEMORY ALPHA
του Ιωάννη Παπαδημητρόπουλου

Ο όρος Σταρ Τρεκ (Star Trek) αναφέρεται στο φαινόμενο που εκκίνηση του είχε την ομώνυμη αμερικανική τηλεοπτική σειρά επιστημονικής φαντασίας, δημιουργός της οποίας ήταν ο συγγραφέας Τζιν Ρόντμπερι (1921-1991). Τα δρώμενα του Star Trek αφορούν κάποια μελλοντική εποχή, κατά την οποία η Γη συμμετέχει στην Ηνωμένη Ομοσπονδία Πλανητών (United Federation of Planets). Το 1966 μεταδόθηκε στην τηλεόραση των Η.Π.Α το πρώτο επεισόδιο της σειράς. Έκτοτε έχουν γυριστεί περισσότερα από 720 ακόμα σε 5 σειρές που εκτείνονται σε 4 δεκαετίες (1966 -2005). Επίσης, έχουν γυριστεί 10 κινηματογραφικές ταινίες, έχουν κυκλοφορήσει πλήθος μυθιστορημάτων, επιτραπέζιων και ηλεκτρονικών παιχνιδιών και μια σειρά κινουμένων σχεδίων. Η σχέση του Star Trek, δηλαδή, με τη φανταστική λογοτεχνία και τις υπόλοιπες πολιτιστικές εκφράσεις που υπάγονται στο πεδίο της ή συνδέονται μαζί της, είναι αναμφισβήτητα ισχυρή. Τον Ιανουάριο του 2004 είδε το φως η σειρά "Νέα Ταξίδια" ("New Voyages"), γυρισμένη από οπαδούς και διατιθέμενη αποκλειστικά από το διαδίκτυο. Κάθε χρόνο πραγματοποιούνται συνέδρια που αφορούν το Star Trek, τα οποία φέρνουν τους πολυπληθείς θαυμαστές του κοντά.

Ένα κομμάτι της γοητείας και του μαγνητισμού που ασκούν στους ανθρώπους κάποια συγκεκριμένα franchise στο χώρο του φανταστικού και της επιστημονικής φαντασίας είναι αναμφισβήτητα το σύμπαν στο οποίο εκτυλίσσονται. Τα πιο πετυχημένα λαμβάνουν χώρα σε καλοχτισμένους και λεπτομερέστατα οριοθετημένους χώρους, είτε πρόκειται για κόσμους είτε για ολόκληρα σύμπαντα. Εκεί κινούνται και αλληλεπιδρούν χαρακτήρες, χτίζοντας ολόκληρες ζωές, ανεβαίνουν και πέφτουν αυτοκρατορίες, γέννιουνται και πεθαίνουν θρησκείες και ιδεολογίες. Στις διάφορες ενσαρκώσεις του franchise υπάρχει μια θαυμαστή συνέχεια σχετικά με την Ιστορία, τα έθιμα των λαών, τη γεωγραφία, τις εξελίξεις της πλοκής αλλά και των χαρακτήρων που μεγαλώνουν, μαθαίνουν και ενεργούν εξερευνώντας τον Κόσμο γύρω τους (και όπου υπάρχουν αντιφάσεις σε αυτά, γίνονται θέμα συζήτησης ανάμεσα στους πιστούς του συγκεκριμένου franchise και τους κάνουν να ασχολούνται ακόμα περισσότερο).

Το Star Trek είναι θρυλικό για το βάθος των ιστοριών του και για την αισιόδοξη, σχεδόν ουτοπική αντίληψη του για το μέλλον της ανθρωπότητας (αν και αυτό είναι θέμα προς συζήτηση). Από το 1966 μέχρι σήμερα, μέσα από 5 σειρές και 10 ταινίες (με μια ημι-επίσημη σειρά κινουμένων σχεδίων με το πλήρωμα της Original Series και μια καινούργια ταινία στα σκαριά με το ίδιο πλήρωμα) το Star Trek έχει κάνει και κάτι άλλο: έχει δημιουργήσει ένα αρκετά λεπτομερές σε μερικά σημεία και αρκετά αόριστο σε άλλα σύμπαν με τους λαούς, τους πολιτισμούς, την Ιστορία και τα προβλήματα του. Ένα περιβάλλον κατάλληλο για την αφήγηση κάθε ιστορίας, είτε ηθικοπλαστικού περιεχομένου, είτε πολιτικής ίντριγκας, είτε καθαρής δράσης.

Τα τελευταία χρόνια, μετά και την έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας του Star Trek από τον Mike Okuda και των δύο βελτιώσεων της μέχρι στιγμής, ένα πλήθος site στο Internet έχει εμφανιστεί που ασχολείται με τα πρόσωπα, τα σκάφη, τις τοποθεσίες, τις φυλές του σύμπαντος αυτού αλλά και με τους ηθοποιούς και τα μέλη των συνεργείων των διαφόρων ενσαρκώσεων. Ακόμα περισσότερα υπάρχουν που ασχολούνται με τα αντίστοιχα θέματα των διαφόρων μυθιστορημάτων, κόμικς, videogames, και των άλλων spin-off. Από αυτές τις databases, μια σημαντική προσπάθεια είναι, εκτός από την database του επισήμου site, αυτή της ομάδας της πασίγνωστης δικτυακής εγκυκλοπαίδειας Wikipedia, η Memory Alpha.

Η Memory Alpha (http://memoryalpha.org/) είναι σύμφωνα με το εισαγωγικό της κείμενο «ένα συνεργατικό εγχείρημα για τη δημιουργία της πιο έγκυρης, ακριβούς και ευπρόσιτης εγκυκλοπαίδειας για ό,τι έχει σχέση με το Star Trek». Το όλο project βασίζεται ακριβώς πάνω στη μηχανή της Wikipedia. Για την ακρίβεια το Memory Alpha είναι ένα από τα λεγόμενα Wiki projects, που σκοπό έχουν να εφαρμόσουν το στυλ της Wikipedia σε μια πλειάδα θεμάτων. Η αντίστοιχη database για το Star Wars υπάρχει και λέγεται Wookiepedia.

Μέσα στη Memory Alpha η ύλη χωρίζεται σε 6 portals: People, Science, Society and Culture, Technology, Arts, Star Trek. Το τελευταίο portal περιέχει μια πλήρη λίστα των επεισοδίων όλων των σειρών και των ταινιών μα και κάποια αρκετά ενδιαφέροντα άρθρα σχετικά με τα conventions, την μεγάλη ποικιλία των συλλεκτικών αντικειμένων που έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς αλλά ακόμα και τα περίφημα κλισέ του Star Trek όπως ο εύκολος θάνατος των νεαρών αξιωματικών που φοράνε κόκκινες στολές και οι παραλλαγές της φράσης του Dr. McCoy «Γαμώτο, γιατρός είμαι, δεν είμαι…». Τα ειδικά links All Pages και All Categories δίνουν μια γενική επισκόπηση των άρθρων αλλά προσφέρουν μάλλον κάτι λιγότερο από βοήθεια. Ευτυχώς το site είναι εξοπλισμένο με search και με τις σωστές παραμέτρους μπορεί να οδηγήσει το χρήστη εκεί που θέλει σε λίγα δευτερόλεπτα.

Αν κάποιος, όπως εγώ, αρέσκεται απλά να ψαχουλεύει με τις ώρες στον ελεύθερο του χρόνο για κάθε μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια στο σύμπαν των διαφόρων franchise, τότε μπορεί να ακολουθήσει ένα από τα πολλά links στην αρχική σελίδα που με τη σειρά τους οδηγούν σε άλλα και σε άλλα. Τα χαρακτηριστικά που μοιράζεται με τη μητέρα Wikipedia το κάνουν να μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον κάποιου με τις ώρες. Τα «Πρόσφατα Νέα» δίνουν ειδήσεις που αφορούν την νέα παραγωγή που αναμένεται στο τέλος του 2008, τις σειρές που παίζουν τώρα οι ηθοποιοί που έπαιξαν σε παλαιότερες ενσαρκώσεις του Star Trek, τον περιστασιακό θάνατο κάποιου που ασχολήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο με την παραγωγή μα και τις εξελίξεις στο πεδίο του fan fiction και τις καλές προσπάθειες του χώρου. Το «Ξέρατε ότι» δίνει κάποιες μικρές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες ενώ το «Παρουσιαζόμενο Άρθρο» είναι ένα αυτούσιο κομμάτι της βάσης δεδομένων. Βεβαίως, κάθε ένα κομμάτι της αρχικής σελίδας έχει άπειρα links σε σχετιζόμενα άρθρα και κάθε άρθρο σε άλλα. Ξεχωριστή έκπληξη είναι το link «Τυχαία Σελίδα» που οδηγεί σε κάποια άλλη σελίδα κάθε φορά. Κλασσικά υπάρχει φόρουμ και chat rooms ενώ δημοσιεύονται και ανακοινώσεις μάλλον τεχνικού περιεχομένου από τους διαχειριστές της Memory Alpha.

Στο θέμα του περιεχομένου, η Memory Alpha έχει κοντά στα 26000 άρθρα στην αγγλική γλώσσα. Περιέχονται χαρακτήρες, πλανήτες, οργανισμοί, κράτη, διαστημικά σκάφη, στοιχεία πολιτισμών και τεχνών, άρθρα για τους στρατιωτικούς βαθμούς, τις τεχνολογίες, τις ουσίες, το ειδικό λεξιλόγιο, ακόμα και για θέματα όπως οι αφιερωματικές πλάκες στη γέφυρα των Ομοσπονδιακών σκαφών, οι διάφοροι βοηθητικοί ηθοποιοί χωρίς διάλογο (κομπάρσοι), τα σύμβολα, κ.α. Είναι μαγευτικό κατά τη γνώμη μου, να υπάρχουν άρθρα για χαρακτήρες ή διαστημικά σκάφη που δεν παρουσιάστηκαν ούτε καν αναφέρθηκαν σε κάποιο επεισόδιο αλλά απλά αναγράφονταν σε μία οθόνη στο σκηνικό (στα περίφημα okudagrams). Όσα άρθρα αναφέρονται σε κάποιο αρκετά σημαντικό στοιχείο που έπαιξε σημαίνοντα ρόλο σε κάποιο επεισόδιο ή στη γενικότερη ιστορία (ειδικά στο Deep Space Nine, που από ένα σημείο και μετά ήταν συνεχιζόμενη ιστορία), συνοδεύονται από παραρτήματα όπου υπάρχουν πληροφορίες για το πώς δένουν διάφορα νήματα αφήγησης από επίσημο και ανεπίσημο υλικό του Star Trek. Αξίζει να αναφερθεί ότι για τις ανεπίσημες εκφράσεις του franchise υπάρχει ξεχωριστή database, η Memory Beta από την οποία υπάρχουν αρκετά links σε άρθρα που έχουν αντίστοιχο εκεί.

Κάθε άρθρο συνοδεύεται από φωτογραφίες για το θέμα που περιγράφει. Υπάρχει η φωτογραφία κάθε βοηθητικού ηθοποιού αλλά και πολλά παγωμένα καρέ από επεισόδια με διαστημόπλοια, κτίρια, σκηνές μαχών (τουλάχιστον έχω βρει ισόβια προμήθεια desktop!), σχεδιαγράμματα τεχνολογιών κ.α. Στα άρθρα των διαστημοπλοίων συχνά-πυκνά υπάρχουν και links για ένα από τα προσωπικά αγαπημένα μου site, το Ex Astris Scientia που ασχολείται με την τεχνολογία του Star Trek και περιέχει υποθετικές και ανεπίσημες αναπαραστάσεις σκαφών που έχουν αναφερθεί αλλά δεν έχουν μέχρι στιγμής εμφανιστεί. Στα άρθρα που αναφέρονται στους βασικούς συντελεστές μπορεί κανείς να βρει στοιχεία για την καριέρα τους, τις παραγωγές που έχουν συμμετάσχει αλλά και προσωπικά στοιχεία (ίσως και αρκετά προσωπικά στην περίπτωση του Alexander Siddig).

Η Memory Alpha ίσως δεν είναι η πληρέστερη και εξαντλητικότερη database για το Star Trek. Ίσως πάλι και να είναι. Σίγουρα πάντως έχει τη δυναμική να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο. Με την αναμενόμενη καινούργια ταινία που όλοι ελπίζουν ότι θα αναζωογονήσει το Star Trek αφού το Enterprise μάλλον δεν τα κατάφερε, η Memory Alpha θα βρει ένα νέο πεδίο επέκτασης. Η συνεχής προσθήκη νέων άρθρων και θεμάτων θα βοηθήσει στη καλύτερη γνωριμία με το λεπτομερές αυτό σύμπαν όλων όσων μεγάλωσαν με αυτό ή, όπως εγώ, το ανακάλυψαν λίγα χρόνια πριν και απλά εθίστηκαν. Με την προσθήκη άρθρων σε ακόμα περισσότερες γλώσσες (έχει ήδη 12 εκτός από την αγγλική) θα γίνει πιο προσιτό σε πολλούς ανθρώπους που έχουν πιστέψει στο μέλλον που προτείνει και σε άλλους που απλά το έχουν ακούσει και αναρωτιούνται. Η σφαιρική αντίληψη του Star Trek θα κάνει σαφές ότι προσφέρει ιστορίες με απίστευτη ισορροπία. Εκτός από τις ηθικές νουθεσίες του Picard υπάρχουν οι καυγάδες του Kirk, εκτός από τις τεράστιες και πολύνεκρες εφετζίδικες μάχες του Ηγεμονικού Πολέμου υπάρχουν τα βαριά διλλήματα της Janeway που οι αποφάσεις της κρίνουν τις ζωές όλου του πληρώματος της, 70000 έτη φωτός από τη Γη. Αυτό δίνει το Star Trek. Όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής, σκέψης και ψυχοσύνθεσης.


Ιωάννης Παπαδημητρόπουλος
Φοιτητής Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών
Τμήματος ΄΄Πολιτικών Επιστημών και δημόσιας διοίκησης΄΄
Ιδρυτικό μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.



O Tolkien και οι επιρροές του στο σκληρό ήχο
του Στέλιου Πέππα

Οι φίλοι της φανταστικής λογοτεχνίας έχουν δει πολλές φορές τα αγαπημένα τους λογοτεχνικά έργα να εμπνέουν ανθρώπους του κινηματογράφου, της μουσικής, της ζωγραφικής και άλλων τεχνών. Το συνολικό έργο του J.R.R. Tolkien αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση των τελευταίων ετών. Αν θελήσουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στη μουσική –και συγκεκριμένα στο σκληρό ήχο (Heavy Metal, Rock)- θα χρειαστεί να δαπανήσουμε τεράστιες ποσότητες μελανιού προκειμένου να κάνουμε μια απλή αναφορά στους μουσικούς και τα συγκροτήματα που έχουν επηρεαστεί, στιχουργικά μα και σε άλλα επίπεδα, από το έργο του κορυφαίου Άγγλου λογοτέχνη. Ζητώντας προκαταβολικά την κατανόηση του αναγνώστη για τις όποιες τυχών παραλήψεις, θα δοκιμάσουμε μέσα από το άρθρο αυτό να ακολουθήσουμε τα μαγικά μονοπάτια που έχει χαράξει η πένα του «Άρχοντα» της φανταστικής λογοτεχνίας στο χώρο του σκληρού ήχου.

Πιστεύω ότι η πρώτη αναφορά ανήκει δικαιωματικά στους Γερμανούς power metallers Blind Guardian, οι οποίοι αποτελούν την μπάντα που έχει συνδέσει όσο καμιά άλλη το όνομά της με τον παραμυθένιο κόσμο της Μέσης Γης. Οι Guardian έχουν δημιουργήσει στίχους βασιζόμενοι σε όλα τα έργα του Tolkien. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το πολύ όμορφο τραγούδι τους που έχει τον τίτλο «Lord of the rings». Κυρίως, όμως, έχουν επηρεαστεί από το «Silmarillion», βάση του οποίου έχουν δημιουργήσει ένα ολόκληρο concept album που τιτλοφορείται «Nightfall in Middle Earth». Η μουσική αισθητική των Blind Guardian συνδέει το σκληρό ήχο του Heavy Metal με πολλά στοιχεία κλασικής μουσικής, αλλά και μεσαιωνικής τευτονικής, παραδοσιακής folk. Στο «Nightfall in Middle Earth», το οποίο είναι κατά γενική ομολογία το καλύτερό τους album, το μεσαιωνικό και folklore στυλ μουσικής συνδυάζεται στο στιχουργικό επίπεδο πολύ όμορφα με τον μαγικό τολκινικό κόσμο, δημιουργώντας ένα καταπληκτικό άκουσμα μελωδικού power metal. Η μουσική τους έχει γίνει δεκτή με πολύ ενθουσιασμό ανά τον κόσμο και στην χώρα μας. Οι λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία θα θυμούνται σίγουρα με νοσταλγία τις θρυλικές συναυλίες που είχαν δώσει στα πλαίσια της περιοδείας τους για το «Nightfall in Middle Earth» τον Οκτώβριο του 1998 στην Ελλάδα, όταν και είχαν γνωρίσει την αποθέωση από ένα εκστασιασμένο κυριολεκτικά κοινό, το οποίο είχε κάνει τα θεμέλια του πάλαι ποτέ «ναού» της rock –δηλαδή του ιστορικού Ρόδον club- να τρίζουν από τον παλμό!

Άλλη μια μπάντα που έχει επηρεαστεί από τον κόσμο της Μέσης Γης είναι οι Battlelore. Η μπάντα αυτή παίζει φολκλορική μουσική με πολλά black metal φωνητικά και σε αρκετούς από τους δίσκους της συναντάμε αναφορές από το έργο του Τolkien. Ο συνδυασμός της κέλτικης παραδοσιακής μουσικής και των speed metal στοιχείων κάνουν τους Battlelore να αποπνέουν μία ατμόσφαιρα μεσαιωνικού τύπου και συγχρόνως τους βοηθά να ταξιδέψουν τον ακροατή στα μαγικά μονοπάτια της Gondor και του Rohan.

Ωστόσο οι επιρροές του Tolkien στο χώρο του Heavy Metal δεν σταματούν εδώ. Το σουηδικό επικό συγκρότημα Amon Amarth έχει εμπνευστεί την ονομασία του από τον τολκινικό κόσμο. Το ίδιο και οι ΄΄cult΄΄ Βρετανοί της δεκαετίας του ’80 Cirith Ungol, οι Marillion που το όνομά τους αποτελεί μια συντόμευση του Silmarillion, οι Burzum του Varg Vikernes που το όνομά τους σημαίνει «μαύρος» στη γλώσσα των Ορκ, όπως επίσης και μια πληθώρα από άλλες μπάντες οι οποίες εμφανίζονται στο χώρο του σκληρού ήχου με χαρακτηριστικά ονόματα του τύπου Uruk- hai, Isildurs Bane, Ringwraith κ.α. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι άλλο ένα συγκρότημα που έχει μυηθεί στη «μαγεία» του κόσμου της Μέσης Γης είναι οι πολύ επιτυχημένοι Φιλανδοί Nightwish.

Η πένα του «Άρχοντα» δεν ενέπνευσε, όμως, μόνο σύγχρονα συγκροτήματα και σχήματα της δεκαετίας του 1980. Οι επιρροές του έργου του είχαν γίνει εμφανείς στο χώρο της Rock, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Οι Led Zeppelin με τα «Battle of evermore», «Misty mountain hop», «Ramble on» και «Over the hills and far away», είχαν φροντίσει πολύ νωρίς να τιμήσουν δεόντως τον κόσμο του Tolkien. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τους Rush με το «Rivendell», όπως επίσης και για τους Camel με το «Whiterider», ενώ η λίστα δεν σταματάει εδώ.

Εκείνο, ωστόσο, που δεν πρέπει να λησμονούμε είναι ότι οι τολκινικές επιρροές στο σκληρό ήχο των δεκαετιών του ’60 και του ’70 έγιναν μέσα στα πλαίσια του «ελευθεριακού» κλίματος της εποχής των παιδιών των λουλουδιών. Ο ίδιος ο Tolkien, που ήταν εν ζωή εκείνη την εποχή, δεν συμπάθησε σε καμία περίπτωση το όλο κλίμα. Οι γιοι του, που κληρονόμησαν τα δικαιώματα των έργων του, συνέχισαν να εκφράζουν μια γενικότερη δυσπιστία προς τις μπάντες του σκληρού ήχου, ακόμη και όταν εκείνες -άνηκαν στο χώρο του Heavy Metal ή είχαν ορχηστρικό χαρακτήρα και- δεν σχετίζονταν με το πρωτοποριακό και «αριστερόστροφο» ύφος των συγκροτημάτων παλαιότερων εποχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ιταλικό συγκρότημα Rhapsody που παίζει ένα μίγμα από Heavy Metal και κλασική μουσική. Το συγκρότημα αυτό δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την έγκριση της οικογένειας του Tolkien για να κάνει ένα δίσκο αφιερωμένο στον «Άρχοντα των δακτυλιδιών», με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα δικό του concept, που μελοποιήθηκε στο album με τον τίτλο «Dark Secret- Symphony of enchanted lands 2». Στα φωνητικά του δίσκου αυτού, αξίζει να σημειωθεί ότι συμμετείχε και ο «παμμέγιστος» Christopher Lee, πράγμα που υποδηλώνει ότι οι Rhapsody δεν είναι ένα τυχαίο συγκρότημα, ενώ φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με την ψυχεδέλεια, τον σουρεαλισμό και την πολιτικοποίηση (κυρίως την αριστερή). Παρόλα αυτά η οικογένεια του Tolkien αρνήθηκε να τους επιτρέψει να δημιουργήσουν ένα έργο το οποίο θα είχε ως θεματικό υπόβαθρο την υπόθεση του «Άρχοντα των δακτυλιδιών». Από την άλλη, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το ότι κάποιοι άλλοι μουσικοί κατάφεραν να εξασφαλίσουν την άδεια της οικογένειας του σπουδαίου λογοτέχνη, προκειμένου να κυκλοφορήσουν μουσική εμπνευσμένη από τα έργα του. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι τα περισσότερα συγκροτήματα του σκληρού ήχου που αποφασίζουν να κάνουν κάτι τέτοιο αντιμετωπίζουν δυσκολίες όταν φτάνουν στο σημείο να ζητήσουν την έγκριση της οικογένειας του Tolkien.

Πάντως, πέρα απ’ όλα αυτά, εκείνο το οποίο έχει σημασία για τους αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας, που ταυτοχρόνως αποτελούν και ακροατές του σκληρού ήχου, είναι το ότι μια πληθώρα συγκροτημάτων έχει δημιουργήσει -και συνεχίζει να δημιουργεί- μουσικές ατμόσφαιρες που, σε συνδυασμό με τους στίχους, ανοίγουν τις μυστικές πύλες της φαντασίας και υπόσχονται μαγικά ταξίδια στα βασίλεια της Μέσης-Γης. Συγκροτήματα «μεταμορφωμένα» σε μεσαιωνικούς βάρδους και ακροατές που περιπλανώνται νοερά στις ομιχλώδεις ατραπούς της φανταστικής λογοτεχνίας. Αυτή είναι η κοινότητα του σκληρού επικού ήχου! Μια κοινότητα της οποίας ο Tolkien αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς.


Στέλιος Πέππας
Φοιτητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης
Αντιπρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ



ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
του Σταμάτη Μαμούτου

Τί είναι τελικά η φανταστική λογοτεχνία; Ένα λογοτεχνικό είδος που αναπτύχθηκε τον τελευταίο αιώνα ή μήπως πρόκειται για την αρχαιότερη λογοτεχνική έκφραση; Υπάρχουν χαρακτηριστικά που μπορούν να την καταστήσουν αντιληπτή ως ενιαία λογοτεχνική πρόταση ή αποτελεί ένα σύμπλεγμα διαφορετικών λογοτεχνικών ρευμάτων; Είναι αυτό που ορισμένοι αποκαλούν υποτιμητικά «παραλογοτεχνία» ή, τελικά, εντός των πλαισίων της μπορεί να αναζητήσει κανείς τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών; Ποια η σχέση της με τον Ρομαντισμό; Διατηρεί σημεία επαφής με τον Μοντερνισμό και τα κινήματα της Πρωτοπορίας;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα έχουν απασχολήσει πολλούς φίλους της φανταστικής λογοτεχνίας. Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ (Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας) θεωρώντας ως κύριο μέλημά της τη συζήτηση και την ουσιαστική ανάλυση του φαινομένου της φανταστικής λογοτεχνίας, από την πρώτη κιόλας στιγμή της ίδρυσής της κατέθεσε τις σχετικές θέσεις της μέσα από την Ιδρυτική της Διακήρυξη. Το δοκίμιο του Σταμάτη Μαμούτου που ακολουθεί είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη και εκφράζει τις θέσεις αυτές. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύεται το πρώτο μέρος του δοκιμίου, το οποίο, αφού παρουσιάζει τα κριτήρια που σύμφωνα με τη λέσχη καθιστούν ένα λογοτεχνικό έργο μέρος του Όλου της φανταστικής λογοτεχνίας, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα αν υπήρχαν έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού στην αρχαιότητα. Στα αποσπάσματα που θα δημοσιευθούν στα επόμενα τεύχη θα δοθεί έμφαση στη μεσαιωνική, στη ρομαντική και στη νεότερη φανταστική λογοτεχνία, αντίστοιχα.


I

Αν αποφάσιζα κάποια στιγμή να ανασύρω από τη μνήμη μου τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θυμάμαι τον εαυτό μου να εμπλέκεται σε συζητήσεις που αφορούσαν τη φανταστική λογοτεχνία είναι σίγουρο ότι στο τέλος θα έχανα το λογαριασμό. Το ίδιο θα συνέβαινε κι αν επιχειρούσα να μνημονεύσω πόσες φορές έχω παρακολουθήσει με προσοχή ομιλητές, αλλά και έχω διαβάσει συγγραφείς ή κριτικούς, να εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Ωστόσο, η πρώτη κιόλας προσπάθεια εκτίμησης του κατά πόσο έχω καλυφθεί από τα όσα έχω ακούσει και διαβάσει, ήταν αρκετή για να με οδηγήσει αυτομάτως σε μια εύκολη διαπίστωση. Η διαπίστωση αυτή συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι το μοναδικό ίχνος, που έχουν αφήσει στη μνήμη μου όλες οι σχετικές συζητήσεις και αναγνώσεις, είναι η θύμηση μιας ασύμμετρης και άναρχης συμπλοκής απόψεων, η οποία δεν κατέληξε σε κάποιο ικανοποιητικό συμπέρασμα.

Δεν ισχυρίζομαι, βέβαια, ότι τα όσα άκουσα και διάβασα ήταν ολοσχερώς άστοχα. Το αντίθετο μάλιστα, τα περισσότερα εμπεριείχαν ισχυρές δόσεις αλήθειας. Αυτό, όμως, ήταν και το μειονέκτημά τους. Το ότι περιορίζονταν δηλαδή, σε πεδία μικρής εμβέλειας, αδυνατώντας –πεισματικά ενίοτε- να αντιληφθούν, τόσο την ευρύτητα του θέματος με το οποίο καταπιάνονταν (της φανταστικής λογοτεχνίας δηλαδή), όσο και την οργανική συνοχή των επιμέρους τμημάτων του που απομόνωναν.

Οι περισσότερες από τις προσπάθειες κατανόησης της φανταστικής λογοτεχνίας που επιχειρήθηκαν μέχρι σήμερα, εξαντλήθηκαν σε μια απλή περιγραφή της ζωής και του έργου κάποιων λογοτεχνών. Οι πιο επιτυχημένες από αυτές, απλώς δοκίμασαν να εισέλθουν σε ένα πιο βαθύ επίπεδο κατανόησης της δημιουργικής δυναμικής ορισμένων εξ αυτών (των λογοτεχνών). Δεν αντιμετώπισαν, δηλαδή, την φανταστική λογοτεχνία ως μια λογοτεχνική ενότητα με συγκεκριμένη ιστορική διάσταση, αλλά προτίμησαν να εξάγουν συμπεράσματα για αυτήν μέσα από την εξέταση μεμονωμένων λογοτεχνών, και μάλιστα, συνήθως, μόνο της νεώτερης εποχής. Υπό αυτές τις συνθήκες, νομίζω ότι καθίσταται εμφανές πως τα συμπεράσματα τέτοιων προσεγγίσεων δεν ήταν αρκετά για να βοηθήσουν τον εκάστοτε αναγνώστη να αντιληφθεί σε ικανοποιητικό βαθμό το τι είναι τελικά η φανταστική λογοτεχνία. Μπορεί να παρείχαν κάποιες χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με ορισμένους λογοτέχνες, αλλά ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να προσφέρουν μια ικανοποιητική πρόταση για το σύνολο της φανταστικής λογοτεχνίας, εφόσον αγνόησαν εξαρχής την πιο βασική έννοια της οποιασδήποτε λογοτεχνικής θεώρησης, δηλαδή την ιστορικότητα. Ακόμη και όταν κάποιες παράλληλες μελέτες που αφορούσαν το έργο μεμονωμένων λογοτεχνών συγκεντρώνονταν (και εκδίδονταν) σε κάποιο ενιαίο τόμο, μπορεί να προσέφεραν μια γενική πληροφόρηση πάνω στο έργο και τη ζωή των δημιουργών που παρουσίαζαν, αδυνατούσαν όμως να ορίσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνταν οι παρουσιαζόμενοι λογοτέχνες. Κι όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, όταν το γενικό πλαίσιο αναφοράς είναι αόριστο και ασαφές, μπορεί εύκολα να κλονιστεί το πεδίο πάνω στο οποίο πραγματοποιείται η συζήτηση. Συνεπώς, μια βαθύτερη και πιο ουσιαστική προσέγγιση του θέματος καθίσταται αναγκαία. Θα μπορούσε βέβαια, στο σημείο αυτό να μου απαντήσει κάποιος καλόπιστος αναγνώστης, ότι το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας μπορεί να ήταν και να είναι αόριστο, ωστόσο όλοι είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε σε γενικές γραμμές τα πλαίσιά του, έστω και σιωπηρά. Ωστόσο, μια τέτοια θέση δεν θα μπορούσε επουδενί να με εφησυχάσει. Γιατί η φανταστική λογοτεχνία αποτελεί ένα πεδίο με έντονη και πολυσχιδή εκφραστικότητα, η οποία δύναται να κλονίσει με απίστευτη ευκολία την οποιαδήποτε σιωπηρή βεβαιότητα.

Υπήρξαν πάντως και ορισμένες προσπάθειες να εξετασθεί η φανταστική λογοτεχνία σε ιστορικό βάθος. Κάποιες ήταν σχετικά αξιόλογες, ενώ άλλες εκνευριστικά απογοητευτικές. Αμφότερες, πάντως, εξάντλησαν τη δυναμική τους σε μια λεπτομερειακή εγκυκλοπαιδική παράθεση λογοτεχνικών ονομάτων και ελαφρώς σχολιασμένων τίτλων, χωρίς να δοκιμάσουν να αντιληφθούν, αν ήταν όντως δυνατό να χωρέσουν όλοι αυτοί οι συγγραφείς και οι τίτλοι στο ίδιο πεδίο, και κυρίως, δίχως να προσδιορίσουν τα κριτήρια που τους έκαναν να εντάξουν τα έργα αυτά στην έρευνά τους.

Η κατάσταση που περιγράφουμε φέρνει σαφέστατα τον κάθε έμπειρο αναγνώστη σε θέση να αντιληφθεί ότι το βασικό μειονέκτημα των προαναφερθέντων προσεγγίσεων είναι η «ερασιτεχνική» τους δυναμική. Καθιστά δηλαδή σαφές, πως η φανταστική λογοτεχνία στην Ελλάδα (αλλά και γενικότερα) διαθέτει περιγραφές, όμως όχι και θεωρία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ανιχνεύεται και ο στόχος του συγκεκριμένου δοκιμίου. Στη δημιουργία, δηλαδή, μιας θεωρίας που να οριοθετεί τη φανταστική λογοτεχνία, να αναδεικνύει τον οργανικό της χαρακτήρα και να ιχνηλατεί την ιστορική ενότητά της μέσα στον χρόνο.

Έχοντας κατά νου όλα αυτά και θέλοντας να παρουσιάσω μια πραγματικότητα υπαρκτή, μα και συνάμα δυσνόητη όπως φαίνεται τελικά, αποφάσισα να καταπιαστώ με τη συγγραφή του συγκεκριμένου δοκιμίου. Στοχασμοί που αρθρώθηκαν πάνω στις σχέσεις διαφόρων φανταστικών λογοτεχνικών εκφράσεων, όπως για παράδειγμα εκείνων του Ρομαντισμού και αυτών της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας, αποτέλεσαν κάποιες από τις αφετηρίες της συλλογιστικής του κειμένου. Προτού, όμως, φτάσει η στιγμή για μια αναλυτική προσέγγιση των επιμέρους λογοτεχνικών εκφράσεων, είχε τεθεί το πλέον βασικό ερώτημα. Τι ακριβώς εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην φανταστική λογοτεχνία; Η πιο απλή απάντηση θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η φανταστική λογοτεχνία είναι το πεδίο εκείνο, εντός των πλαισίων του οποίου υπάρχουν όλες οι λογοτεχνικές δημιουργίες που έχουν ως βασικό δημιουργικό συστατικό τους την φαντασία. Αυτή είναι και η εκτίμηση που έχει γίνει αποδεκτή από το μεγαλύτερο, ίσως, μέρος των ανθρώπων που ασχολούνται με τη λογοτεχνία του φανταστικού στις ημέρες μας. Ωστόσο, στο κείμενο αυτό θα αναπτυχθεί μια διαφορετική προσέγγιση. Γιατί, ενώ από τη μία οι περισσότεροι αναγνώστες είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε ότι το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας αναδεικνύεται μέσα από μια ιστορική συνέχεια, από την άλλη γινόμαστε συχνά μάρτυρες λανθασμένων, για να μην πω εξωφρενικών, προσεγγίσεων, που τοποθετούν στα πλαίσια του πεδίου αυτού, τον Όμηρο με τους σουρεαλιστές ή ακόμη και τον Τόλκιν με τους σουρεαλιστές και τους μοντερνιστές γενικότερα. Η ύπαρξη της φαντασίας ως βασικού στοιχείου της λογοτεχνίας των μεν και των δε είναι δεδομένη, όμως, οι δημιουργίες τους είναι τόσο διαφορετικές, που κάνουν να φαντάζει άστοχη και ανούσια μια προσέγγιση η οποία τους τοποθετεί όλους ανεξαιρέτως στον ίδιο χώρο. Εξάλλου, μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να απλώσει ακόμη περισσότερο τα όρια του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβάνοντας εντός του συγγραφείς ρεαλιστές και νατουραλιστές, εφόσον ακόμη και αυτοί, μολονότι δημιουργούν βασιζόμενοι στα πρότυπα της πραγματικότητας, είναι πασιφανές ότι στη διαδικασία δόμησης των έργων τους ενεργοποιούν την προσωπική τους φαντασία, μιας και οι λογοτέχνες δεν είναι ούτε ιστορικοί ούτε δημοσιογράφοι για να παρουσιάζουν ακατέργαστη την πραγματικότητα. Καταλήγουμε έτσι λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η φαντασία ως λογοτεχνικό χαρακτηριστικό δεν αρκεί από μόνη της για να αναδείξει τη διαχρονική ύπαρξη ενός συνόλου, όπως αυτού που αποκαλούμε φανταστική λογοτεχνία. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον κριτήρια, πάνω στα οποία θα καταστεί δυνατή η άρθρωση της υπόστασης του πεδίου της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Τα κριτήρια που προκρίνει το κείμενο αυτό είναι τρία και πάνω στη βάση ανάλυσης που δημιουργούν, γίνεται δυνατή η πλέον ουσιαστική και συγκεκριμένη, κατά την εκτίμησή μου, προσέγγιση της φανταστικής λογοτεχνίας. Μέσα από την ανάλυση που προκύπτει υπό από αυτά τα δεδομένα, το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας οριοθετείται σε περιοχές που εμπεριέχουν δημιουργίες, οι οποίες εντάσσονται αρμονικά σε ένα ομοιογενές ιστορικό σύνολο. Την ιστορική συνέχεια και την οργανική ενότητα των έργων του φανταστικού λογοτεχνικού συνόλου θα μπορούσαμε να την σχηματοποιήσουμε με την εικόνα μιας αλυσίδας στην οποία ξεχωρίζουν τέσσερις ισχυροί κρίκοι. Τέσσερις, δηλαδή, κύκλοι της φανταστικής λογοτεχνίας, οι οποίοι ενώνονται μεταξύ τους, σε ορισμένες περιπτώσεις με ενδιάμεσους συνδέσμους και άλλοτε απευθείας. Προτού όμως, αναφερθούμε με λεπτομέρειες στην ιστορική διαδοχή της πολιτιστικής αυτής πορείας, θα ήταν σωστό να επαναλάβουμε ότι η θεματική διαίρεση των λογοτεχνικών εκφράσεων αποτελεί μια απίστευτα δύσκολη και πολλές φορές αμφιβόλου αρτιότητας προσπάθεια. Επίσης, είναι σαφέστατα αντιληπτό το γεγονός ότι οι πάσης φύσεως ιδεότυποι, στα επίπεδα των ακραίων ορίων τους, εκεί δηλαδή που διαχωρίζουν τα διάφορα πεδία, μπορεί να παρουσιάζουν κάποιο βαθμό ρευστότητας. Τούτο καθιστά αναγκαία την υπενθύμιση ότι κάθε ιδεότυπος είναι χρήσιμος προκειμένου να οριοθετήσει πεδία με χαρακτηριστικά, σε γενικές γραμμές, κοινά αποδεκτά, η αναγνώριση των οποίων (πεδίων) θα συμβάλει στην ανάπτυξη ορισμένων επιμέρους προβληματισμών. Ο λειτουργικός ιδεότυπος δηλαδή, είναι εκείνος που καταφέρνει να δημιουργήσει μια κοινά αποδεκτή βάση για την ανάπτυξη προβληματισμών και το συγκεκριμένο δοκίμιο στοχεύει ακριβώς σε αυτό, θεωρώντας ως πιθανό κάποιες λεπτομέρειες της πραγματικότητας να διαφεύγουν από τις οριοθετήσεις του. Από την άλλη, όμως, δεν είναι ορθό, οι ενδοιασμοί που δημιουργούνται να απομακρύνουν το αντικείμενο της μελέτης από τη ματιά του παρατηρητή, όταν μάλιστα υπάρχουν ενδείξεις που ενδυναμώνουν την πεποίθηση ότι η επιχειρούμενη προσπάθεια κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε τελική ανάλυση η ίδια η ύλη της μελέτης μας, άσχετα από τις δικές μας προθέσεις, τοποθετημένη στη βάση ανάλυσης των τριών κριτηρίων που έχουν δημιουργηθεί, επιβάλει την παρουσία των διαδοχικών μονάδων που σημειώνουν την παρουσία τους στο πέρασμα του χρόνου και τις οποίες το κείμενο αυτό καταγράφει. Με βάση αυτά τα δεδομένα, θα ξεκινήσουμε την προσπάθεια ανάδειξης του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας και ανάλυσης των επιμέρους τμημάτων του. Πρώτα όμως θα αναφερθούμε στα κριτήρια.

Τα βασικά κριτήρια πάνω στα οποία συντίθεται ο πυρήνας της οργανικής ενότητας των κύκλων αυτών, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, είναι τρία. Το πρώτο είναι η μυθολογία με τις μεταφυσικές της εικόνες. Η αναφορά στην έννοια της μυθολογίας ως βασικού κριτηρίου σε τούτο το δοκίμιο σηματοδοτεί την συμπερίληψη σε ένα ενιαίο πεδίο λογοτεχνικών δημιουργιών που αντλούν τη θεματολογία τους από την πρώιμη αρχαία ιστορία, από τις θρησκευτικές αφηγήσεις, από την ονειρική, δραματική και ηρωική πρόσληψη του αντικειμενικού κόσμου, από τη φαντασίωση μιας μυθολογικής μετα-ιστορίας και από τους λαϊκούς θρύλους. Το δεύτερο κριτήριο είναι η χρήση της ενεργητικής φαντασίας από τους δημιουργούς και το τρίτο η -λιγότερο ή περισσότερο- καθαρή μορφική παρουσίαση των προβαλλόμενων λογοτεχνικών δημιουργιών. Η μυθολογία με τις μεταφυσικές της εικόνες, που παρουσιάζεται ως πρώτο κριτήριο, δημιουργεί το υπόστρωμα στο οποίο γονιμοποιείται το λογοτεχνικό περιβάλλον των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας. Δηλαδή, η μυθολογία τροφοδοτεί από την ανεξάντλητη πηγή της με εικόνες και ιδέες τη θεματολογία των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας. Η ενεργητική φαντασία που αναφέρεται ως δεύτερο κριτήριο, έχει να κάνει με την ιδιαίτερη συμμετοχή του δημιουργού, ο οποίος δεν περιορίζεται στην απλή αναπαραγωγή και μεταβίβαση των μυθολογικών λογοτεχνικών σχημάτων που προϋπάρχουν μέσω μιας μίμησης, αλλά που διεισδύοντας στο πεδίο της μυθολογίας, δίνει ζωή και κάθε φορά νέα πνοή στους διάφορους χαρακτήρες και τα επιμέρους σχήματα της μυθολογίας, για να τα μετατρέψει σε πρωταγωνιστές των λογοτεχνικών έργων που δημιουργούνται συνεχώς. Τέλος το τρίτο κριτήριο, που είναι η καθαρή μορφική παρουσίαση, χαρακτηρίζει το οριστικό δημιούργημα που προωθείται προς τους δέκτες, την εικόνα δηλαδή του λογοτεχνικού κειμένου που παρουσιάζεται προς ανάγνωση, η οποία άλλοτε είναι διαυγής άλλοτε σκοτεινή, πάντοτε όμως σε ένα μεγάλο βαθμό συγκεκριμένη, γεγονός που τη διαφοροποιεί από αυτή του σουρεαλισμού και των λοιπών εκφράσεων του αισθητικού μοντερνισμού και της πρωτοπορίας1. Κινούμενοι στον άξονα που δημιουργούν αυτά τα τρία κριτήρια θα ξεκινήσουμε την προσπάθεια ανάδειξης της διαχρονικής υπόστασης και της οργανικής ενότητας της φανταστικής λογοτεχνίας, δίνοντας έμφαση στους τέσσερις λογοτεχνικούς κύκλους, οι οποίοι αντιστοιχούν σε τέσσερις ιδιαίτερες περιόδους στην ιστορία της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Αναφερόμενοι στους λογοτεχνικούς κύκλους θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν τους αντιλαμβανόμαστε ως ένα άμορφο σύνολο εντός του οποίου στριμώχνονται διάφορες λογοτεχνικές δημιουργίες. Για να αναγνωριστεί η ύπαρξη ενός τέτοιου κύκλου θα πρέπει τα έργα που εντάσσονται στα πλαίσιά του να διαπνέονται από ένα κοινό πνεύμα και να ανήκουν σε μια ενιαία ιστορική ενότητα. Μόνο αν συντρέχουν οι δυο αυτές προϋποθέσεις γίνεται αποδεκτή ως λογοτεχνική ενότητα η ύπαρξη ενός κύκλου. Αλλιώς, οι δημιουργίες της φανταστικής λογοτεχνίας που παρουσιάζονται μεν την ίδια εποχή, αλλά χωρίς να έχουν κοινή πνευματική ουσία (όπως για παράδειγμα θα δούμε παρακάτω ότι συνέβη με τα μεσαιωνικά ιπποτικά μυθιστορήματα και τη βορειοευρωπαϊκή Έδδα, που τα πρώτα εξέφρασαν την επική ατμόσφαιρα του μεσαίωνα ενώ η δεύτερη αποτέλεσε την αποτύπωση της αρχαίας θεολογικής κοσμογονίας των γερμανικών εθνών) και αυτές που έχουν κοινό πνεύμα αλλά έρχονται στο προσκήνιο σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα (όπως συνέβη με τα «Διονυσιακά» του Νόννου που αποτέλεσαν έκφραση με καθαρά χαρακτηριστικά αρχαιοελληνικού ηρωικού έπους αλλά δημιουργήθηκαν τον 5ο μ.Χ αιώνα, δηλαδή πολλούς αιώνες αργότερα από τα υπόλοιπα συγγενικά τους έργα, όταν ο πρώτος κύκλος είχε κλείσει) δεν είναι ορθό να υποστηρίξουμε ότι αποτελούν μέρη ενός ενιαίου φανταστικού λογοτεχνικού κύκλου. Ούτε βέβαια σκοπεύουμε και να τις διαγράψουμε ή να τις υποτιμήσουμε, το ακριβώς αντίθετο ισχύει μάλιστα. Απλά στην ιστορική διαδρομή που επιχειρούμε να περιγράψουμε θα αντιληφθούμε ότι τέτοιες δημιουργίες αποτέλεσαν κυρίως ενδιάμεσους συνδέσμους των λογοτεχνικών κύκλων. Άσχετα του γεγονότος ότι ο ρόλος τους μπορεί να μην είναι τόσο πρωταγωνιστικός μέσα στην περιγραφή της ιστορικής διαδρομής της φανταστικής λογοτεχνίας που θα επιχειρηθεί σε αυτό το δοκίμιο, ως μεμονωμένες λογοτεχνικές δημιουργίες τα περισσότερα από αυτά τα έργα παρουσιάζουν εκπληκτική ποιότητα η οποία δεν θα παραβλεφθεί σε καμία περίπτωση.


II

Αν εξετάσει κανείς τα λογοτεχνικά έργα μέσα από το πρίσμα των τριών κριτηρίων που προαναφέραμε, θα αντιληφθεί ότι οι αφετηρίες της φανταστικής λογοτεχνίας ανιχνεύονται στην αρχαιότητα, και μάλιστα στην πλέον πρώιμη εποχή κατά την οποία δημιουργήθηκε λογοτεχνικός πολιτισμός. Τα λογοτεχνικά έργα της πρώιμης αρχαιότητας γεννήθηκαν σε μια εποχή προφορικού πολιτισμού και αποτέλεσαν κορυφαίες δημιουργίες, με αποτέλεσμα να επιβιώσουν δια μέσου των αιώνων και να καταστούν λογοτεχνικά πρότυπα, κατά την εποχή που ο ανθρώπινος πολιτισμός άρχισε να αποκτά γραπτό χαρακτήρα. Σε αυτή την ομιχλώδη εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, λοιπόν, δυνάμεθα να ανιχνεύσουμε την εμφάνιση της φανταστικής λογοτεχνίας και το άνοιγμα του πρώτου της κύκλου. Ενός κύκλου, που έκλεισε μετά από πολλούς αιώνες. Ο συγκεκριμένος κύκλος θα μπορούσε να ονομαστεί ως ο κύκλος της «αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Επαναφέροντας στο νου μας τα τρία κριτήρια και επιστρέφοντας στην εξέταση των λογοτεχνικών κειμένων, συμπεραίνουμε άμεσα ότι τα πρώτα έργα που μπορούμε να εντάξουμε στο πεδίο της λογοτεχνίας του φανταστικού είναι αυτά της αρχαίας επικής και θρησκευτικής ποίησης. Η «Αργοναυτική εκστρατεία» του Ορφέα και τα έργα του Ομήρου αποτέλεσαν ανεπανάληπτα ηρωικά έπη. Εκείνα του Ησιόδου που ακολούθησαν είχαν χαρακτήρα θεολογικής αφήγησης και διδακτικού έπους. Στην ανατολή δημιουργήθηκαν, επίσης, παρόμοια έργα, όπως το «Έπος του Γκιλγκαμέζ» των αρχαίων Σουμερίων, ο «Ναυαγισμένος ναύτης» των αρχαίων Αιγυπτίων, το ινδικό ποίημα «Μαχαβαράτα» αλλά και οι, επίσης ινδικές, «Βέδες». Το ινδικό ηρωικό έπος «Μαχαβαράτα» γράφτηκε μεταξύ του 1400 π.Χ και του 1000 π.Χ και συνέχισε να εμπλουτίζεται για πολλούς αιώνες. Οι «Βέδες» αποτελούν αρχαία ινδικά θρησκευτικά κείμενα που γράφτηκαν από το 2000 π.Χ ως και τον 8ο αιώνα π.Χ και αναφέρονται στις κοσμογονικές μυθολογικές θεότητες των Ινδιών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνολικά οι δημιουργίες αυτές κατέγραψαν τα ήθη, τις δομές, τα πρότυπα, κοντολογίς την πρώιμη αρχαία ιστορία των εθνών που τα δημιούργησαν, μέσω ενός αξεπέραστου λογοτεχνικού πνεύματος, το οποίο γέννησε τη φανταστική λογοτεχνία εκπληρώνοντας τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει.

Προκειμένου να γίνει ξεκάθαρη η δυναμική της φανταστικής λογοτεχνικής δημιουργικότητας μέσα σε αυτό τον πρώτο κύκλο θα παραθέσουμε δύο αποσπάσματα από την «Αργοναυτική εκστρατεία» του Ορφέα. Μας λέει, λοιπόν, ο Ορφέας ότι « εκ δε του Άδου ανεπήδησαν δια μέσου της φλογός μορφαί φοβεραί, εκπληκτικαί, σκληραί, προς τας οποίας δεν μπορούσε να προσβλέψει κανείς. Διότι η μεν μία είχε σιδερένιο σώμα, αυτή δε οι άνθρωποι ονομάζουν Πανδώρα, μαζί δε με αυτήν ήρχετο και μια εξαστράπτουσα μορφή, η οποία είχε τρία κεφάλια, τέρας ολέθριον κατά την όψιν, ακαταμάχητον, η Εκάτη, η θυγατήρ του Ταρτάρου. Προς το αριστερόν δε μέρος αυτής επεκάθητο επί του ώμου ίππος με μεγάλη χαίτην, προς δε τα δεξιά ήτο μια μικρά σκύλα με όψιν λυσσασμένη, εις το μέσον ήτο ένας όφις με άγριαν μορφήν, εις τα δυο δε χέρια της εκρατούσε ξίφη με λαβάς»2, καθώς επίσης και ότι όταν «η σελήνη, που καταυγάζει εις την σκοτεινιά, έφερε την νύκτα, που είχε ως χιτώνα της τα άστρα, τότε ήλθον κάποιοι πολεμικοί άνδρες, οι οποίοι εζούσαν εις τα προς βορράν όρη και ωμοίαζαν από την φύσιν των προς τα θηρία, παρόμοιοι προς τους στιβαρούς Τιτάνας και προς τους Γίγαντας, διότι εις τον καθέναν των εξ χέρια ξεπηδούσαν από τους ώμους»2. Δε νομίζω να υπάρχει κανείς λάτρης της φανταστικής λογοτεχνίας που διαβάζοντας αυτά τα αποσπάσματα, αλλά και το σύνολο των έργων της χρονικής περιόδου που αναφέρουμε, να μη δύναται να εισπνεύσει το μεθυστικό άρωμα της ίδιας λογοτεχνικής μαγείας με αυτήν που οδήγησε τον Τόλκιν, τον Χάουαρντ και τους υπόλοιπους λογοτέχνες της σύγχρονης εποχής στη δημιουργία των έργων που τους έκαναν να κατακτήσουν τις καρδιές μας. Η νεότερη και η σύγχρονη φανταστική λογοτεχνία αποτελεί ένα μέρος της συνολικής λογοτεχνικής έκφρασης του φανταστικού, τη διαχρονική πορεία της οποίας θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε στο κείμενο αυτό.

Είναι ευρέως γνωστό ότι η αυγή του πολιτισμού ανέτειλε στους περισσότερους λαούς μέσω μιας μυθολογικής αντίληψης για τη ζωή. Όπως ήταν φυσικό, η αντίληψη αυτή επηρέασε και τις τέχνες. Η γέννηση της φανταστικής λογοτεχνίας αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της πραγματικότητας αυτής. Αν θελήσουμε, δε, να κάνουμε μια αναφορά σε ένα πιο κλειστό πεδίο, δε θα ήταν καθόλου λάθος αν υποστηρίζαμε ότι η λογοτεχνία του ευρωπαϊκού πολιτισμού γεννήθηκε αποκλειστικά μέσα από τον πρώτο φανταστικό λογοτεχνικό κύκλο.

Όσον αφορά το κλείσιμο του πρώτου φανταστικού κύκλου, κάποιοι ίσως να υποστηρίζουν ότι άρχισε στην πατρίδα μας κατά την αρχαϊκή εποχή (7ος –6ος αιώνας π.Χ) και ολοκληρώθηκε με την είσοδο στην κλασσική (5ος -4ος αιώνας π.Χ). Μέσα στο χρονικό διάστημα, δηλαδή, που η ελληνική διανόηση πέρασε στην εποχή του ορθού Λόγου και άφησε πίσω της την περίοδο κατά την οποία η φιλοσοφία, η ηθική, η θρησκεία και η επιστήμη ήταν σφιχτοδεμένες σε μια συμπαγή ψυχοπνευματική μυστηριακή ολότητα, η οποία ευνοούσε την ανάπτυξη μυθολογικών εκφράσεων και συνεπώς την έκρηξη της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, η προσωπική μου εκτίμηση είναι διαφορετική. Κι αυτό γιατί, θεωρώ ότι το τέλος του πρώτου κύκλου δεν θα πρέπει να χρεωθεί στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον στην αρχαϊκή, στην κλασική, στην αλεξανδρινή αλλά και στην ύστερη εποχή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, υπήρξαν λογοτεχνικές παρουσίες που διαπνέονταν από την αύρα των μυθικών έργων και εκπλήρωσαν τα τρία κριτήριά μας. Μετά από τον Ορφέα, τον Όμηρο και τον Ησίοδο, είχαμε την εμφάνιση των ομηρικών ύμνων, οι οποίοι αποτέλεσαν θεολογικές αφηγήσεις που εντάσσονται αδιαμφισβήτητα στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Παρουσιάστηκαν επίσης οι διθύραμβοι για τους οποίους διασώθηκαν λίγα στοιχεία, ωστόσο τα όσα μπορούμε να συμπεράνουμε βασιζόμενοι στα στοιχεία αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η τοποθέτηση τους στην ολότητα της φανταστικής λογοτεχνίας δεν είναι λανθασμένη. Ξεκάθαρα χαρακτηριστικά της φανταστικής λογοτεχνίας φέρουν οι τραγωδίες και τα σατυρικά δράματα, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονηθεί η παρουσία λυρικών ποιητών όπως ο Πίνδαρος στα έργα του οποίου το φανταστικό στοιχείο είναι έντονο. Όλα αυτά αποτελούν κείμενα που εκπληρώνουν τα τρία κριτήριά μας και συνεπώς εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Πάντως, πέρα από τα έργα των λογοτεχνικών αυτών ειδών για τα οποία μπορεί να προβληθεί κάποια ένσταση όσον αφορά το κατά πόσο αποτελούν τμήματα του όλου της φανταστικής λογοτεχνίας, συνέχισαν να έρχονται στο προσκήνιο κι άλλες δημιουργίες που βασίζονταν στις επιρροές των ηρωικών επών και των θρησκευτικών αφηγήσεων της πρώιμης αρχαιότητας. Οι πρώτες δημιουργίες της φανταστικής λογοτεχνίας ενέπνευσαν συγγραφείς όχι μόνο κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο, αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο Πρόδικος από τη Φώκαια δημιούργησε το έπος «Μινυάς» τον 6ο αιώνα π.Χ, ο Αντίμαχος ο Κολοφώνιος έγραψε το ηρωικό έπος με τον τίτλο «Θηβαίδα» τον 5ο αιώνα μ.Χ, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ως ο επιφανέστερος ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου διασκεύασε την «Αργοναυτική εκστρατεία» τον 3ο αιώνα π.Χ και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος δραστηριοποιήθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ.

Ωστόσο, πέρα από το αμιγώς λογοτεχνικό επίπεδο, η παρουσία των ζωντανών στοιχείων του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας είναι δεδομένη και στο σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής πνευματικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Καλό θα ήταν να μην λησμονούμε ότι στην ιστορική διαδρομή του αρχαιοελληνικού κόσμου από τα αρχαϊκά χρόνια ως την πτώση στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δύσκολα θα συναντήσουμε διανοούμενο ή ποιητή που να μην λάμβανε υπόψη του τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Ορφέα, ακόμη και αν εξέφραζε διαφοροποιημένες δημιουργικές αντιλήψεις από τις δικές τους. Και τούτο γιατί οι επικοί ποιητές αποτέλεσαν τον κανόνα, πάνω στον οποίο αρθρώθηκαν οι κρίσεις των λογοτεχνικών έργων. Επιπλέον, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η μυθολογία και οι ήρωες των επών ενέπνευσαν -εκτός από τους λογοτέχνες- τους γλύπτες και τους ζωγράφους. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι ακόμη και στο πεδίο της φιλοσοφίας η άμεση αντίληψη και το φαντασιακό στοιχείο δεν εξοβελίστηκαν ολοσχερώς από τη διαμεσολάβηση της λογικής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο Πλάτωνας, που πρόβαλε ένα μοντέλου μυστικιστικού ορθολογισμού και στη διδασκαλία του χρησιμοποίησε ως μέρος της προϊστορίας μας τον μύθο της Ατλαντίδος, και ο Αριστοτέλης, ο οποίος παρότι υπήρξε ένας από τους σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία της ορθολογιστικής σκέψης υποστήριξε ότι το ύψιστο ανθρώπινο αξίωμα είναι ο καθαρός πνευματικός -και όχι ο πρακτικός- βίος, μέσω του οποίου μόνο μπορεί να προσεγγιστεί ο Θεός, ενώ οι προτάσεις του βασίστηκαν στην εσωτερική πρόσληψη των αισθητήριών του οργάνων και όχι στην παρατήρηση και στο πείραμα. Μολονότι υπήρξαν και φιλόσοφοι με ξεκάθαρα ορθολογιστική και μηχανιστική σκέψη, όπως ο Ζήνωνας ο Ελεάτης, ο Μέλισσος ο Σάμιος, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος, είναι δεδομένο ότι η αρχαιοελληνική φιλοσοφία δόμησε μια οντολογική πνευματική κοινότητα, που σε καμία περίπτωση δεν διέρρηξε ολοσχερώς και καθολικά τις σχέσεις της με τον μύθο και τη θρησκεία.

Τέλος, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι και τα κοινωνικά πρότυπα του αρχαίου ελληνικού βίου δεν ήταν προσανατολισμένα στις ατραπούς κάποιου πεζού πραγματισμού. Οι πολεμικοί θρύλοι και τα ηρωικά πρότυπα των προγόνων μας, όπως ήταν ο Αχιλλέας, ο βασιλιάς Λεωνίδας, ο μέγας Αλέξανδρος και άλλοι, για να εκφράσουν την τραγική και ηρωική τους φύση, έδρασαν, ουκ ολίγες φορές, ανορθολογικά. Αλλά και οι εκφραστές της έννοιας του «καλού καγαθού», του ενάρετου πολίτη δηλαδή, το οποίο ήταν ένα πιο ήπιο κοινωνικό πρότυπο, δεν χαρακτηρίζονταν από τα γνωρίσματα του υπολογιστή ορθολογιστή ανθρώπου. Την πλέον ενδεδειγμένη περίπτωση αυτής της κατηγορίας ανθρώπων αποτέλεσε ο Σωκράτης, ο οποίος σε όλη του τη ζωή, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της δίκης που τον οδήγησε στο θάνατο, αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τις συμφέρουσες επιταγές της λογικής, προτιμώντας να ακολουθήσει έναν δρόμο συναισθηματικής δικαίωσης και ηθικής ακεραιότητας.

Επιστρέφοντας τώρα στα λογοτεχνικά δρώμενα, εκείνο το γεγονός που θα ενδυναμώσει την πεποίθησή μας ότι ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας δεν έκλεισε κατά την κλασική εποχή είναι η μεταλαμπάδευση του δημιουργικού ελληνικού πνεύματος στους Ρωμαίους, που στο επίπεδο της φανταστικής λογοτεχνίας εκφράστηκε με έργα όπως οι «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου και η «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Τα έργα αυτά, εκτός του ότι ακολούθησαν σε μια πορεία σταθερής ιστορικής συνέχειας τα αντίστοιχα ελληνικά που προαναφέραμε, αποτέλεσαν και τους κληρονόμους τους στο επίπεδο του γενικότερου ύφους και της θεματολογίας. Η «Αινειάδα» αποτέλεσε τη συνέχεια της ομηρικής Ιλιάδος, ενώ και τα υπόλοιπα έργα δεν διαφοροποιήθηκαν από τον κανόνα.

Εφόσον, λοιπόν, η ομαλή ιστορική διαδοχή εξασφάλισε την συνύπαρξη αυτών των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας που διαπνέονταν από κοινό πνεύμα σε μια ενιαία ιστορική ενότητα, σήμερα έχοντας τη δυνατότητα μιας γενικής εποπτείας είμαστε σε θέση να εντάξουμε τα έργα της πρώιμης αρχαιότητας, της αρχαϊκής, της κλασικής, της αλεξανδρινής και της ρωμαϊκής εποχής, στον ίδιο κύκλο. Δηλαδή, στον κύκλο της «αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας».

Σύμφωνα με τα όσα έχουμε συμπεράνει μέχρι στιγμής, καθίσταται εμφανές ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός εξέφρασε μια δημιουργική αναζήτηση της αλήθειας και της ουσίας των πραγμάτων μέσω ενός εκπληκτικού πολιτιστικού μηχανισμού, ο οποίος ήταν σε θέση να εκμεταλλεύεται για την επίτευξη του σκοπού αυτού -της αναζήτησης της αλήθειας δηλαδή- και τη δύναμη της ανθρώπινης λογικής αλλά και τις κατευθυντήριες γραμμές που χάραξε ο μύθος ως εκφραστής του ανθρώπινου ψυχισμού (άρα ως εκφραστής της ανθρώπινης ουσίας). Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο μύθος, ως ζωντανός και ακμαίος παράγοντας, διαμόρφωσε τις πολιτισμικές εξελίξεις (ακόμη και ένας από τους πλέον ορθολογιστές συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, ο Λουκιανός, δικαιολογούσε κατά κάποιον τρόπο το συγκεκριμένο γεγονός όταν αφορούσε ολόκληρες κοινωνίες και όχι μεμονωμένα άτομα3) και τροφοδότησε το λογοτεχνικό πεδίο με έργα φανταστικής λογοτεχνίας, κρίνεται όντως εσφαλμένο να μιλάμε για το τέλος του πρώτου φανταστικού κύκλου στην αρχαϊκή ή στην κλασική εποχή.

Είναι ορθό βέβαια να μιλήσουμε για μια αρχική διαφοροποίηση, αυτού που μετέπειτα ονομάστηκε κλασικό, από το μυθικό στοιχείο στην τέχνη. Το κλασικό στοιχείο χαρακτηρίστηκε από την έμφαση στην απλότητα, στην αναλογία και στη λογικότητα, στην ήπια δηλαδή δημιουργικότητα. Αντίθετα, η πρωτογενής επική-μυθική τέχνη αποτέλεσε έκφραση εκρηκτικής βουλησιαρχίας, πληθωρικότητας, έντασης και θυελλωδώς φλογισμένης φαντασίας, χωρίς βέβαια να υπολείπεται σε μορφική καθαρότητα και λογική συνοχή. Σίγουρα η τελευταία περίπτωση αποτέλεσε ιδανικό πεδίο για τη φανταστική λογοτεχνία και την εκπλήρωση των τριών κριτηρίων που έχουμε θέσει. Ωστόσο, θα επιμείνουμε ότι και στο λογοτεχνικό επίπεδο της πρώτης μπορούμε να ανιχνεύσουμε σημεία που τα κριτήρια ισχύουν και εντάσσουν τα έργα της στην ολότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Οι τραγωδίες, που ήταν προσανατολισμένες θεματικά εξολοκλήρου στην μυθολογία, αποτελούν τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα που ενδυναμώνουν την άποψή μας. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εποχή έχει χαρακτηριστεί ως κλασική, δε σημαίνει ότι όλες οι καλλιτεχνικές δημιουργίες που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκειά της τίθενται εκτός του πεδίου που καλύπτει η φανταστική λογοτεχνία. Όπως επίσης δεν σημαίνει και ότι ο αρχαίος ορθολογισμός είναι ταυτόσημος με τον μεταγενέστερο εργαλειακό και υλιστικό ορθολογισμό του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας.

Είναι αναμφισβήτητο ότι ένα κλασικό έργο δεν οφείλει απαραίτητα να είναι προϊόν μιας ήπιας και ορθολογικής σύλληψης. Η έννοια του κλασικού συνδέεται με τον κανόνα πάνω στον οποίο αρθρώνονται οι κρίσεις των έργων και όχι με μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική άποψη, γι’ αυτό και είναι μεταβαλλόμενη. Υπάρχουν κλασικά έργα της αρχαιότητας, του μεσαίωνα, της νεώτερης εποχής, ακόμη και του Μοντερνισμού! Όσο μεταβάλλονται οι απόψεις περί του καλλιτεχνικού κανόνα στις διάφορες εποχές, τόσο μεταβάλλονται και οι απόψεις περί της έννοιας του κλασικού. Στην αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, υπήρχαν καλλιτεχνικοί κανόνες αλλά δεν υπήρξε η έννοια του κλασικού. Στην αρχαία Ρώμη γεννήθηκε η λέξη «κλασικό», για να προσδιορίσει κοινωνικό και οικονομικό γνώρισμα των ανωτέρων τάξεων, έχοντας σημασία άσχετη με αυτήν που απέκτησε αργότερα. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης αρχικά και κυρίως αργότερα, η έννοια του κλασικού χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει τη διαχρονική αξία ενός καλλιτεχνικού έργου, όπως γινόταν αντιληπτό από τους στοχαστές της εποχής. Με την πάροδο του χρόνου η έννοια απέκτησε επιπλέον κανονιστικές διαστάσεις, οι οποίες χωρίς να διασαφηνίσουν λεπτομερώς το πλαίσιο αναφοράς τους, από τη μία θεώρησαν ως κλασικό οτιδήποτε είχε να κάνει με τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό και από την άλλη προέβαλλαν ως ιδεώδη τα πρότυπα της εποχής που ακολούθησε τον 7ο αιώνα π.Χ, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε καλλιτεχνικά (και λογοτεχνικά) χαρακτηριστικά όπως η απλότητα, η αναλογία και η ήπια δημιουργικότητα. Έκτοτε, λόγω της δυναμικής και μακροχρόνιας παρουσίας στο προσκήνιο των καλλιτεχνικών δρώμενων εκείνων που υποστήριζαν αυτή την άποψη, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως «κλασικιστές», η έννοια του κλασικού, για πολλά χρόνια έγινε αντιληπτή από το ευρύτερο κοινό όπως την πρόβαλλαν αυτοί. Η ιστορική συγκυρία, δηλαδή, ήταν αυτή που ταύτισε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα την έννοια του κλασικού με τις αντιλήψεις του ρεύματος των κλασικιστών. Με το πέρασμα του χρόνου και την υποχώρηση του κλασικισμού, οι απόψεις αυτές αναθεωρήθηκαν από τους θεωρητικούς της τέχνης και της λογοτεχνίας. Κλασικό νοήθηκε πλέον οτιδήποτε εξέφραζε με ποιοτικό τρόπο κάποιον καλλιτεχνικό κανόνα.

Εμείς από την πλευρά μας, ως αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας, δεν θα είχαμε κάποιο ιδιαίτερο λόγο να καταπιαστούμε με τις διαφορές αυτές των θεωρητικών της τέχνης και της λογοτεχνίας, εάν οι κλασικιστές δεν προσδιόριζαν την έννοια του κλασικού επάνω στην λογικότητα και στην αναλογία, αγνοώντας το ρόλο της φανταστικής δημιουργικότητας. Ο απόηχος αυτής της αντίληψης κάνει ακόμη και σήμερα πολλούς ανθρώπους που καταπιάνονται με τις τέχνες και τα γράμματα να θεωρούν ότι στην κλασική αρχαιότητα δεν υπήρχαν έργα φανταστικής λογοτεχνίας ή ότι τα έργα που χαρακτηρίζονται ως κλασικά δεν μπορεί να είναι έργα φανταστικής λογοτεχνίας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει. Για να το αντιληφθούμε, δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε τα πλέον χαρακτηριστικά από τα κλασικά έργα, δηλαδή τις τραγωδίες, έχοντας ως βάση ανάλυσης τα τρία κριτήριά μας.

Ο ποιητής που θεωρείται ως ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της έννοιας του κλασικού, όπως αυτή νοήθηκε από τους κλασικιστές, είναι ο Ευριπίδης. Συνεπώς, αν γίνει κατανοητό ότι τα έργα του εν λόγω ποιητή –αλλά κι εκείνα των υπόλοιπων τραγωδών- εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας, οι όποιες αδικαιολόγητες αντιρρήσεις θα μπορέσουν να καμφθούν.

Ένα χαρακτηριστικό ευριπίδειο έργο μέσω του οποίου μπορούν να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα, αν οι τραγωδίες αποτελούν έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού, είναι οι «Φοίνισσαι». Δε νομίζω να υπάρχει κανείς που όταν διαβάζει το συγκεκριμένο κείμενο να μην εισπνέει το άρωμα του μεγαλύτερου συγγραφέα των ηρωικών επών, δηλαδή του Ομήρου. Οι περιγραφές των στρατευμάτων, των όπλων και των μαχών, δημιουργούν μια καταπληκτική επική ατμόσφαιρα, μα πάνω απ’ όλα η αναφορά στην καταγωγή των Θηβαίων από τους σπαρτούς που προήλθαν από τα δόντια του νεκρού δράκοντα του θεού Άρη, τα οποία σπάρθηκαν στη γη, αποτελεί ενεργοποίηση της μυθολογίας και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως έκφραση ενός καλλιτέχνη που λειτουργεί με γνώμονα τον εργαλειακό ορθό Λόγο και είναι ολοσχερώς απομακρυσμένος από την λογοτεχνική έκφραση της φανταστικής δημιουργικότητας. Οι «Φοίνισσαι» αποτελούν ένα έργο που εκφράζει με απόλυτη διαύγεια τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Το υπόβαθρο της υπόθεσης βασίζεται στους ελληνικούς μύθους, ο τρόπος που γράφτηκε το κείμενο είναι σαφής χωρίς υπαινιγμούς κι ελλείψεις και η ερμηνεία των μύθων που προβάλλεται από τον Ευριπίδη μέσω της υπόθεσης του έργου είναι προσωπική.

Ο Ευριπίδης αποτελεί, επίσης, τον συγγραφέα του σατυρικού δράματος που φέρει τον τίτλο «Κύκλωψ». Πρόκειται για ένα έργο το οποίο εντάσσεται χωρίς αμφιβολία στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας, πράγμα που κάνουν και άλλες τραγωδίες του, όπως για παράδειγμα η «Άλκηστις» και η «Ηρακλείδαι».

Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα έργα του Αισχύλου. Ο Αισχύλος έγραψε με ύφος που δεν απείχε πολύ από τα ομηρικά πρότυπα. Ήταν ο πλέον επικός τραγωδός και παρουσίασε ήρωες με αχαλίνωτα πάθη και θυελλώδη ορμητικότητα, οι οποίοι δεν έδρασαν ως μεμονωμένα άτομα, αλλά ως στοιχεία μιας ενότητας η οποία περιελάμβανε την ανθρώπινη κοινωνία, την κοινωνία των θεών και τη φύση στο σύνολό της. Συνεπώς, δικαίως μπορεί να θεωρηθεί ως ο τραγικός ποιητής που τα έργα του εντάσσονται χωρίς καμιά αμφιβολία στο πλαίσιο της φανταστικής λογοτεχνίας. Προκειμένου να καταστεί απολύτως σαφές αυτό που υποστηρίζουμε, καλό θα ήταν να θυμηθούμε κάποια αποσπάσματα από τις δημιουργίες του. Στο πρώτο από τα σωζόμενα έργα του, τους «Πέρσες», το οποίο διαδραματίζεται στα Σούσα (την περσική πρωτεύουσα), ο χορός των Περσών γερόντων μιλώντας για τον αυτοκράτορα Ξέρξη λέει στους στίχους 95 έως 100 (απόδοση Τάσος Ρούσσος εκδ. Κάκτος), «με το βλέμμα σκοτεινό κοιτάζοντας, καθώς δράκοντας φονιάς τριγύρω, πολυκάραβος, πολύχερος και το άρμα το ασσυριακό κινώντας, σπρώχνει τοξοφόρον Άρη καταπάνω σε άντρες ξακουστούς κονταρομάχους», ενώ στους στίχους 113 έως 118 περιγράφει με εξαίρετο ύφος, το οποίο έχει επηρεάσει ανεξίτηλα τους μεταγενέστερους φανταστικούς λογοτέχνες, μια σκηνή την οποία αξίζει να θυμηθούμε, «κι έχουν μάθει στην πλατύδρομη τη θάλασσα, όταν την ασπρίζει η οργή του ανέμου, ν’ αντικρίζουνε τα δάση των κυμάτων». Τέλος, το πλέον χαρακτηριστικό σημείο του έργου είναι η εμφάνιση του φαντάσματος του βασιλιά Δαρείου. Καθίσταται έτσι ξεκάθαρο ότι οι «Πέρσες» αποτελούν αναμφισβήτητα ένα έργο το οποίο εντάσσεται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για τα υπόλοιπα έργα του σπουδαιότερου τραγικού. Στους «Επτά επί Θήβας» οι επικές σκηνές και οι καταπληκτικές περιγραφές που αποτελούν το βασικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό της φανταστικής λογοτεχνίας, συνεχίζουν να είναι παρούσες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στους στίχους 58 έως 63 όπου ο κατάσκοπος ενημερώνει τον βασιλιά Ετεοκλή λέγοντάς του, «διότι είναι κοντά πια πάνοπλος των Αργείων ο στρατός, σηκώνει κουρνιαχτό και τις πεδιάδες ο άσπρος αφρός που στάζει απ’ τα πλεμόνια των αλόγων τις μολύνει» (απόδοση Θ. Μαυροπούλου, εκδ. Ζήτρος), ενώ και τα μυθολογικά στοιχεία αποτελούν τη βάση του έργου, φτάνοντας στην πιο έντονη δυναμική τους όταν στο δεύτερο επεισόδιο και στους στίχους 413 έως 415 ο βασιλιάς των Θηβών Ετεοκλής αναφέρεται στην καταγωγή του πολεμιστή Μελάνιππου από το γένος των σπαρτών. Θα ήταν παράληψη ωστόσο να μην αναφερθούμε και στις «Ικέτιδες», που αποτελούν ένα έργο το οποίο βασίζεται στο μύθο της Αργείας Ιώς, που κυνηγημένη από τη ζήλια της Ήρας έφτασε στην Αίγυπτο και σε ένωσή της με το Δία γέννησε τον Έπαφο, ο οποίος έγινε ο γενάρχης του οικογενειακού κλάδου των πενήντα Δαναϊδων που ικετεύουν το βασιλιά του Άργους Πελασγό για προστασία από τους ισάριθμους γιους του Αιγύπτου. Πάντως, το πιο πολυσυζητημένο έργο του Αισχύλου είναι ο «Προμηθεύς Δεσμώτης», όπου μέσα σε μια επική ατμόσφαιρα παρουσιάζει τον ορυμαγδό της σύγκρουσης ορμητικών βουλήσεων και συμπαντικών δυνάμεων. Τέλος, η σωζόμενη τριλογία του που φέρει τον τίτλο «Ορέστεια», πέραν του ότι πρόκειται για ένα έργο με βαθιές φιλοσοφικές και πολιτικές προεκτάσεις το οποίο –σημειωτέον- καταλήγει σε μια εξασθένιση της πρωτογενούς αισχύλειας ορμητικότητας, δεν παύει να αποτελεί κι έναν σταθμό για τη φανταστική λογοτεχνία εφόσον μέσα από τους στίχους του ζωντανεύει ένα δικαστήριο ζωής ή θανάτου στο οποίο διαξιφίζονται άνθρωποι και θεοί.

Αφήνοντας τον Αισχύλο θα περάσουμε στο Σοφοκλή, για να συναντήσουμε και στα δικά του έργα τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεωρήσουμε ότι ένα λογοτεχνικό δημιούργημα εντάσσεται στο πλαίσιο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ξεκάθαρο χαρακτηριστικό φανταστικής λογοτεχνίας παρουσιάζεται στον «Οιδίποδα τύραννο» και μάλιστα με έναν τρόπο που θυμίζει πολύ τις εικόνες των νεωτέρων έργων φαντασίας και τρόμου, όταν στο τέταρτο στάσιμο του έργου ο Εξάγγελος, αφού έχει περιγράψει τον απαγχονισμό της Ιοκάστης, αναφέρεται στην αυτοτιμωρία του Οιδίποδα λέγοντας «..τέτοιες κατάρες εκστομίζοντας χτυπούσε με τις περόνες πολλές φορές κι όχι μια τα μάτια του. Αλλά συγχρόνως οι αιμόφυρτες κόρες του έβρεχαν τα γένια του και δεν έσταζαν μόνο υγρές σταγόνες αίματος, αλλά συγχρόνως χυνόταν μαύρη βροχή και χαλάζι βαμμένο στο αίμα» (απόδοση Ι. Μπάρμπας εκδ. Ζήτρος). Περνώντας στην επόμενη τραγωδία του που φέρει τον τίτλο «Τραχίνιαι» τον συναντάμε να καταπιάνεται με το πώς η Δηιάνειρα έδωσε στον άντρα της Ηρακλή τον δηλητηριασμένο μανδύα του κενταύρου Νέσσου. Πρόκειται για την τραγωδία με τα πλέον ισχυρά χαρακτηριστικά της φανταστικής λογοτεχνίας και διαθέτει αναφορές σε γεγονότα όπως εκείνο της μάχης του Ηρακλή με τον Αχελώο ποταμό για την καρδιά της Δηιάνειρας. Αλλά και στα υπόλοιπα έργα του, με χαρακτηριστικότερο αυτών το "Φιλοκτήτη", τα γνωρίσματα της φανταστικής λογοτεχνίας είναι έκδηλα.

Καθίσταται, λοιπόν, διαυγές ότι εντός των κλασικών έργων υπάρχουν ενεργητικές φανταστικές συμμετοχές των δημιουργών, ενώ το μυθολογικό υπόστρωμα και η καθαρή μορφική παρουσίαση είναι στοιχεία αναμφισβήτητα. Αντίθετα, αμφισβητήσιμη είναι η παρουσία του μηχανιστικού ορθολογισμού που ευαγγελίστηκαν οι κλασικιστές. Σε τελική ανάλυση, το γεγονός ότι αρχαία λογοτεχνικά έργα που έχουν χαρακτηρισθεί ως κλασικά αποτελούν δημιουργήματα που εντάσσονται στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας, προκύπτει και από την εξής απλή διαπίστωση. Όπως είναι γνωστό τα έπη του Ομήρου, αλλά κι εκείνα του Ησιόδου και του Ορφέα, θεωρούνται κλασικά. Το ίδιο ισχύει και για την «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν είναι δυνατόν να υπάρξει κάποιος που, ακόμη κι αν αγνοήσει τα κριτήρια που προκρίνει αυτό το δοκίμιο, να θεωρήσει ότι τα εν λόγω έργα χαρακτηρίζονται κυρίως για την ορθολογικότητα και την αναλογία τους και όχι για την πληθωρική φαντασία των δημιουργών τους. Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική, εκτός κι αν πρόκειται για κάποιον που θα επιχειρήσει να προασπίσει κάποια ιδεοληψία στο όνομα της οποίας θα είναι, πιθανόν, στρατευμένος. Ειδάλλως, είναι βέβαιο πως από οποιαδήποτε σκοπιά κι αν διαβάσει κανείς τα παραπάνω έργα, θα αντιληφθεί άμεσα ότι τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι η πληθωρική φαντασία και ο δημιουργικός αυθορμητισμός. Είναι γεγονός ότι οι ήρωες των επικών ποιητών και των τραγωδιών αποτελούν τύπους ξένους προς εσωτερικές αντιφάσεις και πολύπλοκες υποκειμενικότητες, τύπους χωρίς ουσιαστικές διαφορές, τύπους με διαφορές χαρακτήρων και όχι μοναδικούς ανθρώπους με αντιφάσεις και συγκρουόμενους εσωτερικούς κόσμους, τύπους «αγαλματένιους», ακέραιους και όχι άπειρους κι ενδογενώς διασπασμένους. Όμως αυτή τους η ενότητα δεν τους απομακρύνει από τους κήπους της λογοτεχνίας του φανταστικού. Αυτό το κλασικό στοιχείο δεν έρχεται σε ρήξη με τα χαρακτηριστικά των ηρώων της φανταστικής λογοτεχνίας, το αντίθετο μάλιστα, αυτό το αγνό και αρχαίο κλασικό γεννήθηκε από τους κόλπους της φανταστικής λογοτεχνίας και εξακολουθεί να διακρίνει λογοτεχνικούς ήρωες της νεότερης και σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τον Κόναν του Χάουαρντ, τον Άραγκορν του Τόλκιν και τον Χόκμουν του Μούρκοκ. Συμπεραίνουμε έτσι ότι το αρχαίο κλασικό λογοτεχνικό πνεύμα όχι μόνο δεν αποτέλεσε κάτι ξένο και διαφορετικό από τη φανταστική λογοτεχνία αλλά αντιθέτως συνδέθηκε μαζί της άρρηκτα. Ο μεταγενέστερος κλασικισμός και οι νεώτερες απόψεις περί του κλασικού διαφοροποιήθηκαν από αυτήν.

Πριν ολοκληρωθεί η αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα, κρίνεται σκόπιμη η διασαφήνιση ότι πολλά έργα της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας αποτελούν κείμενα που αναφέρονται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα κι έχουν αξία ιστορικών αφηγήσεων, άσχετα του γεγονότος ότι διαπνέονται από έντονη φαντασιακή λογοτεχνική αύρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ομηρική Ιλιάδα. Το έπος αυτό παρουσιάζει το ιστορικό γεγονός του τρωικού πολέμου μέσα από τη φωνή ενός ποιητή που, κατά τη διάρκεια της αφήγησης, χρησιμοποίησε τα φτερά της φαντασίας του, για να κάνει ένα αξεπέραστο ταξίδι στους πιο μαγικούς ουρανούς της λογοτεχνικής έμπνευσης. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η δημιουργικότητα της φανταστικής λογοτεχνίας δεν έρχεται απαραίτητα σε ολική σύγκρουση με την πραγματικότητα. Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ορισμένα έργα της φανταστικής λογοτεχνίας έχουν αξία θρησκευτικών κειμένων. Αποτελεί ακλόνητη πεποίθηση πολλών στοχαστών -και μεταξύ αυτών και του γράφοντος- ότι ο Μύθος δεν αποτελεί έκφραση αναλήθειας, αλλά περιγραφή μιας πραγματικότητας που βρίσκεται πέρα από τα μέτρα της απλής ανθρώπινης καθημερινότητας.

Το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται απ’ όλα τα παραπάνω είναι η ύπαρξη έργων της φανταστικής λογοτεχνίας, τόσο στα πλαίσια του πολιτισμού των αρχαίων προγόνων μας όσο και σε πολιτισμούς άλλων λαών. Η μυθολογία, η ενεργητική φανταστική συμμετοχή των δημιουργών και η καθαρότητα της μορφικής έκφρασης των έργων, αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά συστατικά των λογοτεχνικών αυτών δημιουργιών. Συστατικά τα οποία επιδεικνύουν διαχρονική ισχύ, όπως θα δούμε στη συνέχεια του κειμένου. Συνεπώς, από το παρόν δοκίμιο, προβάλλονται ως κριτήρια για την ένταξη των έργων στο πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας.

Εκείνο που μένει να απαντηθεί, πλέον, είναι το πότε έκλεισε ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας. Ξεκινώντας να προσεγγίζουμε την απάντηση θα πρέπει να σταθούμε αρχικά στη ρωμαϊκή εποχή. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, σε γενικές γραμμές, διατηρήθηκαν οι δομές της ελληνικής αντίληψης και κατ’ επέκταση συντηρήθηκαν τα κεκτημένα του κύκλου της αρχαίας φανταστικής λογοτεχνίας, με έργα όπως η «Αινειάδα» του Βιργιλίου. Η αναδιαμόρφωση που προκάλεσε η Ρώμη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και μεταξύ των άλλων επηρέασε την λογοτεχνία του φανταστικού, είχε τη ρίζα της όχι σε κάποια ισχυρή πολιτιστική της αδυναμία, αλλά στην κατακτητική πολιτική της υπόσταση και στην πολυεθνική κοινωνική της υφή. Η καταστάσεις αυτές, οδήγησαν με το πέρασμα του χρόνου σε διοικητική ανεπάρκεια, στον κλονισμό του κοινοτικού βίου και στην προβολή ενός κοσμοπολίτικού προτύπου ζωής. Το αίσθημα του ανήκειν σε μια συλλογική εθνική οντότητα μαράθηκε, πράγμα που είχε ως συνέπεια να ατονήσει η επαφή των ανθρώπων με τους μύθους και τις παραδόσεις τους. Οι προϋποθέσεις για τον μαρασμό της φανταστικής λογοτεχνίας και το κλείσιμο του πρώτου της κύκλου άρχισαν να γίνονται ευνοϊκές. Η γονιμοποίηση των προϋποθέσεων αυτών συντελέστηκε στο ευρωπαϊκό και ευρύτερο μεσογειακό γίγνεσθαι κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια.

Ο νεοεμφανιζόμενος χριστιανισμός αποτέλεσε μια θρησκευτική πρόταση, η οποία μολονότι διατηρούσε αρκετά δάνεια από την αρχαιοελληνική σκέψη, δεν έπαυε να αποτελεί ένα παρακλάδι της εβραϊκής θρησκείας. Ως τέτοιο, διατηρούσε μια ιστορική και οργανική επαφή με την εβραϊκή θρησκευτική παράδοση και την Παλαιά Διαθήκη. Οι πρώτοι χριστιανοί, αντιμετωπίστηκαν άλλοτε με διαλλακτικότητα και άλλοτε με αυστηρότητα από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που απλωνόταν σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση εκείνη την εποχή. Οι ίδιοι, εκφράζοντας το Ευαγγέλιο μέσα από την Αποστολική δράση, πρόβαλλαν μια διεθνιστική αντίληψη και, αντίθετα από την πλειοψηφία των Εβραίων που παρέμειναν πιστοί στο μωσαϊκό νόμο και στην ιερατική τους παράδοση, δέχτηκαν με χαρά τους εθνικούς ανάμεσα στους κόλπους της χριστιανικής εκκλησίας. Η αποδοχή Ευρωπαίων χριστιανών είχε μια συνέπεια. Οι νέοι πιστοί θα έπρεπε να αποκηρύξουν την παλιά τους θρησκεία. Με αυτήν, όμως, ήταν συνδεδεμένο και το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας παράδοσης. Έτσι, η εξέλιξη αυτή επέφερε μια αλλαγή στα πολιτισμικά δεδομένα της γηραιάς ηπείρου. Όταν οι ιστορικές συγκυρίες έκαναν τον χριστιανισμό να εξαπλωθεί σε πολύ μεγάλα τμήματα του ευρωπαϊκού πληθυσμού, η αρχαία παράδοση δέχτηκε το πιο ισχυρό πλήγμα. Όπως γίνεται κατανοητό, κάθε πλήγμα που δεχόταν η αρχαία παράδοση, αποτελούσε και πλήγμα για την αρχαία φανταστική λογοτεχνία.

Οι χριστιανοί όταν ενισχύθηκαν, είτε λόγω του ότι δεν είχαν απελευθερωθεί ολοκληρωτικά από την επιρροή της εβραϊκής θρησκείας, είτε γιατί στην πορεία τους προς την εξάπλωση του δόγματός τους συνάντησαν την αντίσταση των εναπομεινάντων εθνικών που τους πείσμωσε περισσότερο, τήρησαν μια πολύ σκληρή γραμμή κατά της αρχαίας ευρωπαϊκής παράδοσης. Η τελική επιβολή του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας από το ρωμαϊκό κράτος, έδωσε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που είχαν ιουδαϊκές καταβολές στον τρόπο σκέψης και δράσης τους, όπως για παράδειγμα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α΄, να εφαρμόσουν έναν ανηλεή διωγμό κατά της αρχαίας ελληνικής και ευρωπαϊκής κληρονομιάς. Μοιραία, κάτω από αυτές τις συνθήκες, το πνεύμα του αρχαίου κόσμου μετατράπηκε σε συντρίμμια και μέσα στα συντρίμμια αυτά μπορούμε να ανιχνεύσουμε το τέλος του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας.

Αυτό βέβαια, δε σημαίνει ότι έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού έπαψαν να δημιουργούνται οριστικά. Τρανά παραδείγματα, ο Νόννος και η επική του εξιστόρηση που έφερε τον τίτλο «Διονυσιακά» (στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και τα τρία άλλα έργα του Νόννου που ήταν η «Γιγαντομαχία», η «Παράφραση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου» και τα «Βασσαρικά»), η οποία αποτέλεσε και μια από τις τελευταίες ίσως εκφράσεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, η «Αποκάλυψη» του Ευαγγελιστή Ιωάννη, που γράφτηκε περίπου τριακόσια χρόνια νωρίτερα, αποτελώντας εκτός από σπουδαίο θεολογικό κείμενο, ένα εκπληκτικό έργο φανταστικής λογοτεχνίας, η «Γιγαντομαχία» και η «Αρπαγή της Περσεφόνης» του Λατίνου ποιητή από την Αλεξάνδρεια Κλαυδίου Κλαυδιανού που γράφτηκαν στο μεταίχμιο του 4ου με τον 5ο αιώνα μ.Χ, αλλά και τα φανταστικά διηγήματα του Λουκιανού, ο οποίος παρότι υπήρξε ρεαλιστής, άκαμπτος ορθολογιστής και στοχαστής που αντιμετώπισε με ειρωνική διάθεση την αρχαιοελληνική θρησκεία, την παράδοση και τη μυθολογία, προκειμένου να εκφράσει τις ιδεολογικές του θέσεις χρησιμοποίησε μεταξύ των άλλων και τις δυνατότητες της επικής λογοτεχνίας, με αποτέλεσμα να αφήσει ως κληρονομιά δυο εξόχως ενδιαφέροντα κωμικά έργα επικού χαρακτήρα, τα «Αληθή διηγήματα Α και Β» και ορισμένα ακόμη κείμενα φανταστικής λογοτεχνίας, όπως τα «Κατάπλους ή Τύραννος» και «Χάρων ή Επισκοπούντες». Τα εν λόγω διηγήματα μπορεί να παρωδούν τον ευφάνταστο χαρακτήρα προγενέστερων συγγραφέων και κυρίως ιστορικών, καθώς επίσης και να στηλιτεύουν αρχαίες ελληνικές συνήθειες και παραδόσεις, αλλά αν τα εξετάσουμε ως αυτόνομα κείμενα θα διαπιστώσουμε ότι αποτελούν κωμικά έπη ηρωικής φαντασίας, που εντάσσονται αδιαμφισβήτητα στην ολότητα της φανταστικής λογοτεχνίας και αποτελούν, αν μας επιτραπεί η αντιστοίχιση, αρχαίους προγόνους, σύγχρονων παρόμοιων έργων, όπως είναι λόγου χάρη τα «Χρονικά του Ίλμορ» του Ν. Λ. Στόουν.

Ωστόσο, εκτός από τις επιμέρους εξαιρέσεις, οι νέες εξελίξεις οδήγησαν στον μαρασμό του αρχαίου πνεύματος, κομμάτι του οποίου αποτέλεσε και ο πρώτος κύκλος της φανταστικής λογοτεχνίας. Δεν είμαστε πάντως σε θέση να υποδείξουμε με ακρίβεια ποια ήταν η στιγμή που έκλεισε ο πρώτος φανταστικός λογοτεχνικός κύκλος. Κι αυτό γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχει συγκεκριμένη στιγμή. Το κλείσιμο του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας βασίστηκε σε πολιτισμικές ζυμώσεις και ιστορικές αλλαγές που κράτησαν πολλά χρόνια. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι από το 50 μ.Χ κι έπειτα, το πνεύμα της αρχαιότητας άρχισε να υποχωρεί μαζί με όλα τα παρεπόμενά του. Τον τέταρτο αιώνα μ.Χ η αλλαγή των πολιτισμικών σταθερών είχε ολοκληρωθεί. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα δυνάμεθα να εντοπίσουμε το τέλος του πρώτου φανταστικού κύκλου. Τα διάφορα φανταστικά λογοτεχνικά έργα που δημιουργήθηκαν, όπως ήταν για παράδειγμα η «Αποκάλυψη», τα «Αληθή διηγήματα» και τα «Διονυσιακά», κράτησαν τη φλόγα της φανταστικής λογοτεχνίας αναμμένη και η λειτουργικότητά τους έγκειται στο ότι αποτέλεσαν συνδέσμους του πρώτου κύκλου της φανταστικής λογοτεχνίας με τον επόμενο, ο οποίος χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί αιώνες για να συγκροτηθεί και να ανέλθει στο ιστορικό προσκήνιο των πολιτιστικών δρώμενων.

1) Στη λογοτεχνία του φανταστικού η εικόνα της τελικής δημιουργίας που παρουσιάζεται στο κοινό μπορεί να είναι είτε διαυγής και απόλυτα συγκεκριμένη (όπως για παράδειγμα στην πλειοψηφία των λογοτεχνικών έργων από τον Όμηρο και τον φον Έσενμπαχ μέχρι τον Χόφμαν και τον Χάουαρντ) είτε σκοτεινή και δυσνόητη στην πρώτη ανάγνωση (πράγμα που συμβαίνει αποκλειστικά σε κάποιες δημιουργίες της εποχής του ρομαντισμού, όπως λόγου χάρη στα ποιήματα του Χέλντερλιν, του Μπλέικ και άλλων). Στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και δεν υπάρχει αμφιβολία για την ισχύ του τρίτου κριτηρίου. Στην δεύτερη, όμως, παρόλο που ουσιαστικά ισχύει ότι ακριβώς ισχύει και για την πρώτη, υπάρχει μια ασάφεια που ίσως δώσει την ευκαιρία σε κάποιους να αμφισβητήσουν το κατά πόσο ισχύει το τρίτο κριτήριο. Απαντώντας στις όποιες πιθανές αμφισβητήσεις, δηλώνουμε ότι ακόμη και στις περιπτώσεις όπου κάποια κείμενα του πεδίου, που σε τούτο το δοκίμιο ορίζουμε ως φανταστική λογοτεχνία, είναι δυσνόητα και σκοτεινά, αυτό συμβαίνει γιατί οι δημιουργοί τους μέσω των λογοτεχνικών κειμένων αυτών μας αποκαλύπτουν τις μυστικιστικές συλλήψεις της εσωτερικής κοσμογονίας που συντελείται στον πυρήνα του Εγώ τους, οι οποίες όμως αντλημένες καθώς είναι από τα απύθμενα βάθη της ψυχής, δεν μπορούν εύκολα να εκφραστούν μέσα από τις λέξεις και τις φράσεις της συμβατικής γλώσσας. Η μορφική παρουσίαση του έργου δηλαδή, έχει όση καθαρότητα μπορεί να της δώσει η γλώσσα και η επεξεργασία της συνείδησης. Απλά, τα εργαλεία αυτά, αδυνατούν να προσφέρουν κάτι πιο καθαρό και αρκούνται στην προσφορά των υποβλητικών και σκοτεινών αυτών σχημάτων. Η συγκεκριμένη κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από την εσκεμμένη αοριστία των φράσεων και των μορφών που επιτυγχάνει μέσα από διάφορα λογοτεχνικά τεχνάσματα ο Μοντερνισμός. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό που θέλουμε να πούμε, θα ήταν ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε εκείνο που πολύ εύστοχα είχε παρατηρήσει ο Διονύσιος Σολωμός την εποχή που είχε επηρεαστεί από την φανταστική λογοτεχνία μέσω του γερμανικού ρομαντισμού και το οποίο υποστήριζε ότι άλλο πράγμα είναι η σκοτεινότητα της ποίησης και άλλο η αοριστία των φράσεων. Στην περίπτωση της φανταστικής λογοτεχνίας ισχύει η σκοτεινότητα της ποίησης. Η εν λόγω ποίηση καταλήγει ως τέτοια (ως σκοτεινή δηλαδή) στο βλέμμα του αναγνώστη ακολουθώντας τη διάθεση του δημιουργού για συγκεκριμένη μορφική παρουσίαση, η οποία (διάθεση) όμως, δεν είναι αρκετή για να παρουσιάσει ένα πιο ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Η υποβολή, το δυσνόητο του κειμένου και η γενικότερη «ομίχλη» που σκεπάζει αυτά τα έργα, δημιουργείται αυθόρμητα μέσα από μια «εσωτερική» παραγωγική βούληση. Αντίθετα, στα ρεύματα της πρωτοπορίας και στον μοντερνισμό προϋπάρχει η συνειδητή (η λογικά αποφασισμένη, η ηθελημένη και στοχευόμενη δηλαδή) επιλογή των δημιουργών για ένα αποτέλεσμα μορφικά απροσδιόριστο. Αυτός είναι και ένας από τους πολλούς λόγους που μας κάνουν να αφήνουμε τον μοντερνισμό και την πρωτοπορία εκτός του πεδίου που καλύπτει η λογοτεχνία του φανταστικού.

Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες φιλολογικές αναλύσεις που επιχειρώντας να ορίσουν το πεδίο της νεωτερικής ποίησης, συνδέουν τα ρομαντικά με τα μοντερνιστικά ποιήματα. Ωστόσο οι εκφραστές της αντίληψης αυτής δίνουν μονομερή έμφαση στις τεχνικές κατασκευής των έργων και όχι στην ουσία τους, εμμένοντας σε μια περισσότερο φιλολογική -και όχι ποιητική- αντίληψη των πραγμάτων, με αποτέλεσμα να προβάλλουν τεχνικά χαρακτηριστικά όπως ο ελεύθερος στίχος, η μη ύπαρξη στροφών σταθερής μορφής, ο πεζόμοφος χαρακτήρας του ποιήματος, το ζωντάνεμα της ποιητικής γλώσσας, το δυσνόητο ύφος και ο μη καθαρός νοηματικός ειρμός, προκειμένου να «τοποθετήσουν» το ρομαντισμό και το μοντερνισμό στο ίδιο πεδίο. Παραβλέπουν, όμως, ότι για να καταλήξουν σε αυτό το αποτέλεσμα, τα ρομαντικά και τα μοντερνιστικά ποιήματα ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και διανύουν διαφορετικές πορείες. Αλλά και ως τελικά αποτελέσματα είναι εξόφθαλμο ότι διαφέρουν πάρα πολύ. Ως απόδειξη αυτού θα παραθέσουμε ένα σύντομο παράδειγμα βασισμένο στη σύγκριση δυο χαρακτηριστικών ρομαντικών ποιητικών αποσπασμάτων κι δυο μοντερνιστικών.


«Βραδινή Φαντασία», του Φρ. Χέλντερλιν

Μπρος στην καλύβα του ήσυχος κάθεται, στον ίσκιο,
ο ζευγάς, -το τζάκι του, στην εγκρατή, καπνίζει.
Ηχεί φιλόξενα το βραδινό σήμαντρο, μέσα
στο ειρηνικό χωριό, στον οδοιπόρο.
Τώρα, γυρνούνε πια και τα καράβια στα λιμάνια,
σε πόλεις μακρινές, ο πολυάσχολος της αγοράς βόμβος
θροΐζει φαιδρός, στην έρημη σκιανάδα λάμπει
το συντροφικό δείπνο των φίλων.

Που πάω, λοιπόν, εγώ; Από μισθό και δουλειά ζούνε
οι θνητοί εναλλάσσοντας κούραση και ξεκούραση, όλα
χαρούμενα είναι, γιατί, λοιπόν, κοιμάται
το κεντρί μες στο δικό μου στήθος μόνο;

Στον βραδινό ουρανό μι’ άνοιξη ανθίζει, ανθούνε
αμέτρητα τα ρόδα κι ο χρυσός κόσμος μοιάζει
ήσυχος, ω πορφυρά νέφη, πάρετέ με
εκεί! και θά ’θελα, εκεί πάνω,

σ’ αέρα και φως, ο έρως κι ο πόνος μου να διαλυθούνε!-
Μα, σαν διωγμένη από τρελή ικεσία, φεύγει
η μαγεία, σκοτεινιάζει και μονάχος,
κάτω από τον ουρανό ’μαι, καθώς πάντα-

Έλα, γλυκό μισοϋπνι, τώρα! Πολλά ’ναι κείνα
που επιθυμεί η καρδιά, στο τέλος, όμως, ω Νεότης
φλέγεσαι, ανήσυχη, ονειροπολούσα!
Το γήρας ειρηνικό και χαρούμενο είναι τότε.
(μετάφραση Άρης Δικταίος, εκδόσεις Αιγόκερως).

Απόσπασμα από το «Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης», του Γουίλιαμ Μπλέικ.

Η αρχαία παράδοση πως ο κόσμος θα ριχτεί στο πυρ το εξώτερο
σε έξι χιλιάδες χρόνια είναι αληθινή, σύμφωνα με όσα άκουσα στην Κόλαση.
Γιατί το χερουβείμ με την πύρινη ρομφαία του θα λάβει σε λίγο εντολή
να πάψει να φρουρεί το Δέντρο της Ζωής και μόλις το πράξει, η πλάση
ολόκληρη θα αναλωθεί στην φωτιά και θα φανεί άπειρη και ιερή, ενώ τώρα
φαίνεται πεπερασμένη και διεφθαρμένη.
Αυτό θα συμβεί αν καλλιεργηθούν οι απολαύσεις των αισθήσεων…
(μετάφραση Χάρης Βλαβιανός, εκδόσεις Νεφέλη).

Απόσπασμα από ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου.

«Πέρα από το στέαρ της κυπελλοφόρου αμάξης, ο ουρανός της
έγινε σαν μάτι μυρμηκιώντος κόμπου
και χωρίς κόπο και χωρίς καπίστρι,
επανέρχεται μαζί μας ο ζυμωτής
των μεμακρυσμένων φόνων…»

Απόσπασμα από το ποίημα « Karawane» του Hugo Ball, που θα σας παρουσιάσω αμετάφραστο, γιατί είναι απλά φωνητικό, χωρίς νόημα και συνεπώς, δεν έχει νόημα η μετάφραση.

«..Hollaka hollala
anlogo bung
blago bung
blago bung
bosso fataka
ϋ ϋϋ ϋ
schampa wulla wussa όlobo…»

Όπως βλέπουμε και τα τέσσερα ποιήματα παρουσιάζουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά που προαναφέραμε. Ωστόσο γίνεται ξεκάθαρο ακόμη και στα μάτια κάποιου που δεν έχει ασχοληθεί με τη λογοτεχνία ότι τα δυο πρώτα εκφράζουν μια πνοή εντελώς άσχετη από αυτή των δυο επόμενων. Ο μυστικισμός, η σκοτεινότητα και η ονειρική σύλληψη που χαρακτηρίζουν τα δυο ρομαντικά ποιήματα που προηγούνται, συνιστούν κάτι το εντελώς διαφορετικό από την επιτηδευμένη μορφική χαλαρότητα που επιδεικνύει το τρίτο ποίημα το οποίο εκφράζει τον σουρεαλισμό και την, πρόσθετη σε αυτήν, νοηματική ανυπαρξία του τέταρτου που αποτελεί δείγμα του ντανταϊσμού.

Επίσης, καθίσταται εμφανές ότι τα δυο ρομαντικά ποιήματα ανταποκρίνονται στα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Η μυθολογία όπως την ορίσαμε ως κριτήριο είναι παρούσα, τόσο στο πρώτο ποίημα με τον χαρακτήρα της δραματικής και ονειρικής σύλληψης της πραγματικότητας (με κορύφωση την τέταρτη στροφή), όσο και στο δεύτερο με τη μορφή του θρησκευτικού μυστικισμού. Υπάρχει επίσης ενεργητική συμμετοχή των δημιουργών. Στο πρώτο ποίημα είναι δεδομένη και αυτονόητη αφού σε όλες τις ονειρικές συλλήψεις της πραγματικότητας υπάρχει συνακόλουθη ενεργητική συμμετοχή, ενώ στο δεύτερο εκφράζεται μέσα από την προσωπική έκφραση του θρησκευτικού μυστικισμού του ποιητή. Για την καθαρότητα της μορφικής παρουσίασης, τέλος, ισχύουν τα όσα έχουμε αναφέρει στις προηγούμενες παραγράφους της παραπομπής.

Ενώ για τα δυο ρομαντικά ποιήματα ισχύουν όλα τα παραπάνω, για τα μοντερνιστικά δεν ισχύει τίποτε από αυτά. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, δεν ισχύει το πρώτο και το τρίτο κριτήριο. Ενεργητική συμμετοχή των ποιητών υπάρχει αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μας αφορά σε σχέση με το τι είναι η φανταστική λογοτεχνία και δεν αρκεί για να εντάξει τα συγκεκριμένα έργα στην ολότητά της.

Τίθεται τώρα το ερώτημα, τι γίνεται αν κάποιο έργο μοντερνιστή λογοτέχνη εκπληρώνει και τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει. Νομίζω πως η απάντηση είναι σαφώς θετική. Εννοείται πως ένα τέτοιο έργο αποτελεί μέρος του πεδίου της φανταστικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο για το σύνολο των έργων του μοντερνισμού.

Σίγουρα το παράδειγμα είναι σύντομο αλλά πιστεύουμε ότι συνάμα είναι και αρκετό για να κάνει κατανοητό αυτό που υποστηρίζουμε.

2) «Τα ορφικά» Εκδόσεις εγκυκλοπαίδειας Ηλίου, μεταφρ. Σπύρου Μαγγίνα.

3) Λουκιανός, Φιλοψευδής ή απιστών εκδ. Πατάκη.


Σταμάτης Μαμούτος
Απόφοιτος Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Πειραιά,
Απόφοιτος Ελευθέρου Πανεπιστημίου της Στοάς του βιβλίου
(σειρά μαθημάτων για τη λογοτεχνία: Από τον
ρομαντισμό στον μεταμοντερνισμό-οι περιπέτειες
του λογοτεχνικού θεσμού)
Φοιτητής Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης.
Πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ

Το Λυκόφως των θεών στη σκανδιναβική μυθολογία
του voodoo child

«Ένα χρυσό παλάτι τόσο ψηλό, που τα βλέμματα δεν μπορούνε την κορυφή του να φτάσουν! Εκατόν πενήντα πύλες οδηγούν εκεί. Οκτακόσιοι πολεμιστές θα βγουν απ’ αυτές μια μέρα, όταν στο λυκόφως των θεών, ο Όντιν επικεφαλής τους θα ορμήσει για να πολεμήσει τους γίγαντες και τον αρχηγό τους τον Σούτουρ τον Μαύρο!»

Καλώς ήλθατε στον κόσμο της σκανδιναβικής μυθολογίας, τον κόσμο του Όντιν, του Θόρ, του Λόκε, του Φένρις και των πολεμιστών της Βαλχάλα. Έναν κόσμο που ακόμη και οι θεοί μάχονται και πεθαίνουν. Έναν κόσμο που έχει αποτελέσει την χαρακτηριστικότερη, ίσως, πηγή εμπνεύσεων για τους συγγραφείς της φανταστικής λογοτεχνίας.


Στο άρθρο αυτό θα δοθεί έμφαση στο πιο ιδιαίτερο στοιχείο της σκανδιναβικής μυθολογίας, που δεν είναι άλλο από το τέλος των ημερών, το θρυλικό «λυκόφως των θεών». Ένα τέλος που προδικάζεται εξ’ αρχής, δημιουργώντας σε όσους έρχονται σε επαφή με το μαγικό περιβάλλον της σκανδιναβικής μυθολογίας την αίσθηση της αναμονής μιας κοσμογονίας, η οποία συμβάλει τα μέγιστα στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων που απαιτούνται για να δώσουν στις διηγήσεις των θρύλων του Βορρά αυτό τον τόσο απολαυστικό και ξεχωριστό χαρακτήρα που διαθέτουν.

1) ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ΑΖΑΣ, ΑΣΓΚΑΡΝΤ.

Ξεκινώντας, λοιπόν, το ταξίδι μας στις γοητευτικές αυτές διηγήσεις της Σκανδιναβικής μυθολογίας, θα πρέπει να σημειώσουμε πως τις πληροφορίες για αυτήν τις αντλούμε από τρεις πηγές. Η πρώτη από αυτές είναι η Παλαιά Έδδα, η οποία και αποτελεί το αρχαιότερο θρησκευτικό και λογοτεχνικό μνημείο της βόρειας παράδοσης. Η λέξη Έδδα σημαίνει παππούς ή γιαγιά και πρόκειται για συλλογή τριάντα τραγουδιών του 7ου μ.Χ αιώνα τα οποία πήραν την οριστική μορφή τους κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. Η Παλαιά Έδδα περιλαμβάνει στίχους για θέματα που αφορούν τους θεούς και τα κατορθώματά τους αλλά και τις ηρωικές μορφές της γερμανικής και της σκανδιναβικής παράδοσης. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του «Βόλουσπα», του τραγουδιού που περιγράφει την ανθρώπινη ιστορία από τη γένεση του κόσμου μέχρι το τέλος, το περίφημο «λυκόφως των θεών». Κεντρικό έργο στην «Παλαιά Έδδα» είναι το «Codex Regius», το «Βασιλικό Χειρόγραφο» που ονομάζεται έτσι επειδή παρέμεινε για αιώνες στη βασιλική βιβλιοθήκη της Κοπεγχάγης, πριν επιστραφεί τελικά στην Ισλανδία, όπου και είχε βρεθεί αρχικά. Η δεύτερη πηγή της σκανδιναβικής μυθολογίας είναι η «Νέα Έδδα» που γράφτηκε από τον Ισλανδό ποιητή και πολιτικό Σνόρι Στούρλουσον τον 13ο αιώνα μ.Χ. Η Έδδα του Στούρλουσον χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, τον πρόλογο, τη «Φενάκι του Γκίλφι», τη «Γλώσσα της ποίησης» και τη «Λίστα των ποιητικών μορφών». Το σημαντικότερο όλων -και το ποιητικότερο ταυτοχρόνως- είναι το δεύτερο. Η τρίτη και τελευταία πηγή της σκανδιναβικής μυθολογίας είναι οι «Σάγκες», δηλαδή τα έπη που δημιούργησαν οι σκάλδοι. Οι σκάλδοι ήταν ραψωδοί που πήγαιναν σε παλάτια, στρατόπεδα και πόλεις για να εξυμνήσουν τα κατορθώματα των ηρώων.


Σύμφωνα λοιπόν με την Έδδα πατέρας των θεών και των ανθρώπων, εκείνος που υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα, είναι ο Αλφαντούρ (συμπαντικός πατέρας), πρωταρχικός θεός και δημιουργός των πάντων.


Μέσα από διάφορους μύθους η Έδδα μας μιλά για την δημιουργία των δώδεκα Άσας ή Άζες της οικογένειας δηλαδή των θεών που έπονται του Αλφαντούρ.

Πρώτος είναι ο Όντιν ο μεγαλύτερος και πιο παλιός ανάμεσα στους Άσας που θεωρείται και ο βασιλιάς τους.

Ο Θωρ, ο θεός του κεραυνού, είναι ο πιο δυνατός ανάμεσά τους .

Ο Μπάλντουρ1, ο θεός της ομορφιάς και της καλοσύνης είναι ο πιο μετριοπαθής και καλοσυνάτος σ’ όλη την Βαλχάλα.

Ο Φρέυρ, ο θεός της γονιμότητας και της αφθονίας στέλνει τις βροχές που γονιμοποιούν την γη.

Ο Τυρ , ο ανδρείος εκπροσωπεί την τόλμη και την βίαιη δύναμη.

Ο Μπράγκα είναι ο θεός της σοφίας και της ευφράδειας .

Ο Χάϊμνταλλ φυλάει τον ουρανό και την φύση.

Ο Βιντάρ ο σιωπηλός είναι ο θεός της σιωπής .

Ο Βάλι ο θεός του φωτός και της άνοιξης (ο Βάλι, τολμηρός στον πόλεμο, μεταμορφώθηκε σε λύκο απ’ τους θεούς)

Ο Ούλλερ επιδέξιος στα βέλη και στα πέδιλα πάνω στον πάγο είναι αυτός που επικαλούνται στις μονομαχίες.
Ο Χόντουρ ο τυφλός θεός της νύχτας είναι και αυτός που θα σκοτώσει άθελά του, τον Μπάλντουρ (οι Άσας αποφεύγανε να προφέρουνε το όνομά του.).

Ο Λόκε, θεός της φωτιάς, και οι άλλες θεότητες (Χόνερ, Όντουρ, Χέρλοντ ο αγγελιοφόρος, Έγγιρ και Μίμερ) μερικές φορές τοποθετούνται στην δεύτερη κατηγορία θεών. Όλοι αυτοί οι θεοί -με εξαίρεση τον Έγγιρ θεό των θαλασσών- έχουν το παλάτι τους στο Άσγκαρντ (κατοικία των θεών).

Με την επενέργεια του Αλφαντούρ –της αιώνιας αρχής –πραγματοποιούνται τα γεγονότα της σκανδιναβικής μυθολογίας. Σαν παιδιά της φύσης και υποταγμένοι σ’ αυτήν οι Άσας οφείλουν να χαθούνε σε μια μοιραία εποχή ( οι θεοί των σκανδιναβών δεν είναι αθάνατοι , αθάνατος είναι μόνο ο χρόνος δηλαδή ο Αλφαντούρ). Αυτή η εποχή είναι το Ράγκναροκ, το αναπόφευκτο τέλος, ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ.

2) ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΡΑΓΚΝΑΡΟΚ…

Αυτή, λοιπόν, η αναμονή της καταστροφής, που πάντα προμαντεύεται και αποτελεί την κινητήρια δύναμη όλων των γεγονότων, δίνει στην Έδδα ένα τόνο σκοτεινό και μελαγχολικό και κάνει την Σκανδιναβική μυθολογία τόσο γοητευτική και ιδιάζουσα. Ωστόσο, παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, η μυθολογία των λαών του βορρά έχει πολλές ομοιότητες με άλλες μυθολογίες, όπως για παράδειγμα με την Περσική (κάποιοι μάλιστα πιθανολογούν πως η λατρεία του Όντιν προήλθε από εκεί) και κυρίως με την αρχαιοελληνική. Θα πρέπει μάλιστα να τονιστεί πως οι ομοιότητες της αρχαιοελληνικής με τη βορειοευρωπαϊκή μυθολογία είναι εξαιρετικά έντονες. Μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές ομοιότητες είναι ο εξανθρωπισμός των θεών, οι δώδεκα κύριες θεότητες και η ταύτιση των ηρώων (π.χ Ηρακλής / Θωρ).

Όπως είπαμε και πριν, όλοι οι μύθοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με το Ράγκναροκ και την έννοια του τέλους. Εμείς θα σταθούμε σε τρεις από αυτούς, ώστε να αντιληφθούμε περίπου πως αυτό θα επέλθει. Τη γέννηση των παιδιών του Λόκε, τον θάνατο του Μπάλντουρ και τη φυλάκιση του Λόκε.

3α) Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΟΥ ΛΟΚΕ.

Καμία από τις θεές δεν ήθελε τον πανούργο θεό Λόκε για άντρα της κι έτσι αυτός υποχρεώθηκε να παντρευτεί μια γιγάντισσα, την Ανγκερμπότι. Αυτή γέννησε τρία παιδιά τέρατα τον Φένρις, τον Γιομουνγκάτουρ και τη Χέλα. Από τότε διακηρύχθηκε απ’ τις προφητείες πως το λυκόφως πλησιάζει και τα παιδιά του Λόκε θα φέρνανε συμφορά στους θεούς. Έτσι για να σώσει τους θεούς η Ανγκερμπότι έριξε τον Γιομουνγκάτουρ, το μεγάλο φίδι, στην θάλασσα μα εκείνο μεγάλωσε τόσο ξαφνικά που περιτύλιξε όλη την γη. Η Χέλα, αιώνια εχθρός των θεών και θεά του θανάτου, έφυγε και πήγε στο Νιφλάιμ (κάτω κόσμος, χώρα της καταχνιάς) που έγινε το βασίλειό της. Η Χέλα από εδώ και πέρα θα είναι η παντoδύναμη βασίλισσα των ίσκιων, με το μισό της σώμα γκρι και το άλλο μισό άσπρο, το πρόσωπό της με χρώμα αιμάτινο και φίδια τυλιγμένα γύρω απ’ το άσαρκο κορμί της, θα ‘χει παλάτι της την αθλιότητα, κρεβάτι τον πόνο και τραπέζι την πείνα, ενώ για θρόνο και σκήπτρο θα έχει κόκαλα. Το μόνο απ’ τα παιδιά του Λόκε που κατάφεραν να κρατήσουν οι θεοί ήταν ο τρομερός λύκος Φένρις. Αυτός που δέχτηκε να θρέψει το λύκο ήταν ο θεός Τυρ, ο γενναίος γιος του Όντιν και της Φρίγγα. Όμως, ο Φένρις μεγάλωνε συνεχώς και μάταια οι θεοί προσπαθούσαν να τον αλυσοδέσουν καθώς αυτός έσπαγε τα δεσμά του. Έτσι οι θεοί ζήτησαν απ’ τους νάνους (τους μικρόσωμους εξαιρετικούς τεχνίτες που ζούσαν στα έγκατα της γης και είχαν γεννηθεί απ’ τον γίγαντα Υμέρ) μια αλυσίδα ακατάλυτη. Οι νάνοι την κατασκεύασαν από έξι σπάνια στοιχεία και τα δεσμά ονομάστηκαν Γκλάινπνιρ. Όταν όμως ο Φένρις είδε το Γκλάιπνιρ αρνήθηκε να το δοκιμάσει εκτός και αν κάποιος απ’ τους Άσας έβαζε για εγγύηση το χέρι του μέσα στο τεράστιο στόμα του. Μόνο ο Τυρ τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο! Ο Φένρις αυτή τη φορά δεν μπορούσε να λυθεί και λυσσασμένος απ’ τα γέλια των θεών που τον χλεύαζαν καταβρόχθισε την γροθιά του Τυρ που θυσιάστηκε για την σωτηρία του Άσγκαρντ. Έκτοτε ο Φένρις θα παρέμενε αλυσοδεμένος στο νησί Λύνγκβρε μέχρι τη μέρα του Ράγκναροκ.

3β) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΠΑΛΝΤΟΥΡ

Σύμφωνα με τις προφητείες όσο ο αγαπητός και λαμπερός θεός Μπάλντουρ ζει η δύναμη των Άζες είναι εξασφαλισμένη. Όμως η μοίρα θέλει τον Μπάλντουρ να πεθαίνει. Όσο κι αν οι θεοί προσπαθούν να τον σώσουν το τέλος του είναι προδιαγεγραμμένο. Έτσι, παρόλο που η μητέρα του η Φρίγγα καλεί όλα τα στοιχεία της φύσης να της υποσχεθούν πως δεν θα κάνουν κακό στον γιό της, ξεχνά το φυτό γκυ που μεγαλώνει στην βελανιδιά. Οι θεοί που νόμιζαν πως πήραν τις προφυλάξεις τους ησυχάζουν και αρχίζουν και πάλι τα γλέντια. Όμως ο πονηρός Λόκε που είχε ανακαλύψει την παράλειψη αυτή και θέλησε να εκδικηθεί τους Άζες για την σκληρή συμπεριφορά τους απέναντι στα παιδιά του, έφτιαξε μια σαΐτα απ’ το παράσιτο-φυτό. Η τραγική στιγμή ήρθε όταν οι θεοί, που μάχονταν μεταξύ τους με τόξα, αποφάσισαν να βάλουν για στόχο τον Μπάλντουρ (κάτι που θεωρούνταν μεγάλη τιμή για τον ίδιο) προκειμένου να γιορτάσουν εμπράκτως το γεγονός της αθανασίας του. Τότε ο Λόκε που παραμόνευε, έδωσε την σαΐτα στον τυφλό θεό Χόντουρ και καθοδήγησε τη βολή του, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να σκοτώσει άθελά του σκότωσε τον Μπάλντουρ.
Ο θάνατος του Μπάλντουρ σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τους Άζες, το Άσγκαρντ και τον κόσμο, καθώς το λυκόφως και η μάχη με τους γίγαντες πλησιάζουν…

3γ) Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΛΟΚΕ

Οι θεοί δεν θα τιμωρήσουν τον Λόκε στην βαλχάλα που θεωρείται ιερός τόπος. Ο πανούργος θεός θα αρνηθεί –έχοντας πάρει τη μορφή μιας γιγάντισσας- να σώσει τον Μπάλντουρ (σε μια προσπάθεια της Φρίγγας να σώσει τον αγαπημένο γιό της) επισφραγίζοντας έτσι το ταξίδι του φωτεινού θεού στο βασίλειο της Χέλα. Η τιμωρία δεν θα αργήσει να έρθει για τον Λόκε όταν μια μέρα οι θεοί θα τον βρουν στην κορυφή ενός βουνού όπου κρυβόταν. Ο Λόκε παίρνοντας την μορφή σολομού θα προσπαθήσει να τους ξεφύγει αλλά με τη βοήθεια ενός μαγικού διχτύου –την ώρα που ο Λόκε προσπαθούσε να το υπερπηδήσει- ο Θόρ θα τον πιάσει από την ουρά (γι’ αυτό και οι σολομοί έχουν τόσο λεπτό αυτό το μέρος). Οι Άζες θα φυλακίσουν τον Λόκε και την οικογένειά του και θα φτιάξουν δεσμά απ’ τα έντερα ενός γιου του, του Ναρφί, ενώ θα βάλουν κι ένα τεράστιο φίδι να χύνει σταγόνα –σταγόνα το δηλητήριό του στο πρόσωπο του δεσμώτη… Με την φυλάκιση αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του κόσμου.

4) ΡΑΓΚΝΑΡΟΚ: ΤΟ ΘΡΥΛΙΚΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Το πλήρωμα του χρόνου έχει έρθει. Το σύμπαν χάνει την λάμψη του και σημάδια φοβερά αναγγέλλουν το τέλος του κόσμου.

Τρεις φοβεροί χειμώνες διαδέχονται ο ένας τον άλλο χωρίς ούτε μια μέρα καλοκαιριού να τους διακόψει. Ο ήλιος εκπέμπει πια ένα φως ωχρό δίχως θέρμη, ενώ ο πόλεμος, η πείνα και η σφαγή θερίζουν τη γη. Ο πετεινός με το χρώμα της φωτιάς λαλεί στα μέρη των γιγάντων, ο χρυσαφένιος πετεινός στα μέρη των Άζες κι ο πετεινός με το χρώμα της καπνιάς κάτω απ’ τη γη, στης Χέλας τα παλάτια. Είναι η ώρα που ο λύκος Σκόλλ καταβροχθίζει τον ήλιο και ο λύκος Μανέγκαρμ το φεγγάρι. Είναι η ώρα που ο Λόκε ξαναβρίσκει τη λευτεριά του, ενώ ο Φένρις σπάει τα δεσμά του και είναι τόσο μεγάλος που με τα σαγόνια ανοιχτά αγγίζει συνάμα τον ουρανό με τη γη. Ο Γιορμουγκάτουρ ορμάει στη γη. Μια τρομερή πάλη θα αρχίσει υπό την καθοδήγηση γίγαντα Σούτουρ του Μαύρου, που το σπαθί του λάμπει σαν ήλιος. Το μπέφροστ (ουράνιο γεφύρι που ενώνει την Βαλχάλα με τη γη) βουλιάζει κάτω απ’ τα βήματά θεών και γιγάντων. Ο Λόκε προστρέχει στη Χέλα και τα παιδιά της για να πολεμήσουν τους θεούς.
Τότε ο Χάιμνταλλ σαλπίζει το κέρας του με όλη την δύναμη που διαθέτει. Οι Αινχέριαρς, τα πνεύματα δηλαδή των ηρώων που έπεσαν σε μάχες και τα οποία κατοικούν στην Βαλχάλα, φοράνε τις πανοπλίες τους και πάνε στον κάμπο του Βίγκριντ όπου θα γίνει η τελική μάχη…

Ο Όντιν, που είναι ο επικεφαλής αυτής της λαμπρής λεγεώνας με μια χρυσή περικεφαλαία και ένα υπέρλαμπρο σπαθί, πάει να συναντήσει τον Φένρις που τον καταβροχθίζει ζωντανό!Ο Βιντάρ σκίζει τις μασέλες του τέρατος κι έτσι εκδικείται το θάνατο του πατέρα του. Ο Τυρ ορμάει στον σκύλο του Νιφλάιμ κι ύστερα από μια τρομερή μάχη σκοτώνονται και οι δύο. Ο Θωρ αγωνίζεται ενάντια στο τεράστιο ερπετό. Του φέρει φοβερά χτυπήματα και το σκοτώνει μα πεθαίνει και ο ίδιος, πνιγμένος από τα κύματα δηλητηρίου που το τέρας ξερνάει πάνω του. Ο Φρέυρ νικιέται από τον Σούτουρ τον Μαύρο που το στόμα του βγάζει φωτιές και καπνό. Ο Λόκε μάχεται τον Χάιμνταλλ με το χρυσό δόντι και οι δυο τους πέφτουν νεκροί την ίδια στιγμή. Μόνο ο Σούτουρ μένει όρθιος και με τις φλόγες του καταστρέφει τον ουρανό και την γη…

Και τότε που οι Άζες και οι ήρωες της Βαλχάλα δεν θα υπάρχουν, η Έδδα αναφέρει ότι ο Αλφαντούρ θα κατέβει απ’ τους ουρανούς προκειμένου να αποφασίσει για την τύχη των ανθρώπων. Οι καλοί θα πάνε στον Γκίμλι τον αιώνιο παράδεισο ενώ οι δολεροί θα εξαγνιστούν με τα πιο σκληρά βασανιστήρια στον Ναστρόντ. Και όταν η δικαιοσύνη πραγματώσει το έργο της, μια κόρη του ήλιου κι ένας γιος του φεγγαριού θα πάρουν την θέση των γονιών τους. Ένας άντρας και μια γυναίκα, ο Λίφ και η Φίλ, που θα έχουν επιζήσει απ’ την πυρπόληση κρυμμένοι σ’ ένα ύψωμα, θα γεννήσουν μια νέα φυλή ανθρώπων. Οι θεοί θα μαζευτούνε στους κάμπους της Ίντα και θα βρουν πλάκες στην ρουνική γραφή, σύμφωνα με τις οποίες θα κυβερνήσουν τον κόσμο. Τότε η γη και τα δέντρα θα δίνουν από μόνα τους άπειρους καρπούς…Και οι κάμποι θε να γεμίσουνε λουλούδια… Η ομόνοια και η ειρήνη θα κατοικούνε για πάντα στους ανθρώπους…

1. Θα ήθελα να δώσω ορισμένες διευκρινήσεις σχετικά με το θέμα της προφοράς των ονομάτων. Μολονότι είναι αναμενόμενο πως η συγκεκριμένη προφορά μπορεί να ξενίσει κάποιους αναγνώστες, χρησιμοποιείται σ’ αυτό το άρθρο γιατί είναι όσο το δυνατόν εγγύτερα στην αυθεντική προφορά των σκανδιναβών. Γι’ αυτό ο θεός της φωτιάς προφέρεται Λόκε, αντί για Λόκι και ο Θεός της ομορφιάς Μπάλντουρ, αντί για Μπαλντρ ή Μπάλντερ, που τον συναντάμε συνήθως στη σχετική βιβλιογραφία. Αυτό συμβαίνει γιατί το Μπάλντουρ προέρχεται από το Μπαλ και το ντουρ, που σημαίνει ο φορέας του φωτός. Το Μπάλντερ και το Μπαλντρ είναι απλά επίπεδες αγγλικές μεταγραφές, οι οποίες συμβάλλον κατά τη γνώμη μου στη δημιουργία μιας τυποποιημένης και ενδεχομένως χειραγωγούμενης, παγκόσμιας γλωσσικής «γραμμής».


Voodoo child
Φοιτητής του Ε.Κ Πανεπιστημίου Αθηνών
Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης
Ιδρυτικό μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.


Χριστούγεννα
του Σταμάτη Μαμούτου

Δεν υπάρχει αμφιβολία… είναι πραγματικά θλιβερό να βλέπει κανείς ανθρώπους αγχωμένους και πλήρεις φόρτου εργασίας κατά τις γιορτινές ημέρες των Χριστουγέννων. Βέβαια, είναι ακόμη πιο θλιβερό το να διαπιστώνει κανείς ότι ορισμένοι άνθρωποι δεν διαθέτουν την στοιχειώδη άνεση να πλαγιάσουν σε ένα ζεστό κρεβάτι και αδυνατούν να εξασφαλίσουν ακόμη κι ένα πιάτο φαγητό. Ωστόσο, οι συνάνθρωποί μας αυτοί εκφράζουν την πραγματικότητα ενός σοβαρού κοινωνικού προβλήματος, το οποίο δεν συνδέεται ουσιαστικά με τις ημέρες αυτές, άσχετα αν το γενικότερο χριστουγεννιάτικο κλίμα κάνει την εντύπωση που δημιουργεί (το πρόβλημα αυτό) πιο αλγεινή.

Τα Χριστούγεννα αποτελούν την χρονική εκείνη περίοδο, κατά την οποία η φλόγα που ζεσταίνει τα άδυτα του συναισθηματικού κόσμου των ανθρώπων1 αναζωπυρώνεται, με αποτέλεσμα την εκτύλιξη των ψυχικών προδιαγραφών και τη δημιουργία έντονων διαθέσεων. Διαθέσεων «σκοτεινών», όπως λόγου χάρη η μελαγχολία για την εγκατάλειψη που βιώνουν και για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν κάποιοι συνάνθρωποί μας, αλλά και διαθέσεων «φωτεινών» που χαρίζουν ζωτική ενέργεια.

Εδώ ανιχνεύω και το πρόβλημα με το οποίο θα καταπιαστεί το άρθρο αυτό. Στο γεγονός, δηλαδή, ότι κάποιοι έχουν φροντίσει να δημιουργήσουν στο κλίμα αυτών των ημερών πληθώρα περισπασμών, με κυριότερο όλων αυτόν που αφορά τα επαγγελματικά ζητήματα, προκειμένου να εγκλωβίσουν την πλειονότητα των ανθρώπων σε συμπεριφορές εργαλειακές, ψυχρές και πεζές, οι οποίες την προσανατολίζουν σε τρόπους ζωής απόμακρους από την πηγή της συναισθηματικής φλόγας και την χριστουγεννιάτικη σπίθα της ζωής.

Ορισμένοι οφείλουν να καταλάβουν ότι τα Χριστούγεννα σηματοδοτούν μια ξεχωριστή περίοδο για όλο το δυτικό και τον χριστιανικό κόσμο. Αν τα εξετάσουμε ως συμβάν θρησκευτικού χαρακτήρα, θα διαπιστώσουμε ότι αποτελούν την πλέον σημαντική εορτή την οποία αντιλαμβάνονται και τα τρία κύρια χριστιανικά δόγματα με τον ίδιο τρόπο2. Όμως το θέμα δεν έχει να κάνει μόνο με τη θρησκευτική του υπόσταση. Τα Χριστούγεννα αποτελούν το συμπύκνωμα ψυχικών ανατάσεων και πολιτιστικών εμπειριών, που πηγάζουν από το ιστορικό και θρησκευτικό γεγονός της γέννησης του Χριστού και από τους τρόπους με τους οποίους, οι κοινωνίες και τα έθνη, συμπεριφέρονται για να το βιώσουν και να το γιορτάσουν.
Χριστούγεννα στη δική μου συνείδηση είναι η γέννηση του Θεανθρώπου και η επέτειός της που εορτάζεται κάθε χρόνο, αλλά όχι μόνο αυτή. Χριστούγεννα είναι η οργανικότητα της εκκλησίας και η ατμόσφαιρα των φωτισμένων από το γλυκό φως των κεριών ψηλοτάβανων ναών. Χριστούγεννα είναι το χιονισμένο και στολισμένο έλατο ή το φωτεινό καραβάκι. Χριστούγεννα είναι η φαντασίωση της εικόνας των τριών μάγων με τα δώρα που οδηγούνται μέσα στη νύχτα από το φωτεινό αστέρι στο νεογέννητο Βασιλιά, ο οποίος κείτεται στη φάτνη. Χριστούγεννα είναι τα καθιερωμένα γλυκά και τα εδέσματα που ευωδιάζουν στο ζεστό σπίτι. Χριστούγεννα είναι ο μύθος των καλικάντζαρων και των ξωτικών, τα λαμπάκια που διαχέουν το παιχνιδιάρικο φως τους στη σάλα και στο μπαλκόνι3, οι στολισμένοι δρόμοι, το βελούδινο ημίφως του απογεύματος, τα παιχνίδια και τα δώρα4, τα κάλαντα και ο μικρός τυμπανιστής, οι αναμνήσεις των εορταστικών εκδηλώσεων του δημοτικού μου σχολείου, τα σχετικά με το κλίμα των ημερών βιβλία του Καρόλου Ντίκενς και του Κλέμενς Κλαρκ Μουρ, η οικογενειακή θαλπωρή, οι συναντήσεις με τους φίλους, οι ατμοσφαιρικές και επικές κινηματογραφικές ταινίες5, το συμβολικό ρίσκο κάποιων χρημάτων στα τυχερά παιχνίδια και φυσικά ο Άγιος Βασίλης. Ο αγαπημένος μας άγιος που έχει αποτελέσει πολλάκις τον στόχο αμάθαστων «πραγματιστών», ανιφτόποδων «τενεκέδων» και όχι μόνο, οι οποίοι τον παρουσιάζουν ως αμερικανική έμπνευση που, δήθεν, δεν έχει σχέση με τον πραγματικό άγιο, αγνοώντας ότι η ρίζα του αρχετύπου αυτού ανιχνεύεται στις παραδόσεις του αρχαίου ευρωπαϊκού βορρά, στις οποίες υφίσταται η ύπαρξη ενός καλόκαρδου γίγαντα που αφήνει δώρα στις πόρτες του κόσμου κάθε πρώτη μέρα του χρόνου. Αγνοώντας δηλαδή, ότι ο άγιος Βασίλης αποτελεί ένα από τα σημεία ανάδειξης της ενότητας του αρχαίου, μεσαιωνικού και νεώτερου ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπως και το στολισμένο έλατο επίσης. Χριστούγεννα λοιπόν, είναι όλα αυτά, ενδεχομένως και πολλά άλλα ακόμη.

Κάποιοι βέβαια δεν μπορούν να το νιώσουν. Οι trendies τύποι με τα γελοία χτενίσματα και τα κακόγουστα πανάκριβα ρούχα της μόδας, αυτοί που περιτυλίγουν την ατομικιστική τους υστερία με «επικοινωνιακό» ύφος και υποκαθιστούν τις ανύπαρκτες ανησυχίες τους με την πλέον επιπόλαιη κι εκνευριστική αισιοδοξία, ίσως να αντιλαμβάνονται τα Χριστούγεννα ως μια χρονική περίοδο που παρέχει την ευκαιρία για εντονότερο clubbing. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που με ενδιαφέρει.

Από την άλλη, οι κοπελίτσες που καταπιάνονται με τα «συνταρακτικά» προβλήματα του χρώματος που θα έχουν οι ανταύγειες των μαλλιών τους και των νέων ρούχων που θα πρέπει να αγοράσουν, που αντιμετωπίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις ως καθημερινές επενδύσεις ενός χρηματιστηρίου κοινωνικής ισχύος και αντανακλούν τα πρότυπα μιας ελεεινής τηλεοπτικής σειράς που προβαλλόταν κατά τα εφηβικά μου χρόνια έχοντας τον τίτλο «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χίλς», μπορεί πράγματι να μην βιώνουν και να μην αντιλαμβάνονται διόλου το πνεύμα των Χριστουγέννων. Ωστόσο, κι αυτό είναι κάτι που δεν με ενδιαφέρει.

Τέλος, είναι σαφές πως ούτε και εκείνοι οι τύποι που έχουν διαβάσει ένα- δυο πολιτικά μανιφέστα και αγνοούν την ύπαρξη έστω κι ενός αξιόλογου κειμένου, που έχουν αφήσει τα γένια τους να πιάσουν ψείρες και που περιφέρουν τις παρασιτικές τους υπάρξεις ανάμεσά μας, θεωρώντας τους εαυτούς τους ως πνευματικούς ανθρώπους κι ως επαναστάτες, είναι σε θέση να βιώσουν την πραγματικότητα των Χριστουγέννων. Αλλά κι αυτό δεν με ενδιαφέρει.

Γιατί τα Χριστούγεννα αποτελούν μια πραγματικότητα που πάλλεται μπροστά στα μάτια μας, κάθε χρόνο, τέτοια εποχή και περιμένει από εμάς να την απορροφήσουμε, να την αναβιβάσουμε προς τον εαυτό μας και να τη βιώσουμε έντονα, προκειμένου να καταστούμε κοινωνοί του μεταφυσικού και πραγματικού της μεγαλείου. Γιατί τα Χριστούγεννα αποτελούν ένα μαγικό κύπελλο, γεμάτο με ευωδιαστό χρυσό φως, που προορίζεται για τους πραγματιστές των μύθων και τους επαναστάτες των αξιών.

Γι’ αυτό δεν με εκπλήσσει η ανικανότητα των προαναφερθέντων ομάδων, αλλά και ορισμένων άλλων ακόμη, να τα βιώσουν. Γιατί πολύ απλά, η πραγματικότητα των Χριστουγέννων δεν προορίζεται για αυτές. Με ενοχλεί, ωστόσο κάτι άλλο.

Από μικρό παιδί θυμάμαι τον εαυτό μου να είναι απασχολημένος με κάθε λογής δουλειά κατά την περίοδο των ημερών αυτών. Πρώτο λόγο φυσικά είχε το διάβασμα. Άκουγαν για χριστουγεννιάτικες διακοπές τα εργαλεία του εκπαιδευτικού κατεστημένου που ήθελαν (και θέλουν) να ονομάζονται δάσκαλοι και καθηγητές κι απελευθέρωναν επάνω στους μαθητές τους το σύμπλεγμα της νεωτερικής υπανθρωπιάς τους. «Εργασίες» για το σπίτι…«εργασίες» για το σπίτι… και δώσε «εργασίες» για το σπίτι… κι άλλες «εργασίες» για το σπίτι.. και ανακύκλωση των άχρηστων, κατά την πλειοψηφία τους, προσφερόμενων γνώσεων… και εξάπλωση του εργαλειακού χαρακτήρα της εκπαίδευσης, στα πλαίσια του οποίου το μόνο που ενδιαφέρει τον μαθητή είναι να ξεφορτωθεί από επάνω του το βάρος της άχρηστης δουλειάς του προκειμένου να βρει λίγο χρόνο για να ζήσει… και αγωνία γιατί όποιος παρασυρόταν από το πνεύμα των ημερών και δεν κατάφερνε να φέρει εις πέρας εξ ολοκλήρου την αποστολή του αντιμετώπιζε τη χλεύη των καθηγητών του και επιπλέον κινδύνους που έφταναν ως το σημείο του να μην προβιβαστεί.

Τι συναρτήσεις και μαθηματικές ταυτότητες μου είχαν στοιχειώσει τις άγιες εκείνες ημέρες; Πόσες ορίζουσες, πόσα μαθηματικά ολοκληρώματα και πόσες συντομογραφίες των στοιχείων της χημείας με είχαν κάνει να ξενυχτήσω και να χάσω κάθε επαφή με το περιβάλλον για να τις απομνημονεύσω; Πόσοι τσακωμοί με τους καθηγητές για τις αδικίες και τις μεροληπτικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν κατά τη διαδικασία της βαθμολόγησης μου είχαν σπάσει τα νεύρα; Ειλικρινά δεν μπορώ να θυμηθώ!

Θυμάμαι, ωστόσο, πολύ χαρακτηριστικά ορισμένους φιλολόγους που μας εξανάγκαζαν να αγοράζουμε λογοτεχνικά βιβλία της αρεσκείας τους, να τα διαβάζουμε και να τους τα παρουσιάζουμε την πρώτη ημέρα μετά τις εορτές. Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς, «μα καλά αυτό δεν ήταν ωραίο»; Κι εγώ απαντώ, όχι δεν ήταν ωραίο! Γιατί αυτοί που γνωρίζουν την ελληνική πραγματικότητα θα έχουν ήδη αντιληφθεί τι είδους βιβλία μας εξανάγκαζαν να διαβάζουμε. Που λόγος για βιβλία που είχαν να κάνουν με τις χριστουγεννιάτικες παραδόσεις, που λόγος για φανταστική λογοτεχνία, για παραμύθια και για έργα του Ντίκενς; Κατ’ αρχάς, το εκδοτικό κατεστημένο της χώρας μας, είχε φροντίσει εκείνη την εποχή ώστε να μην έχουν μεταφραστεί παρά απειροελάχιστα από αυτά τα έργα. Αλλά και όσα ήταν μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με τους «πνευματώδεις» ταγούς της εκπαίδευσης, αποτελούσαν προϊόντα παραλογοτεχνίας, έργα για παιδιά του νηπιαγωγείου και για ανθρώπους με επικίνδυνες τάσεις. Σύμφωνα με αυτούς, οι μαθητές θα έπρεπε να συγκινούνται από το ρεαλισμό (αν ήταν κοινωνικός ακόμη καλύτερα), από τον υλισμό, από το Μοντερνισμό, από το νεωτερικό ανθρωπισμό, εν’ ολίγοις από τις γνωστές αμαρτίες του μεταπολιτευτικού ελληνικού «πνευματικού» κατεστημένου. Και δώσε Σαμαράκη λοιπόν, και δώσε Σταχτούρη, και δώσε Σεφέρη, και δώσε Ελύτη, και δώσε Ρίτσο και πάμε της δικαιοσύνης τον ήλιο το νοητό, και ξαναπάμε επί ασπαλάθων, κι άντε τη ρωμιοσύνη μην την κλαις (μα έλα που κάποιοι κατάφεραν να την κάνουν για κλάματα) και ούτω καθ’ εξής. Ωραία αναγνώσματα για το κλίμα των ημερών! Πραγματικά, διαβάζοντας αυτά τα κείμενα, σε συνδυασμό με μαθηματικά και χημεία, κατάφερνε κανείς να βιώσει την ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων σε όλο της το μεγαλείο! Αλλά τι να τα κάνουμε τα Χριστούγεννα, και τα παραδοσιακά έθιμα, και τη μαγική χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα, και την οικογενειακή θαλπωρή, και τις φιλικές συγκεντρώσεις, και τους μύθους των καλικάντζαρων και των ξωτικών, και την ψυχική ανάταση, και τη συνέχιση μιας τόσο ζωτικής πραγματικότητας; Αυτά αποτελούν φαντασιώσεις ρομαντικών. Τους μαθητές της χώρας θα έπρεπε να απασχολεί ο παλμός των κοινωνικών αγώνων, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των λαών και των μειονοτήτων (εκτός των ελληνικών φυσικά!), καθώς επίσης και η άγρυπνη περιφρούρηση των νεωτερικών θεσμών του σύγχρονου δυτικού κόσμου.

Πολύ περισσότερο κι από αυτά όμως, πιστεύω ότι ενδιέφερε ορισμένους κυρίους που είχαν ευρύτερη οπτική δυνατότητα -από εκείνη των εκτελεστικών τους οργάνων (των εκπαιδευτικών δηλαδή)- να γεμίσουν τον προσωπικό χρόνο των μαθητών με κάθε είδους κοπιαστική και άσχετη με το πνεύμα των ημερών υποχρέωση, προκειμένου να τους απομονώσουν στο πλαίσιο της ατομικής τους δουλειάς, να μειώσουν όσο περισσότερο γινόταν τον χρόνο που είχαν για να αντιληφθούν την πραγματικότητα των Χριστουγέννων, για να την αφήσουν τελικά να περάσει από εμπρός τους χωρίς να την βιώσουν. Έτσι, κατάφερναν να τους εντυπώσουν από μικρή ηλικία τις αυτοματοποιημένες, εργαλειακές συμπεριφορές που εμπνέει το πνεύμα της νεωτερικότητας και να τους κάνουν να υιοθετήσουν τις διαλυτικές, απάνθρωπες και ορθολογικές του συμπεριφορές.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα θυμάμαι να περνώ τα σχολικά μου χρόνια. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα γνωρίζω ότι κατέστρεψα ατέλειωτες ώρες από τον πεπερασμένο χρόνο της ύπαρξής μου. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα φυλακίστηκα προκειμένου να αποκοπώ από τη ζωή και μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα αντιλαμβάνομαι ότι κινδύνευσα να απολέσω τον εαυτό μου. Κι ενδεχομένως να το είχα πάθει, αν δεν υπήρχαν κάποιες προϋποθέσεις που συνδυάστηκαν με ορισμένα γεγονότα της ζωής μου. Αν και αυτό είναι κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μας αφορά.
Εκείνο, όμως, που μας αφορά είναι το γεγονός ότι η τακτική αυτή, όπως είναι αναμενόμενο, στις μέρες μας συνεχίζει να εφαρμόζεται με ακόμη μεγαλύτερη δυναμική –την οποία νομιμοποιεί η επίκληση στα εκπαιδευτικά συστήματα των άλλων μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λες κι εμείς δεν έχουμε ξεχωριστή εθνική ταυτότητα και ιδιαίτερη λαϊκή ψυχοσύνθεση την οποία οφείλουμε να εκφράσουμε- τόσο στο σχολικό επίπεδο όσο και στο περιβάλλον των ακαδημαϊκών σπουδών. Στο πρόγραμμα των πανεπιστημίων, οι χριστουγεννιάτικες υποχρεώσεις είναι κάπως λιγότερες, γιατί η ίδια η φύση του προγράμματος δεν καταφέρνει να ψαλιδίσει κάθε δυνατότητα ανεξαρτησίας του φοιτητή, αλλά και γιατί η απαραίτητη δουλειά στον τομέα της υπαρξιακής διαμόρφωσης έχει προηγηθεί κατά τα σχολικά έτη. Ωστόσο, δεν παύουν να υπάρχουν, εφόσον τα πράγματα έχουν δημιουργηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων, να καταπιάνεται, εν πολλοίς, ο κάθε επιμελής φοιτητής, με το διάβασμα για την επερχόμενη εξεταστική. Η κατάσταση αυτή βρίσκει τη φυσική της συνέχεια στο επίπεδο της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, όπου ακόμη κι αν βρεθεί λίγος ελεύθερος χρόνος από τις υποχρεώσεις και το καθημερινό άγχος, οι αυτοματισμοί που έχουν εντυπωθεί είναι πλέον πολύ ισχυροί και δύσκολα ο παλμός της πραγματικής (εσωτερικής) βούλησης μπορεί να τους ισοπεδώσει για να αναδυθεί στην επιφάνεια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και να καταστήσει τον άνθρωπο ικανό να βιώσει τη ζωή του και όχι να την αφήνει να περνά από μπρος του, συμπεριφερόμενος ως απλό εμπειρικό υποκείμενο. Και πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό άλλωστε, στην εποχή των νεωτερικών εκρήξεων6; Στην εποχή που όλοι βρισκόμαστε μαζί και όλοι είμαστε μόνοι7. Στην εποχή που χορεύουμε γύρω από το πτώμα της πνιγμένης αυτεξουσιότητας, στους ρυθμούς μιας προσχεδιασμένης και ανώμαλης αιτιοκρατίας.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν θα αντιληφθούμε ότι από την πρώτη κιόλας περίοδο που η νεωτερικότητα άρχισε να αποκτά ιστορική υπόσταση στην Ευρώπη, η γιορτή των Χριστουγέννων θεωρήθηκε ως επικίνδυνο κατάλοιπο αρχαίων και μεσαιωνικών θρησκευτικών παραδόσεων. Η λεγόμενη κοσμοαντίληψη των «φώτων», ο Διαφωτισμός δηλαδή, είχε αναλάβει επί έναν και πλέον αιώνα (από το δεύτερο μισό του 17ου έως και το τέλος του 18ου αιώνα μ.Χ), την υπονόμευση των τρόπων ζωής που είχαν δημιουργήσει τα ευρωπαϊκά έθνη. Όταν η πνευματική σπορά του Διαφωτισμού γονιμοποιήθηκε, η Ευρώπη εισήλθε στην εποχή της νεωτερικότητας, μιας εποχής που, κοντολογίς, χαρακτηρίστηκε από την ανεξαρτητοποίηση της αγοράς από την κοινωνία, από τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής, από τη διάρρηξη των κοινωνικών οργανικοτήτων, από την προβολή της ατομικιστικής ανταγωνιστικότητας και από την επικράτηση υλιστικών και διεθνιστικών αντιλήψεων στην απόπειρα ερμηνείας των δραστηριοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης. Το πνεύμα της νέας εποχής δημιούργησε τις κοινωνικές εκείνες δομές, που οδήγησαν σε μαρασμό την πραγματικότητα των Χριστουγέννων και άφησαν στο περιθώριο τις παραδόσεις στο σύνολό τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η κοινωνία της πλέον βιομηχανοποιημένης χώρας εκείνης της εποχής, που δεν ήταν άλλη από τη βρετανική. Κατά τη διάρκεια, σχεδόν, όλου του πρώτου μισού του 19ου αιώνα μ.Χ, στη Μεγάλη Βρετανία ο βιομηχανοποιημένος και αστικός τρόπος ζωής είχε κάνει το εορταστικό χριστουγεννιάτικο πνεύμα, κυριολεκτικά, να ξεχαστεί. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η επαναφορά στο προσκήνιο των χριστουγεννιάτικων εορτασμών, όπως και άλλων παραδόσεων, οφείλεται στη θυελλώδη πολιτισμική αντεπίθεση του Ρομαντισμού και πιο συγκεκριμένα, στη μαγευτική δύναμη της δημιουργικότητας κάποιων συγγραφέων της φανταστικής λογοτεχνίας, με χαρακτηριστικότερο όλων, τον Κάρολο Ντίκενς.

Όντας ο Ρομαντισμός και η φανταστική λογοτεχνία, οι πολιτισμικές εκείνες προτάσεις που απάντησαν με πνοή ζωής στη νεκρή φύση της νεωτερικότητας, κατάφεραν μεταξύ των άλλων, εμπνεόμενες από τους δεκαπενθήμερους εορτασμούς που λάμβαναν χώρα στους αγρούς των φεουδαλικών κοινωνιών συγχωνεύοντας επιρροές του μεσαίωνα και των αρχαίων εποχών, να αναγεννήσουν τη λησμονημένη εορτή στη Γηραιά Αλβιόνα και να πλημμυρίσουν τις καρδιές του κόσμου με το χριστουγεννιάτικο πνεύμα. Το έργο του Ντίκενς που αναμφίβολα επηρέασε όσο κανένα άλλο αυτές τις εξελίξεις ήταν ο «Ύμνος των Χριστουγέννων» με πρωταγωνιστή τον θρυλικό Σκρούτζ. Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, το βιβλίο αυτό επηρέασε τον τρόπο που εορτάζονται σήμερα τα Χριστούγεννα στον Αγγλοσαξονικό κόσμο, περισσότερο -όχι μόνο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο αλλά- απ’ οτιδήποτε άλλο στην ιστορία της ανθρωπότητας, εκτός από τη γέννηση του ίδιου του Χριστού! Ωστόσο, για να είμαστε ακριβείς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο Ντίκενς έγραψε τον «Ύμνο των Χριστουγέννων» το 1843 στα πλαίσια της ρομαντικής προσπάθειας για την αναβίωση των χριστουγεννιάτικων εορτών. Η προσπάθεια αυτή, είχε ήδη καταγράψει στο ενεργητικό της ακόμη ένα σημαντικό γεγονός, το οποίο δεν ήταν άλλο από την απόφαση του πρίγκιπα Αλβέρτου να εισάγει το 1841 από τη Γερμανία -η οποία ήταν τότε η «πρωτεύουσα» του Ρομαντισμού και της φανταστικής λογοτεχνίας- το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Το γεγονός είναι ότι έπειτα απ’ όλες αυτές τις προσπάθειες και κυρίως χάρη στην τεράστια επιρροή των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας, τα Χριστούγεννα άρχισαν ξανά να εορτάζονται και να απλώνουν τη μαγική πραγματικότητά τους πάνω από την καθημερινότητα των ανθρώπων, ακόμη και εντός των αστικών κέντρων.

Έκτοτε, γίναμε μάρτυρες ενός καταπληκτικού φαινομένου. Το πνεύμα των Χριστουγέννων κατέλαβε σε όλο το φάσμα του δυτικού κόσμου τις αστικές πόλεις, τους πυρήνες δηλαδή της νεωτερικότητας! Είναι γεγονός, και μιλώ εκ προσωπικής πείρας αν και νομίζω ότι δεν χρειάζεται να το κάνω για κάτι τόσο προφανές, ότι στην εποχή μας η μαγεία των Χριστουγέννων είναι πιο έντονη στις σύγχρονες μεγάλες πόλεις απ’ ότι στην επαρχία. Οι αρτιότερες δυνατότητες μετακίνησης που μπορούν να φέρουν τον κόσμο πιο κοντά, οι πιο άνετες κλιματολογικές συνθήκες που δημιουργούνται χάρη στην ανεπτυγμένη τεχνολογία, ο πλουσιότερος φωτισμός, οι παραδοσιακές μορφές των καλικάντζαρων και των ντυμένων με βελούδινα ρούχα αϊ Βασίληδων που ξεπηδούν από τα στολισμένα δέντρα στις βιτρίνες των καταστημάτων, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που έχουν να κάνουν με την οικονομική και την τεχνολογική ανάπτυξη, κι όπως έχουμε μάθει η τεχνολογική και η οικονομική ανάπτυξη αποτελούν προϋποθέσεις και χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας. Κι, όμως, τις βλέπουμε να υποτάσσονται στο πνεύμα των ημερών και να διοχετεύουν στις κοινωνίες με τις λειτουργίες τους, την αύρα ενός παραδοσιακού εθίμου! Γιατί η χριστουγεννιάτικη πραγματικότητα έχει γίνει τόσο ισχυρή, ώστε καταφέρνει να αδειάσει τη νεωτερικότητα από περιεχόμενο κατά τη διάρκεια των ημερών της και να κάνει τις δομές της (νεωτερικότητας), πυρήνες διοχέτευσης του χριστουγεννιάτικου πνεύματος. Είναι βέβαια, γεγονός ότι με αυτό τον τρόπο εμπορευματοποιούνται κάποια στοιχεία των Χριστουγέννων. Νομίζω, όμως, ότι αυτό αποδεικνύει την ήττα του πνεύματος της νεωτερικότητας, το οποίο σε αυτή τη χρονική περίοδο και κάθε χρόνο, αναγκάζεται να συρθεί στις ατραπούς που χαράσσει η πύρινη αύρα μιας ζωντανής πραγματικότητας. Και σε τελική ανάλυση, δεν βλέπω το μεγάλο δεινό που μπορεί να επιφέρει η διαδικασία του εμπορίου, όταν λαμβάνει χώρα κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις. Το εμπόριο, αποκτά τις επικίνδυνες διαστάσεις της μονομανίας του κέρδους και του υλισμού, αλλά και συνδέεται με όλες τις προεκτάσεις της απανθρωπιάς και της διάθεσης για έλεγχο της πολιτικής, όταν αποδεσμεύεται από τα πλαίσια των κοινωνιών. Επειδή αυτό συνέβη -και συμβαίνει- στα νεωτερικά περιβάλλοντα, δε σημαίνει ότι συνέβαινε πάντα ή ότι θα μπορεί να συμβαίνει και κάτω από οποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Όταν το εμπόριο δεν ανεξαρτητοποιείται ως αξία από τις κοινωνίες και οι διαχειριστές του δεν επιχειρούν να το ιεραρχήσουν υψηλότερα από αυτές, σίγουρα μπορεί να αποκτά την υπόσταση μιας απλής κοινωνικής λειτουργίας που ασφαλώς θα έχει και αρκετές θετικές επιπτώσεις. Αυτό συμβαίνει κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων, οι οποίες μάλιστα με το πέρασμα του χρόνου, δείχνουν να αποκτούν μια σαφώς ποιοτικότερη μορφή σε διάφορες εκδηλώσεις τους. Οι ζαχαρουπόλεις και ο ατμοσφαιρικός φωτισμός των πόλεων είναι στοιχεία που κατά το πρόσφατο παρελθόν δεν υπήρχαν. Τα ξωτικά και τα αγιοβασιλάκια με τα βελούδινα ρούχα και τα παράξενα καπέλα είναι σίγουρα πιο όμορφα από τα φουσκωτά που κατασκευάζονταν από νάιλον κάποια χρόνια πριν. Οι κινηματογραφικές ταινίες που βασίζονται σε κείμενα φανταστικής λογοτεχνίας και προβάλλονται -όχι τυχαία- τέτοια εποχή, αποτελούν ένα επιπλέον ευχάριστο γεγονός.

Είναι δεδομένο πως όλα αυτά καθιστούν τα Χριστούγεννα πιο όμορφα, καθώς αποτελούν στοιχεία που ενδυναμώνουν τη μαγεία τους. Ωστόσο, για να μπορέσουμε να καταστούμε κοινωνοί αυτής της μαγείας, χρειάζεται να έχουμε τον απαραίτητο χρόνο για να έρθουμε σε επαφή μαζί της –για να τη ζήσουμε δηλαδή- και τις απαραίτητες πολιτισμικές προδιαγραφές για να μπορέσουμε να την απορροφήσουμε. Κι επειδή οι βαθύτεροι εκφραστές της νεωτερικής κοσμοαντίληψης, (σε αντίθεση με τους ανθρώπους της καθημερινότητας που απλώς αναπαράγουν αυτόματα τις επιταγές της νεωτερικότητας), αντιλαμβάνονται ότι αυτή η υποταγή του κόσμου της νεωτερικότητας σε μια μαγική πραγματικότητα μπορεί να λάβει επικίνδυνες διαστάσεις, κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, όσον αφορά τα δρώμενα της χώρας μας τουλάχιστον, θεωρώ ότι υπάγεται η απόπειρα κλοπής του χρόνου μας και οι υπόλοιπες πρακτικές στις οποίες προαναφέρθηκα. Μια προσπάθεια που σε γενικές γραμμές αποφέρει καρπούς κάνοντας τους ανθρώπους της εποχής μας να απομένουν ως ετεροκατευθυνόμενες μαριονέτες που διαβιώνουν τον χρόνο της πεπερασμένης ύπαρξής τους μέσα σε νεκρικούς ατομικούς λαβυρίνθους και λειτουργώντας βάση μηχανοποιημένων βιοπολιτισμικών αυτοματισμών. Στη Βρετανία δε, όπου το νεωτερικό μίσος για την χριστουγεννιάτικη παράδοση εκφράστηκε εξαρχής απροκάλυπτα όπως προαναφέραμε, το έτος 2006 αποφασίστηκε η απαγόρευση του εορτασμού των Χριστουγέννων από το βρετανικό δημόσιο. Οι δρόμοι δεν φωταγωγήθηκαν και καμία δημόσια εορταστική εκδήλωση δεν πραγματοποιήθηκε. Κι όλα αυτά, γιατί η νεωτερική πολιτεία της παγκοσμιοποίησης, θεώρησε ότι οι δημόσιες εορταστικές εκδηλώσεις θα δημιουργούσαν δυσφορία στους ξένους οικονομικούς πρόσφυγες (sic).

Μέσα σε αυτή την αρρωστημένη εποχή, θεωρώ ότι τα Χριστούγεννα μπορούν να δυναμώσουν τη σπίθα της ζωής. Κι αυτό, γιατί μηνύουν τη γέννηση της Ελπίδας, σπέρνουν βάσιμες υποσχέσεις κοινωνικής οργανικότητας, ανοίγουν τις πύλες για μια ονειρικά μυστηριακή πρόσληψη της πραγματικότητας, διαχέουν στη μίζερη καθημερινότητα τις εικόνες της μαγικής πραγματικότητας των μύθων και των παραδόσεων, υπενθυμίζουν λησμονημένες ιστορικές πολιτιστικές ενότητες και ζωντανεύουν, τελικά, τον κόσμο της δύσης. Γιατί αυτός είναι ο κόσμος της δύσης. Ο κόσμος των οργανικών συνόλων, των εθνικών υποστάσεων, της θρησκευτικότητας (ως ψυχικής δυνατότητας και όχι απαραίτητα ως δογματικής πειθαρχίας), του συναισθήματος, της βούλησης, της αίσθησης του ιερού, της φαντασίας, της παράδοσης και των μαγικά ατμοσφαιρικών εικόνων. Αυτός είναι ο πραγματικός δυτικός τρόπος ζωής! Όχι το west way of life των Η.Π.Α και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της υποδούλωσης στην ύλη, του εργαλειακού ορθού λόγου, του ατομικισμού, της ασυδοσίας των διακινητών χρήματος κι εμπορευμάτων, της καταναγκαστικής πολυφυλετικής συνύπαρξης και των άρρωστων ιδεωδών της νεωτερικότητας. Κι επειδή ενδέχεται κάποιοι να το γνωρίζουν καλά, δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα κάνουν τους υπόλοιπους να το ξεχάσουν.

Ωστόσο, εμείς έχουμε ισχυρή μνήμη, ευαίσθητη ψυχική υφή, σιδερόφρακτη βούληση, απεριόριστη φαντασία και πάνω απ’ όλα θέληση για ζωή. Ας βιώσουμε, λοιπόν τις ημέρες αυτές σύμφωνα με τις δυνατότητές μας, ας ακούσουμε τη φωνή του Καρόλου Ντίκενς που κατευθύνει τις ιστορικές μας αναδρομές και ας καρφώσουμε το πυρωμένο, αγκάθινο καρφί της ζωής, στις τρυφηλές πλάτες της νεωτερικότητας.

Εύχομαι χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα, υγεία και πολλές νίκες σε όλα τα μέλη της Λέσχης μας και σε όλους τους αναγνώστες του περιοδικού.


Σταμάτης Μαμούτος

Χριστούγεννα 2007.

Υποσημειώσεις

1) Αναφέρομαι στον άνθρωπο του δυτικού κόσμου και των χριστιανικών κοινωνιών.
2) Αντίθετα το Πάσχα εορτάζεται με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό χρόνο στα τρία κύρια χριστιανικά δόγματα.
3) Μερικές φορές διερωτώμαι τι ωραία που θα ήταν αν ο άνθρωπος εκμεταλλευόταν εξολοκλήρου την τεχνολογία παραγωγικά και δεν μετατρεπόταν σε εργαλείο του ψυχρού μηχανιστικού της πνεύματος. Η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί μία από αυτές.
4) Οι εικόνες των αναμνήσεων από τα παιδικά παιχνίδια που μου δώριζαν οι γονείς μου είναι ακόμη διαυγείς, όπως επίσης και οι εφηβικές μου εξορμήσεις στα δισκοπωλεία της Ομόνοιας και του Μοναστηρακίου για την αγορά των αγαπημένων μου βινυλίων, κατά τις πρώτες μέρες των χριστουγεννιάτικων σχολικών διακοπών.
5) Οι τρεις ταινίες του «Άρχοντα των δακτυλιδιών», αλλά και αυτές του «Χάρι Πότερ», των «Χρονικών της Νάρνια», του «Έραγκον» και πολλών άλλων, προβλήθηκαν κατά την περίοδο των Χριστουγέννων ή λίγες μέρες πριν.
6) Κάποιοι αποκαλούν την εποχή μας μετανεωτερική. Πιστεύω ότι οι λόγοι που προβάλλουν προκειμένου να δικαιολογήσουν την άποψή τους αυτή δεν είναι επαρκείς για να με κάνουν να συμφωνήσω μαζί τους, γι’ αυτό προτίμησα να την αποκαλέσω ως εποχή των νεωτερικών εκρήξεων.
7) Από το να συμμετέχει κανείς σε τέτοιες αρρωστημένες ομαδώσεις, θεωρώ αναμφισβήτητα πιο οργανική συμπεριφορά τη μοναξιά, εφόσον αυτή δεν είναι παθητική και συνοδεύεται από νοσταλγία για τις ομορφιές του παρελθόντος και από προσδοκίες για τα οράματα του μέλλοντος.